Της ΕΛΠΙΔΑΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ
Η διαχείριση του άγχους, του πένθους, της κατάθλιψης και συνολικά η αντιμετώπιση της καθημερινότητας μπορεί να διευκολυνθεί σημαντικά με την κατάλληλη επιστημονική υποστήριξη. Η επίσκεψη σε έναν ψυχολόγο κάθε φορά που το άτομο βιώνει μια δύσκολη κατάσταση την οποία αδυνατεί να διαχειριστεί και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και η οποία τον πιέζει και μπορεί να καταστήσει την καθημερινότητά του από δύσκολη έως ανυπόφορη θεωρείται επιβεβλημένη. Η επίσκεψη ενός ανθρώπου σε ψυχολόγο δεν υποδηλώνει σε καμιά περίπτωση πως αυτός νοσεί ή ότι αντιμετωπίζει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα που τον καθιστούν επικίνδυνο για την κοινωνία. Δυστυχώς μέχρι και σήμερα παραμένει σε αρκετές περιπτώσεις το ταμπού η επίσκεψη σε ψυχολόγους ιδίως σε μικρές κοινωνίες. Η άγνοιά μας απέναντι στους ψυχολόγους και στους ψυχοθεραπευτές, καθώς και η ανεδαφική θεωρία ότι μόνο «οι τρελοί» πάνε σε ψυχολόγο τρομάζουν και οδηγούν σε άρνηση.
Το ταμπού αυτό, το οποίο όπως λένε οι επαγγελματίες υγείας πρέπει επιτέλους να σπάσει και να ξεπεραστεί και οι άνθρωποι κάθε ηλικίας να ζητούν βοήθεια και υποστήριξη κάθε φορά που νιώθουν ότι έχουν ανάγκη. Ο στόχος είναι η ενημέρωση των πολιτών προκειμένου να εμπεδωθεί η σωστή αντίληψη ότι ο ψυχολόγος είναι ένας ειδικός επιστήμονας, που μας βοηθάει, με ειδικές θεραπείες και τεχνικές, να αντιμετωπίσουμε ή να απαλύνουμε ένα πρόβλημα, να αποδεχτούμε ή να αποβάλουμε ένα θέμα που μας βασανίζει.
Όπως τονίζουν οι ψυχολόγοι το ταμπού αυτό μπορεί να σπάσει από στόμα σε στόμα. Εξηγούν ότι εκείνος που θα επισκεφτεί έναν ψυχολόγο θα εξελιχτεί στην συνεχεία ως καλύτερος πληροφοριοδότης σε άλλους πολίτες για την βοήθεια που έλαβε διαβεβαιώνοντας και αποδεικνύοντας ταυτόχρονα το περιβάλλον και τους γύρω του ότι η επαφή του με τον ψυχολόγο δεν συνεπάγεται μια ψυχική νόσο.
Τα παραπάνω επισημάνθηκαν μεταξύ άλλων στην εκδήλωση που διοργάνωσε ο Σύλλογος Ψυχολόγων Ρεθύμνου το απόγευμα της Τετάρτης με θέμα «Σπάζουμε τα ταμπού: Ο ψυχολόγος σήμερα».
Ο σκοπός της εκδήλωσης επί της ουσίας ήταν η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση του ευρύ κοινού γύρω από θέματα ψυχολογίας γενικότερα και γύρω από θέματα ψυχικής υγείας ειδικότερα, ώστε κάτω από τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες των τελευταίων ετών, κάθε πολίτης αρχικά να μην αισθάνεται μόνος του και επιπλέον να γνωρίζει που μπορεί να απευθυνθεί, όταν έχει ανάγκη από βοήθεια.
Η Θεώνη Αθανασοπούλου, πρόεδρος του Συλλόγου Ψυχολόγων Ρεθύμνου, μιλώντας στα «Ρ.Ν.» για την πρωτοβουλία της διοργάνωσης αυτής της εκδήλωσης υποστήριξε ότι ο βασικότερος στόχος ήταν ο κόσμος να γνωρίσει τον σύλλογο και να ενημερωθεί για τις δράσεις και τις υπηρεσίες του. Μεταξύ άλλων ανέφερε: «Αυτό που θέλουμε είναι να γνωριστεί ο κόσμος με τον Σύλλογο Ψυχολόγων, να μάθουν τι μπορεί να προσφέρει ένας ψυχολόγος, να δούμε στα αλήθεια τι μας εμποδίζει να πάμε σε έναν ψυχολόγο. Τα πράγματα σε σχέση με την αντίληψη του κόσμου για τους ψυχολόγους έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια, ο κόσμος είναι περισσότερο ευαισθητοποιημένος αλλά και γιατί εμείς σαν σύλλογος έχουμε φροντίσει να κάνουμε δράσεις ευαισθητοποίησης στο κοινό, στα σχολεία, στις τοπικές κοινότητες για να ενημερώσουμε για κάποια θέματα που αφορούν στη ψυχική υγεία».
Η άγνοια οδηγεί σε λάθος αντιλήψεις
Το βασικότερο πρόβλημα είναι η άγνοια και η κακή πληροφόρηση των πολιτών σε σχέση με τις υπηρεσίες που προσφέρει ένας ψυχολόγος. Η λανθασμένη άποψη που επικρατούσε για πολλά χρόνια και η σύγχυση της ειδικότητας του ψυχολόγου με τον ψυχίατρο αλλά και το γενικότερο ταμπού που δυστυχώς επικρατεί σε κάποιες περιπτώσεις μέχρι και σήμερα σε σχέση με την ψυχική ασθένεια οδηγούν τους πολίτες σε εσωτερικά αδιέξοδα, καθώς υιοθετώντας τέτοιες αντιλήψεις αρνούνται ουσιαστικά τη βοήθεια με ότι αυτό συνεπάγεται για την δική τους ψυχική και συναισθηματική υγεία: «Πολλές φορές φοβόμαστε να πάμε σε ψυχολόγο γιατί κάποιοι συνδυάζουν την επίσκεψη στον ψυχολόγο με την ψυχική ασθένεια. Υπάρχει ένα ταμπού αλλά σιγά σιγά βλέπουμε ότι αυτό σπάει και αυτό είναι στόχος μας».
Η Καίτη Ζαχείλα-Καπελώνη, αντιπρόεδρος του Συλλόγου Ψυχολόγων από την πλευρά της ανέφερε «Σαφώς σήμερα τα πράγματα είναι καλύτερα σε σχέση με το παρελθόν σε ό,τι αφορά το άκουσμα της επίσκεψης σε έναν ψυχολόγο. Ωστόσο εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές ανάλογα με το περιβάλλον. Στο αστικό περιβάλλον είναι πιο εύκολο, στο Ηράκλειο και στην Αθήνα για παράδειγμα τα πράγματα είναι απλά. Σε ένα επαρχιακό περιβάλλον όπως το Ρέθυμνο υπάρχει ακόμα ταμπού. Όμως ο κόσμος που έρχεται στον ψυχολόγο και βοηθιέται είναι στην ουσία ο καλύτερος πληροφοριοδότης στο ότι δεν είναι κάτι σημαντικό-φοβερό, το να πάει κανείς στον ψυχολόγο πρώτον, δεύτερον στο ότι μπορεί να βοηθηθεί και τρίτον τι δεν χρειάζεται αν έχει κάποια ψυχική ασθένεια για να επισκεφτεί τον ψυχολόγο. Άρα λοιπόν κάποιος που πάει σε ψυχολόγο μπορεί εύκολα να μεταδώσει ότι υπάρχουν και άλλοι λόγοι για να επισκεφτεί κανείς το ψυχολόγο. Για παράδειγμα η δυσκολία της καθημερινότητας: όταν φτάνει μια στιγμή που είτε από εξωτερικά αιτία, δηλαδή παράγοντες εξωγενείς -γεγονότα ζωής είτε από εσωτερικά αίτια -εμείς οι ίδιοι μπορεί να μην μπορούμε να βρούμε την γαλήνη μας και τον ρυθμό μας, την ισορροπία μας και να φτάνουμε σε ένα σημείο που να μη μπορούμε να διαχειριστούμε την καθημερινότητά μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε κάποια ψυχική ασθένεια. Μπορεί να είναι κάτι παροδικό -να πιεζόμαστε μια συγκεκριμένη χρονιά ή περίοδο. Άρα το ταμπού μπορεί να σπάσει με την διάδοση του ενός στον άλλο, δηλαδή αυτός που έχει πάει στον ψυχολόγο έχει ξεφοβηθεί κατά κάποιο τρόπο, έχει δει ότι δεν είναι τίποτα, έχει δει ότι έχει βοηθηθεί άρα εκείνος θα το μεταδώσει στους φίλους του και στην οικογένεια. Άρα το ένα είναι η εξάπλωση της πληροφορίας και το άλλο είναι η ενημέρωση, για την οποία ευθύνη έχει ο Σύλλογος Ψυχολόγων και προσπαθούμε να κάνουμε ότι μπορούμε. Για παράδειγμα όταν ο κόσμος ακούει μια διάλεξη για το άγχος και ακούει ότι υπάρχει λύση, ότι υπάρχουν τεχνικές για να αντιμετωπιστούν κάποια θέματα, τότε χαλαρώνει και αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι το πρόβλημά του δεν είναι ανυπέρβλητο, μπορεί να το λύσει και είτε θα απευθυνθεί σε κάποιο ψυχολόγο ή θα καθησυχαστεί ότι δεν έχει κάτι ιδιαίτερο. Άρα έχουμε ένα μερίδιο ως προς την ενημέρωση και οι ίδιοι οι πολίτες όταν βλέπουν ότι υπάρχει δυνατότητα να βοηθηθούν, τότε σιγά σιγά θα σπάσει το ταμπού» και καταλήγοντας είπε: «Θεωρώ ότι την τελευταία δεκαετία υπάρχει μια αλλαγή και έχουν γίνει σημαντικά βήματα» και πρόσθεσε ότι «Ένας ψυχολόγος μπορεί να συνδράμει στην επίλυση των θεμάτων – προβλημάτων της καθημερινότητας, στην απόκτηση της ψυχικής ηρεμίας που έχει διαταραχτεί στην ατομική – προσωπική βελτίωση και βαθύτερη επαφή με τον εαυτό. Ο ψυχολόγος μπορεί να βγάλει από το αδιέξοδο τον άνθρωπο που βρίσκεται σε αδιέξοδο. Άρα ο ψυχολόγος μπορεί να γίνει βοηθός και συνοδοιπόρος του ανθρώπου που έρχεται να ζητήσει βοήθεια».
Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης οι άνθρωποι που επισκεπτόταν τους ψυχολόγους αυξήθηκαν. Άγχος και κατάθλιψη είναι οι βασικότερες αιτίες που οδήγησαν τους πολίτες στα γραφεία των ψυχολόγων «Είναι ένα διασταυρούμενο κύμα και άτομα τα οποία θέλουν να πάνε στον ψυχολόγο, γιατί κάποια στιγμή δεν άντεξαν την καθημερινότητα. Αυτά τα άτομα έχουν αυξηθεί και από την άλλη πλευρά είναι πιο δύσκολη η πρόσβαση στον ψυχολόγο για τον ίδιο λόγο -δηλαδή λόγω του οικονομικού. Μιλάμε για ιδιώτες ψυχολόγους γιατί προφανώς υπάρχουν και οι δημόσιες δομές όπως το Κέντρο Ψυχικής Υγείας, η ψυχιατρική κλινική του Γ.Ν.Ρ. και ο ΟΚΑΝΑ. Τα θέματα του άγχους και της κατάθλιψης και του πένθους -δεν είναι πένθος μόνο όταν χάνω έναν άνθρωπο, αλλά πένθος είναι και όταν χάνω την ελπίδα, τη προοπτική ζωής. Αυτοί οι λόγοι σε περιόδους κρίσης εντείνονται καθώς πολλοί άνθρωποι ξεπερνούν τα όριά τους και λένε ότι δεν μπορούν να το παλέψουν άλλο», ανέφερε η κα Ζαχείλα.
Από την πλευρά της η κα Αθανασοπούλου πρόσθεσε: «Πολλοί θεωρούν ότι είναι ακριβό το κόστος της ψυχοθεραπείας. Τα προβλήματα στη καθημερινότητα μπορούν να αντιμετωπιστούν με συμβουλευτική υποστήριξη από έναν ψυχολόγο. Όταν όμως τα προβλήματα αυτά οδηγούν σε έκπτωση στην κοινωνική μας ζωή και στην λειτουργικότητά μας και νιώθουμε ότι δεν μπορούμε να το διαχειριστούμε τότε είναι απαραίτητο να επισκεπτόμαστε και τον ψυχίατρο και τις περισσότερες φορές είναι καλύτερο να υπάρχει συνεργασία αυτών των ειδικοτήτων» διαχωρίζοντας το πότε κανείς πρέπει να απευθυνθεί σε ψυχολόγο ή σε ψυχίατρο.
Απαραίτητη η παρουσία ψυχολόγων στα σχολεία
Απαραίτητη χαρακτηρίζουν την παρουσία ψυχολόγων στα σχολεία τα μέλη του Συλλόγου Ψυχολόγων Ρεθύμνου. Οι ίδιοι ξεκαθαρίζουν πως αυτό δεν σημαίνει ότι όλα τα παιδιά χρήζουν ψυχολογικής υποστήριξης και βοήθειας, επισημαίνουν ωστόσο ότι στο σχολικό περιβάλλον υπάρχουν πάντα πολλές περιπτώσεις που χρήζουν βοήθειας, καθώς εκεί -στο σχολειό- μεταφέρονται τα προβλήματα και οι αναταραχές που επικρατούν στις οικογένειες και μπορούν να οδηγήσουν το παιδί σε επιθετική στάση ή συμπεριφορά σε απομόνωση, κατάθλιψη κτλ. Χαρακτηριστικά η κα Ζαχείλα, εξήγησε: «Είναι απαραίτητη η παρουσία των σχολικών ψυχολόγων. Καταρχάς ο δάσκαλος δεν είναι υποχρεωμένος να είναι ψυχολόγος αν και σε ένα βαθμό αναγκάζεται να λειτουργήσει σαν τέτοιο. Επίσης υπάρχου θέματα. Δεν είναι η παιδική ηλικία που δημιουργεί τα θέματα. Τα παιδιά κουβαλάνε στο σχολείο την κατάσταση του σπιτιού τους και επειδή δεν υπάρχει σπίτι που να μην έχει θέματα και προβλήματα στην ουσία κουβαλάνε την δυσκολία με την οποία οι γονείς διαχειρίζονται ή όχι τα πράγματα. Άρα στην παιδική ηλικία μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχει διαταραχή ομαλότητας της καθημερινότητας χρειάζεται το παιδί να πάει σε ψυχολόγο. Δεν μπορούμε να πούμε ότι κάθε παιδί χρειάζεται τον ψυχολόγο. Όμως στο σχολείο είναι το σύνολο των παιδιών, άρα σίγουρα κάποια από αυτά χρειάζονται ψυχολόγο, γιατί έχουν την αναταραχή αυτή στο σπίτι τους και επίσης μερικά ειδικά θέματα που αναπτύσσονται ανά ηλικία πρέπει να τυγχάνουν διαχείρισης τη στιγμή που συμβαίνουν. Για παράδειγμα ένα θέμα εκφοβισμού πρέπει να αντιμετωπιστεί εκείνη τη στιγμή ή οι μαθησιακές δυσκολίες ή επιθετικότητα».