Tης ΕΛΠΙΔΑΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ
Τη σημασία της συντήρησης των ιστορικών κτιρίων του Ρεθύμνου που χρονολογούνται αιώνες πριν και αντιστοιχούν σε άλλες εποχές, αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του τόπου μας, επεσήμαναν χθες επιστήμονες-ομιλητές σε σχετική ημερίδα που διοργάνωσε η νομαρχιακή επιτροπή του ΤΕΕ Ρεθύμνου.
Η παλιά πόλη του Ρεθύμνου περιλαμβάνει μια πληθώρα κατασκευών που αποκαλύπτουν τον πολιτιστικό θησαυρό της περιοχή μας. Ένας θησαυρός πολύτιμος, που πρέπει να διαφυλαχτεί σαν κόρη οφθαλμού, αφού αποτυπώνει το πέρασμα του χρόνου σε κάθε εποχή.
Δυστυχώς όμως η εικόνα της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου σε ότι αφορά τα δομικά της χαρακτηριστικά δεν είναι σήμερα αποδεκτή από κανέναν.
Από τη μια κτίρια σάπια και ετοιμόρροπα σε κάθε στενό του ιστορικού κέντρου, που σε καμία περίπτωση δεν εμπνέουν αισθήματα ασφαλείας σε κατοίκους και περαστικούς και από την άλλη η παρατηρούμενη το τελευταίο διάστημα ανοικοδόμηση-ανακαίνιση κτιρίων στο ιστορικό κέντρο, προκειμένου αυτά να αξιοποιηθούν για εμπορική χρήση, προκαλεί προβληματισμό στον τεχνικό κόσμο, που τονίζει ότι σε πολλές περιπτώσεις στον βωμό του κέρδους- λόγω και των κοστοβόρων εργασιών- περιορίζεται η επάρκεια της αντισεισμικής θωράκισης των κτιρίων με ότι συνέπειες αυτό συνεπάγεται.
Οι μηχανικοί εφιστούν την προσοχή τόσο στους ίδιους τους πολίτες-ιδιοκτήτες κτιρίων για την ανάγκη διατήρησης και συντήρησης των ακινήτων τους, όσο και στους συναδέλφους τους, προκειμένου να ακολουθούνται οι τεχνικές που απαιτούν στα ιστορικά κτίρια, έτσι ώστε να μην αλλοιώνεται η πολιτιστική μας κληρονομιά.
Οι μηχανικοί αναγνωρίζουν τη δύσκολη οικονομική συγκυρία, που έχει ως αποτέλεσμα την οικονομική αδυναμία πολλών να προχωρήσουν σε παρεμβάσεις συντήρησης, όμως επισημαίνουν πως αυτό είναι δείγμα σεβασμού απέναντι στον ίδιο μας τον τόπο και την ιστορία του.
Ο Ορέστης Κρυοβρυσανάκης, μηχανικός, μέλος της Ν.Ε. ΤΕΕ Ρεθύμνου ανέφερε: «Σκοπός της συνάντησης είναι να προβληματιστούμε για ένα θέμα που είναι πάντα επίκαιρο, ειδικά σήμερα όπου αν περάσει κανείς από την παλιά πόλη -λόγω της «λαίλαπας» που επικρατεί από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις- το ιστορικό κέντρο γνωρίζει μεγάλη δραστηριότητα. Γίνονται πολλές επεμβάσεις σε πολλά κτίρια και καλό είναι να προβληματιζόμαστε και να ενημερωνόμαστε σ’ αυτά τα θέματα. Η παλιά πόλη έχει ιδιαιτερότητες, οι οποίες είχαν εντοπιστεί και από τις μελέτες αντισεισμικού σχεδιασμού και είχαν εντοπιστεί εκεί τα προβλήματα που θα έχουμε, λόγω των υψηλών αναμενόμενων επιταχύνσεων στην περιοχή. Πάντα είμαστε ευαισθητοποιημένοι σε αυτά τα θέματα και γι’ αυτό εμείς οι μηχανικοί θέλουμε να είμαστε ενημερωμένοι. Είναι ένα αντικείμενο που και κανονιστικά στην Ελλάδα υπάρχουν κενά -είμαστε λίγο πίσω- τώρα είναι στα σκαριά ένας κανονισμός για επεμβάσεις στα λίθινα κτίρια, ο οποίος όμως έχει μείνει αρκετά πίσω σε σχέση με τα όσα ισχύουν στην υπόλοιπη Ευρώπη και χρειάζεται αναμόρφωση μέχρι να φτάσει στην τελική του μορφή. Επίσης είναι εξειδικευμένες οι επεμβάσεις και γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να γίνονται από εξειδικευμένα συνεργεία που πρέπει να έχουν παρουσία και εμπειρία στο συγκεκριμένο κομμάτι που αφορά τις επεμβάσεις στα λίθινα κτίρια. Το σύνηθες είναι ο ιδιοκτήτες να επιλέγουν τη φθηνότερη αλλά όχι απαραίτητα πιο άρτια και σωστή επέμβαση. Είναι μεγάλη η ευθύνη των μηχανικών να προστατεύουν τον δομικό πλούτο της παλιάς πόλης. Άρα αφενός σεβόμαστε τον δομικό πλούτο που είναι ένα από τα βασικά «όπλα» της πόλης μας και αφετέρου το άλλο μεγάλο θέμα είναι η υπεύθυνη προσέγγιση στις επεμβάσεις από έμπειρους ανθρώπους στη συγκεκριμένη κατηγορία έργων. Στα δημόσια κτίρια, για παράδειγμα, το κτίριο της νομαρχίας όπου ήδη η περιφερειακή ενότητα έχει αναθέσει μελέτη για να ενισχύσει την αντισεισμική του συμπεριφορά, θα έλεγε κανείς ότι υπάρχει περισσότερη προστασία. Γι’ αυτό εκεί που πρέπει εμείς να επαγρυπνούμε είναι στα ιδιωτικά κτίρια, όπου η ανάγκη για γρήγορη εκμετάλλευση -αξιοποίηση έχει προκαλέσει προβλήματα. Υπάρχει μεγάλη κινητικότητα στην παλιά πόλη -εκτιμώ ότι η οικοδομική δραστηριότητα που παρουσιάζει η παλιά πόλη την τελευταία πενταετία είναι σημαντικά μεγαλύτερη από ότι τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια».
Η κ. Ελένη Κανετάκη έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην επιτακτική ανάγκη προστασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς τονίζοντας ότι όλα τα μνημεία, ανεξάρτητα αν είναι χριστιανικά ή οθωμανικά θα πρέπει να συντηρούνται και να αναδεικνύονται, αλλά και να αποκτούν χρήση ώστε να «ζωντανεύουν» για να συνεχίζεται η παρουσία τους στη ζωή του τόπου. Μεταξύ άλλων σε σχετικές δηλώσεις της υποστήριξε: «Τα οθωμανικά μνημεία στην Ελλάδα τα έχουμε παρεξηγημένα. Είναι μνημεία, σημεία, κτίρια, κομμάτι του πολιτισμού μας. Είναι κτίρια τα οποία πρέπει να συντηρήσουμε, ακριβώς επειδή αντιπροσωπεύουν μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο στην εξέλιξη της πόλης μας. Εγώ σαν αρχιτέκτονας θα πρότεινα ότι θα πρέπει να αποδέχεται μια κοινωνία τα μνημεία της, είτε πρόκειται για εκκλησία χριστιανική, είτε οθωμανικό κτίριο καλούμαστε να το προστατέψουμε. Πέραν από την αποκατάσταση και τη στατική επάρκεια κτιρίου, σε δεύτερη φάση ακολουθεί και η αξιοποίηση της απόδοσης μιας νέας χρήσης. Με μια νέα χρήση το μνημείο παίρνει ζωή. Αν το συντηρήσεις και το αφήσεις απλά να υπάρχει ως μνημείο του εαυτού του, πάλι υπάρχουν κίνδυνοι ότι με τον χρόνο θα αφεθεί σε πορεία φθοράς. Γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει φροντίδα από το κράτος, από το υπουργείο, από τον δήμο και από την τοπική κοινωνία, η οποία πρέπει να ευαισθητοποιείται. Τα μνημεία είναι φορείς μιας εποχής, μιας ιστορίας. Δείχνουν πως μια πόλη αλλάζει χέρια και αυτά τα χέρια αλλάζουν και χαρακτήρα. Αυτό πρέπει να το αναδείξουμε, στην Ελλάδα δυστυχώς κλείσαμε τα μάτια και κάποιες κατηγορίες μνημείων τα θεωρήσαμε δεύτερης διαλογής».
Ο Κωνσταντίνος Σπυράκος, καθηγητής αντισεισμικών κατασκευών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και μέλος του ΚΑΣ και του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων υποστήριξε ότι η συντήρηση αποτελεί μια βασική διαδικασία της οποίας θα πρέπει να προηγηθεί η εξέταση του κτιρίου από μηχανικό εξειδικευμένο. Χαρακτηριστικά υποστήριξε: «Είναι μια βασική διαδικασία η εξέταση ενός κτιρίου από ένα μηχανικό που γνωρίζει το αντικείμενο, ώστε προτού το κτίριο δοθεί σε χρήση, ιδιαίτερα αν το κτίριο προορίζεται για χρήση ως ξενοδοχείο, εστιατόριο που συγκεντρώνει κοινό, πριν ακόμα δοθεί η άδεια για τέτοια χρήση να γίνεται ο έλεγχος για όλες αυτές τις παρεμβάσεις, ώστε να μην συμβαίνουν δυσάρεστα. Γιατί πολλές φορές οι ιδιοκτήτες δαπανούν πολλά χρήματα σε θέματα διακοσμητικά και δευτερευόντως σε θέματα ουσιαστικά, όπως είναι η ενίσχυση του κτιρίου σε θέματα αντισεισμικής προστασίας, τα οποία μετά κοστίζουν πολύ περισσότερο. Υπάρχουν κτίρια που έχουν κηρυχτεί μνημεία όπου η πολιτεία έχει μεγαλύτερη ευθύνη στην προστασία τους και κτίρια που είναι διατηρητέα μεν αλλά η ευθύνη ανήκει στον ιδιοκτήτη του ακινήτου, όποτε αυτός πρέπει να φροντίζει να τα ανακαινίζει. Ο νόμος απαλλάσσει από ΕΦΚΑ όταν ένα κτίριο είναι κηρυγμένο μνημείο και αυτό αποτελεί σημαντική διευκόλυνση. Ο αρχαιολογικός νόμος καθορίζει σαφώς ποιες είναι οι υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη στη διατήρηση του μνημείου και τα μέτρα που θα λάβει και ακολούθως ποιες είναι οι υποχρεώσεις τη πολιτείας. Δεν υπάρχει κενό νόμου όσον αφορά τις ευθύνες. Υπάρχουν προγράμματα σε άλλες χώρες που βοηθούν εκείνους οι οποίοι έχουν διατηρητέα κτίρια, όπως για παράδειγμα στη Ιταλία, ένα πρόγραμμα που βοηθά πολύ γιατί απαλλάσσει από φοροαπαλλαγές».
«Δεν συντηρούμε τα κτίρια μόνο για να είναι οικονομικά βιώσιμα αλλά και γιατί αποτελούν κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς»
Εκτενής αναφορά έγινε στη διάρκεια της χθεσινής ημερίδας στις παρεμβάσεις που γίνονται σε ιστορικά κτίρια με σκοπό αυτά να αξιοποιηθούν εμπορικά, εικόνα η οποία είναι εμφανής το τελευταίο διάστημα στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου. Οι επιστήμονες κρούουν το καμπανάκι επισημαίνοντας ότι θα πρέπει να ακολουθούνται οι ορθές τεχνικές και πρακτικές ώστε να ενισχύεται η στατικότητα του κτιρίου και όχι να δαπανάται το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων στη διακόσμηση με γνώμονα πάντα το κέρδος.
Μεταξύ άλλων ο Μύρων Δρυγιαννάκης, διπλωματούχος πολιτικός μηχανικός, σε σχετικές δηλώσεις του υποστήριξε: «Η παλιά πόλη του Ρεθύμνου είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, όπου έχουμε ένα μεγάλο πλήθος από ιστορικές κατασκευές, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι από την περίοδο της Ενετοκρατίας. Είναι λογικό όταν έχεις μια κατασκευή 500 και άνω χρόνων να παρουσιάζει προβλήματα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μια ιδιαίτερα σεισμογενής χώρα. Επομένως οι κατασκευές αυτές έχουν πάθει ζημιά όλα αυτά τα χρόνια. Η συντήρηση ιστορικών κατασκευών είναι ένα πολύ περίπλοκο πρόβλημα. Οι κατασκευές αυτές δεν έχουν χτιστεί με μια συγκεκριμένη μέθοδο, όπως οι σύγχρονες κατασκευές από σκυρόδεμα, μπετόν ή χάλυβα. Συνεπώς κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και πρέπει κάθε φορά να προσαρμοζόμαστε στο είδος της τεχνοτροπίας που είχαν οι συγκριμένες κατασκευές, στα διαφορετικά υλικά, συνεπώς απαιτεί μια εξειδικευμένη εργασία. Το κόστος για τη συντήρηση μιας ιστορικής κατασκευής είναι σημαντικά μεγαλύτερο από αυτό μιας τυπικής κατασκευής από σκυρόδεμα, κάτι που κάνει την κατάσταση δυσκολότερη. Εκτός όμως από το κόστος τίθεται και ζήτημα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Δεν συντηρούμε αυτά τα κτίρια μόνο για να είναι οικονομικά βιώσιμα, αλλά και γιατί αποτελούν ένα κομμάτι ενός ευρύτερου μνημείου πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως είναι η παλιά πόλη. Ίσως πρέπει να υπάρξουν κάποιες μεγαλύτερες πρωτοβουλίες από την πολιτεία. Η κατάσταση στην παλιά πόλη δεν είναι σε καμιά περίπτωση αποδεκτή, ίσως πρέπει να βρεθούν χρηματοδοτήσεις, μέσω προγραμμάτων, ώστε να υπάρχει μια βοήθεια στους ιδιοκτήτες. Γιατί σήμερα δυστυχώς, η επισκευή επικεντρώνεται μόνο όταν πρόκειται να γίνει εμπορική αξιοποίηση των κτιρίων αυτών».
Από την πλευρά του ο Βασίλης Σιμιτζής, γεωλόγος, υποστήριξε: «Είναι η πολιτιστική μας κληρονομιά την οποία πρέπει να διατηρήσουμε, να συντηρήσουμε, να αναδείξουμε με κάθε τρόπο. Πολλές φορές αυτά τα κτίρια, πολλά εκ των οποίων ανάγονται και στη μινωική εποχή έχουν ανάγκη συντήρησης και προβολής. Ακόμα και νεώτερα κτίρια του περασμένου αιώνα και κτίρια στις αρχές του 20ου αιώνα είναι επικίνδυνα. Πολλές φορές στην πόλη μας «βρέχει» μάρμαρα και πέτρες, μιναρέδες που γκρεμίζονται από την οθωμανική εποχή ακόμα και αν έχουν συντηρηθεί έχουν ανάγκη να προστατευτούν και να συντηρηθούν».
Τα δομικά υλικά του παλιού Ρεθύμνου
Ο κ. Σιμιτζής στην εισήγηση του αναφέρθηκε στα δομικά υλικά τη γεωλογία και τη λιθολογία της πόλης του Ρεθύμνου από τα αρχαία χρόνια όπου οι κατασκευές, όπως είπε, βασίστηκαν σε ντόπια υλικά. Μεταξύ άλλων σε δηλώσεις του ανέφερε: «Το παλιό Ρέθυμνο, όχι μόνο στη βενετσιάνικη και την οθωμανική εποχή, αλλά και τα παλαιότερα χρόνια της ελληνιστικής εποχής έχει χτιστεί με ντόπια υλικά, με υλικά που πελεκήσαμε από τα γειτονικά βουνά και τα λατομεία και τα οποία στήριξαν εν πολλοίς όλες τις κατασκευές και τα μεγάλα συγκροτήματα. Στην ευρύτερη περιοχή του Ρεθύμνου ο ντόπιος ασβεστόλιθος, ο μαργαϊκός ασβεστόλιθος, που κυριαρχεί στο νησί ειδικά στις βόρειες ακτές και τις νότιες φτάνει καμιά φορά σε υψόμετρο 600 μέτρα πάνω από τη θάλασσα -δηλαδή πολύ ψηλά μέχρι και την Κάλυβο, τον Μυλοπόταμο κ.τ.λ. και αυτός ο ασβεστόλιθος υπήρξε στην ουσία υλικό το οποίο χρησιμοποίησαν οι Μινωίτες. Στη Φαιστό και στην Κνωσό έχουν τα ίδια υλικά, αργότερα τα ίδια υλικά τα βλέπουμε στη γεωμετρική εποχή στην Ελεύθερνα από λατομεία, όπου έχουμε μόνο κατασκευές δρόμων ή οικιών αλλά και γλυπτά και στη συνέχεια αυτή η παράδοση συνεχίζεται στον βυζαντινό χρόνο στον μεσαίωνα. Βεβαίως οι Βενετσιάνοι ξαναστήνουν κανονικά και αξιοποιούν σε μεγαλύτερο βαθμό με πολύ σπουδαίες τεχνικές το υλικό αυτό και τα λατομεία και βέβαια στην συνέχεια φτάνουμε μέχρι σήμερα όπου το τσιμέντο βεβαίως έχει εκτοπίσει την πέτρα, όμως έχουμε μια επιστροφή στα βιοκλιματικά κτίρια στα κτίρια που είναι πιο εύκολα να έχουν καλύτερη βιοκλιματική συμπεριφορά των κτιρίων».