Όποτε ακολουθούσα τον παλμό της Μικρασιάτικης ρίζας για να συμπληρώσω ένα αφιέρωμά μου μέρες σαν κι αυτές, ο δρόμος μ’ έβγαζε στη Μαρκέλου.Εκεί με περίμενε ακμαιότατη πάντα η Βασιλεία Καζαβή, η αγέραστη φωνή του ξεριζωμένου ελληνισμού στο Ρέθυμνο.
Πολλές φορές με παρότρυνε και ο ίδιος ο Γιάννης Χαλκιαδάκης:«Δεν πας μέχρι της Βασιλείας να ζωντανέψουμε λίγο την επικαιρότητα;».
Η Βασιλεία Μαρίνου-Καζαβή γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1925. Τη νανούρισε όμως το βαθύ παράπονο της προσφυγιάς. Ακόμα και στις μεγάλες χαρές έσταζε ένα δάκρυ από τα μάτια των βασανισμένων αυτών ανθρώπων. Γιατί έκαναν μια σύγκριση του βίου εκεί στην πατρίδα και της ζωής στο θλιβερό παρόν τους. Πώς να μη στενάξουν «Από της καρδιάς τα φύλλα;».
Ο πατέρας της Βασιλείας, καταγόταν από τα περίχωρα της Σμύρνης και η μητέρα της από τα Βουρλά. Έφτασαν τυχαία στο Ρέθυμνο, με το πλοίο «Πατρίς».
Η οικογένεια Μαρίνου ήταν από τις πιο φτωχές. Το μόνο που περίσσευε στο σπιτικό τους ήταν το φιλότιμο και η πίστη στο Θεό. Κι έτσι πορεύονταν.
Πόσα δεν μου έλεγε για τις Απόκριες η αξέχαστη «φωνή» των Μικρασιατών του Ρεθύμνου.
«Αρχή Τριωδίου, πριν ακόμα ξεκινήσουμε για την εκκλησία και ν’ ακούσουμε το Ευαγγέλιο του Τελώνη και Φαρισαίου, στο τραπέζι είχαν πάρει τη θέση τους επιμελώς σκεπασμένα τα «κουρκουμπίνια». Μικρές μπουκίτσες από αφράτο φύλλο που «κολυμπούσαν» στο σιρόπι. Και στην Εκκλησία – Θεέ μου συχώρα με – ο δαίμονας που προκαλούσε την παιδική μας σκέψη ν’ αμαρτήσει, μας έβαζε συνέχεια στο νου πρώτα εκείνο το πιάτο που περίμενε την επιστροφή μας, αλλά και το μεγάλο καπέλο του «κουδουνάτου» (αρλεκίνου) στο ψιλικατζίδικο της γωνιάς που μας είχαν τάξει από τα Χριστούγεννα.
Με την έναρξη του Τριωδίου, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τα σπίτια με περισσότερη επιμέλεια. Ευώδιαζαν ασβέστη οι αυλές και τα δωμάτια. Γιατί περίμεναν κόσμο. Κέντρα δεν υπήρχαν για διασκέδαση, αλλά και να υπήρχαν που να βρεθούν τα χρήματα για τέτοιες πολυτέλειες. Έτσι ήταν συνήθειο οι οικογενειακές συγκεντρώσεις, πότε εδώ και πότε εκεί».
Η μοναδική αυτή γυναίκα ήξερε πάντα να δίνει χρώμα σε κάθε ρεπορτάζ.
Καθόμαστε κοντά στη σόμπα χωρίς να τολμώ να βάλω την αρχή με ερωτήσεις. Εκείνη ήξερε πάντα καλύτερα να ξετυλίγει το κουβάρι της μνήμης.
Και δεν αργούσε να με γυρίσει σε μια εποχή που οι Απόκριες είχαν και αυτές… ταξικές διαφορές.
Είναι μοιραίο μετά από χαλεπούς καιρούς να προσπαθεί καθένας να ορθοποδήσει με τις δυνάμεις που διαθέτει. Εκείνοι που κατάφεραν περισσότερα, κρατούσαν αποστάσεις ασφαλείας από τον κάθε απλό μεροκαματιάρη και την οικογένειά του.
Καθένας ταλαίπωρος της ζωής ονειρευόταν τη στήριξη ενός τέτοιου ισχυρού, γιατί αυτό που λένε κάθε φτωχός κι η μοίρα του δεν ήταν ποτέ σχήμα λόγου.
Αυτοί λοιπόν οι ισχυροί γιόρταζαν και τις Απόκριες διαφορετικά. Μήνες πριν η κυρία του σπιτιού έπρεπε να παραγγείλει την τουαλέτα της στο Παρίσι παρακαλώ και ο κύριος να έχει έτοιμο φράκο για τους μεγάλους αποκριάτικους χορούς που ήταν και η μόνη τους διασκέδαση.
Μέγα κοινωνικό γεγονός χωρίς αστεία. Στους χορούς αυτούς δεν είχαν θέση παρά μόνον οι γόνοι των μεγάλων αστικών οικογενειών. Ούτε να πλησιάσει δεν τολμούσε ο λαουτζίκος.
Κι ενώ οι καντρίλιες και οι λανσιέδες γέμιζαν την ατμόσφαιρα με την ξεχωριστή τους μελωδία στα στενά της παλιάς πόλης και στις παρυφές του Μασταμπά, άλλα ακούσματα σκορπούσαν το κέφι. Ήταν απλοί άνθρωποι του μόχθου. Διασκέδαζαν με το δικό τους τρόπο.
Αυτά λέγαμε με την κυρία Βασιλεία που ακούραστα μας γύριζε στο παρελθόν.
Η προετοιμασία για την Τσικνοπέμπτη
Από όλες τις συζητήσεις μας αυτή που είχαμε κάνει μια Τσικνοπέμπτη του 2009 αποτελεί κιβωτό μνήμης, για Απόκριες στο Ρέθυμνο με έντονο Μικρασιάτικο χρώμα.
Άκουγα απολαμβάνοντας το σοροπιαστό γλυκό της, που είχε κάνει ειδικά για την περίπτωση και νόμιζα πως ζούσα αυτά που έλεγε με το γνωστό της αφηγηματικό χάρισμα η θεία Βασιλεία.
«Από το Σαββάτο Εύα μου, είχαν ειδοποιηθεί οι οικογένειες να κάνουμε απόκριες μαζί. Έπρεπε να ετοιμάσουμε, γιατί θα ’ρθουνε συγγενείς και φίλοι. Πραγματικά λοιπόν από το Σάββατο το σπίτι μας ήταν έτοιμο, αλλά αυτό που γινότανε πιο μπροστά ήτανε να μας ορμηνέψουνε οι γονείς μας να μην κάνουμε θόρυβο, να μην βγάζουμε γλώσσα, να μην πάμε και είμαστε μπροστά στο τραπέζι, μας έβαζαν από όλα να φάμε σε ένα ιδιαίτερο μέρος. Και αν έφερναν οι μουσαφιρέοι δικά τους παιδιά θελα γίνουμε μαζί με μένα ένα να διασκεδάσουμε. Απαραίτητο ήταν το κρέας, αλλά και οι πίτες όμως οι τυρόπιτες είχαν και αυτές το πρώτο λόγο, μέχρι να ετοιμαστεί το κυρίως φαγητό για το μεσημέρι.
Από βραδύς είχαν ετοιμάσει μεζέδες για το τσιμπολόγημα, όπως κεφτεδάκια, χορταρόπιτες, τυρόπιτες μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό. Όποιος καλεσμένος ήταν καλοδεχούμενος κι από τη γειτονιά, όποιος και να ’ναταν. Είχε πανηγύρι όλος ο κόσμος. Μα φτωχοί μα πλούσιοι. Μην ακούς ότι… υπήρχε φτώχεια υπήρχε, αλλά εκείνη τη μέρα όμως έκανες τα μαλλιά σου φροκαλιά που λένε και έπρεπε να βγάνεις στο τραπέζι σου πλούσιο, ό,τι καλύτερο ό,τι νοικοκυρεμένο, ό,τι πιο καλό».
– Ερχόταν λοιπόν ο κόσμος και καθίζατε στο τραπέζι;
«Βέβαια. Με τα πρώτα κρασάκια έβγαιναν που λες στο κέφι κι άρχιζε η διασκέδαση».
– Είχατε καμιά ορχηστρούλα;
«Που να τη βρούμε καλή μου; Υπήρχαν βέβαια κανά δυο οργανοπαίχτες που έπαιζαν βιολιά και σαντούρια. Αλλά δεν τους πετύχαινες ελεύθερους. Να ξέρεις πως εκείνα τα δύσκολα χρόνια, δεν ήθελε, πιο πολύ βόλευε τον οργανοπαίχτη να κάνει το βολταράκι του από παρέα σε παρέα. Καταλαβαίνεις. Έβγαινε καλό μεροκάματο.
Οι καιροί όμως ήταν δύσκολοι. Θυμάμαι κάποιον που αναγκάστηκε να πουλήσει το σαντούρι του για να μην υποφέρουν τα παιδιά του. Πόσα πέρασε η γενιά μου. Ούτε μπορώ να σου περιγράψω. Αλλά το κεφάλι ήταν πάντα ψηλά. Οκτώ φορές πέφταμε εννιά σηκωνόμαστε».
– Ωραία κι όταν δεν βρίσκατε μουσικό πως γλεντούσατε;
«Ήθελα πάρει ο πιτίδιος άνθρωπος γυναίκα ή άντρας ένα ταψί – ταβά το λέγαμε – και με το ρυθμό παμ παραπαπαμ, ν’ αρχίσει ο καθένας τα τραγούδια. Μικρασιάτικα το πλείστον, αλλά δεν έπαυαν.
– Σε μια συνέντευξη που δώσατε για το «Πολιτιστικό Ρέθυμνο» στην Αναστασία Σακκελαρίδου – Μονιάκη είχατε μιλήσει και για γλέντια, αλλά με στέρηση αγαθών. Πως συνδυάζεται όμως γλέντι με στέρηση;
«Κι όμως Εύα μου, μετρούσε η διάθεση και η καλή καρδιά. Δεν είχες κρέας; Έβανες μερικές ελίτσες στο τηγάνι με κρασάκι κι έτοιμος ο μεζές. Μπορεί να έμπαινε και κάτι άλλο. Η Μικρασιάτισσα ήξερε να κάνει νοστιμιές με τα πιο απλά υλικά. Και χωρίς ποτέ καμιά βαρυγκώμια.
Εννοείται ότι εκείνα τα τραπέζια ακόμα και τα στερημένα δεν ξεστρώνονταν καθόλου. Το πολύ να γίνει ένα διάλειμμα, να πλυθούν τα πρώτα πιάτα και να ξεκινήσει προετοιμασία για το βράδυ».
– Κι αυτό το διάλειμμα πως το εννοείτε;
«Ήταν μια ευκαιρία να παίξουμε ωραία και διασκεδαστικά παιχνίδια. Χωρίς να φύγουν οι μεζέδες, παίρναμε το τραπέζι στην άκρη για να κάνουμε χώρο και αρχίζαμε. Παίζαμε ας πούμε «σαλάτα». Κάναμε δηλαδή ένα κύκλο, αλλά είμαστε γονατιστοί απάνω στο χαλί. Γιατί πάντα οι απόκριες είναι χειμώνα κι ήταν τα χαλιά στρωμένα, να κάνουμε ένα κύκλο και να πούμε εσύ είσαι το μαρούλι, η ντομάτα, ο κάρδαμος, το σκόρδο, η αγκινάρα ό,τι μπαίνει σε μια σαλάτα. Κάποιος μεγάλος έδενε ένα κόμπο σε μία πετσέτα και έπεφτε ο πρώτος και έλεγε, καθώς ήτανε έτσι σκυμμένος «Να σηκωθεί το μαρούλι να πέσει ηηηηηηη ηηη ντομάτα». Αλλά το ηηηη αργούσε να το πει και ο άλλος του ‘δινε με την πετσέτα στην πλάτη. Και πάει λέγοντας. Άλλο τώρα.
Διαλέγανε μια γυναίκα που να σηκώνει τα αστεία. Στρώνανε μια κουρελού και της δένανε τα μάτια. Μετά την έπαιρναν από το χέρι και της ζητούσαν να περάσει από την κουρελού με ανοικτά τα πόδια, για να μην την πατήσει υποτίθεται. Κάτω όμως ήταν ένας άνθρωπος και καταλαβαίνετε το γέλιο που έπεφτε …Ιδιαίτερα όταν η παίχτρια τους έλεγε μετά που της άνοιγαν τα μάτια κι έβλεπε τον άνθρωπο.
«Όφου δε ντρεπόσαστε μωρέ να περνώ από πάνω από τον άνθρωπο». Ή το κάνανε αντίστροφα. Της δένανε τα μάτια και της λέγανε. «Κάτω είναι ένα παιδάκι, είναι ένας άνθρωπος. Πρόσεξε μην τον πατήσεις» Κι αυτή με δεμένα μάτια να ταλαντεύεται, για να μην πατήσει υποτίθεται τον άνθρωπο κι όταν άνοιγε τα μάτια της διαπίστωνε ότι κανένας δεν υπήρχε στην κουρελού. Άλλο γέλιο πάλι εκεί. Μετά έπαιζαν το πώς το τρίβουν το πιπέρι, «Πως το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι». Σ αυτό πάλι ήτανε κάτω ομάδα και λέγανε με τον άγκωνα το τρίβουν, με το πόδι με τη μύτη κ.λ.π. Ύστερα ξέχασα να σου πω το παιχνίδι τις τυφλόμυγες. Δηλαδή καθόντουσαν σε ένα γύρο, γύρω-γύρω πάλι ένα κύκλο άντρες και γυναίκες και κάποιος ήθελα να δέσει μια γυναίκα ή έναν άντρα τα μάτια του και να τον επέρνει από ‘δω να τον εβαστάει έτσι (αγκαζέ), και να τον πηγαίνει έτσι… και να τον καθίζει, και να του λέει…αν ήταν αστείος έλεγε «Όφου μωρέ καλά που κάθομαι». Αυτός του κράταγε τα χέρια για να μην ακουμπούνε να μάθει ποιος είναι κι ήθελα πει «που κάθομαι», ας πούμε στση Βασιλείας, «Αα!!! τη Βασιλεία θες εδά θα πάμε στση Βασιλείας».
Όποιος ήτανε άντρας τον κάθιζε του κάνε χειρονομίες από πίσω τον πείραζε «Μη μωρέ κακομοίρη γιατί δε μπορώ, φτάνει που ‘μαι στραβός και μου κολλάς κιόλας». Λέγανε και τα πειράγματά τους…. Και αν τον έβρισκε του δένανε αυτουνού τα μάτια, δένανε..
Ύστερα ‘θελα αρχίσουνε να λένε «Ελά βρε Χαραλάμπη να σε παντρέψουμε» κι ήτανε αστείοι και κάνανε σκέρτσα. «Τούτου να τη δόκετε εμένα θα μου δώκετε βρε γυναίκα», «Άμε στο διάβολο ψέματα βρε τα λέμε», ήταν ένας και τα πίστεψε μια φορά, του λένε το ‘παμε το τραγούδι «έλα βρε Χαραλάμπη να σε παντρέψουμε», λέει «εμένα μου το λέτε και που θα βρείτε τη γυναίκα να μου τη δώκετε εμένα».
Αυτά έπαιζαν για να ξεκουραστούνε. Έτσι το ξημερώνανε και μετά κατευθείαν για δουλειά.
Καλοδεχούμενοι κι οι μασκαράδες
«Τώρα αν ντυνόντουσαν και μασκέ, οι μασκαράδες ήταν καλοδεχούμενοι, γιατί στην παρέα που είμαστε κάποιος θελα φύγει κρυφά να πάει να ντυθεί μασκαράς να γυρίσει, ή να έρθουν οι γειτόνοι, ευχαρίστως αλλά ξεμουμούρωτοι όμως. Άλλος γινότανε Τούρκος και έκανε το γιαταγάνι φωνάζοντας «Ου θα σας σφάξω θα σας κάνω». Άλλος γινότανε παπάς κι είχε ένα θυμιατήρι… δηλαδή κάνανε διάφορα σκέρτσα και μόνο και μόνο για να πάρει η παρέα και η μέρα μια όψη αποκριάς.
Νοειται πως αυτά επαναλαμβάνονταν την Κυριακή και γινότανε το σώσε από το κέφι.
Έτσι όμορφα περνούσε η Τσικνοπέμπτη. Το βράδυ πάντως όσο κουρασμένοι κι αν ήταν βάζανε το στάρι στο νερό για να κάνουμε τα κόλυβα του Ψυχοσάββατου, ενώ είχανε ξεκινήσει προετοιμασία από την προηγούμενη.
Την Τετάρτη την παραμονή της Τσικνοπέμπτης ήθελε η μαμά μου, να καβουρντίσουμε το αλεύρι για την Παρασκευή να το ‘χομε έτοιμο. Και είχαμε πάντα ένα τηγάνι παλιό. Τι εννοώ παλιό. Δεν τηγανίζαμε διάφορα άλλα πράγματα το ‘χαμε μόνο για αυτές τις ώρες και θα σου πω και παρακάτω που χρειαζότανε το τηγάνι. Να βάλουμε το τηγάνι και το αλεύρι να ‘ρθει το αλεύρι να μοσχομυρίσει να πάρει ένα χρώμα ρόδινο, να το φυλάξομε.
Την Παρασκευή το πρωί έσπευδαν οι νοικοκυρές να σηκωθούνε να πάρουνε εκείνο το ζουμάκι χωρίς να βράσουν το κόλλυβο, το ‘χανε καλά, καλά πλυμμένο και χωρίς να το βράσουν ακόμα παίρνανε το ζουμάκι και το φυλάγανε σε μια κανάτα. Αυτό γινόταν για την περίπτωση που όταν βράζανε το κόλλυβο λειβότανε. Βάζανε εκείνο το νερό που έχει την ίδια γεύση. Μόλις βράζανε τα κόλυβα, πρόσθεταν το ρόδι, τα καρυδάκια, ό,τι είχε καθένας και τα απλώνανε στο τραπέζι να στεγνώσουν. Το ζουμί το λέγανε «Χοσάφι». Βάζανε μέσα σταφίδες αμύγδαλα κοπανισμένα πάντα, καρύδια κι έκαναν ένα χυλό που «έδεναν» με αλεύρι. Ήτανε πιο ωραίο από το χυλό. Την Παρασκευή μετά που απλώνανε πια το στάρι να ετοιμάσουνε το χοσάφι, βάνανε αυτό το αλεύρι και τα διάφορα μυρωδικά μέσα και το φυλάγανε. Το βράζανε καλά, καλά να πιούνε οι επισκέψεις, κι εμείς, αλλά το περισσότερο το φυλάγανε. Δεν είχαμε βέβαια ψυγεία και τα βράζανε βράδυ μόνο και μόνο για να διατηρηθούνε. Το Σαββάτο το πρωί στολίζανε ένα πιατάκι, όχι ποσότητα, ένα πιατάκι κόλλυβα να το πάνε στην εκκλησία με το συχωροχάρτι κι ύστερα να το γυρίσουν από την εκκλησία να μοιράσουν στην γειτονιά και να το φυλάξουνε. Το βράδυ που θα ‘ρθουν οι επισκέψεις να τους βγάλουν από ‘κείνο το κόλλυβο μια κουταλιά. Ή δε το χυλό, αυτό που κάνουμε το χοσάφι το έκαναν κι αυτό και το διατηρούσαν όλο με ζεστά. Δηλαδή το ξαναζέσταναν πάλι.
Η Τσικνοπέμπτη ήτανε για όλους, για όλο τον κόσμο. Το Ψυχοπάρασχο όμως το θυμιάζαμε. Λοιπόν, την Τσικνοπέμπτη μαζευόντουσαν όμως πάλι παρέες που ερχόντουσαν την προηγουμένη Κυριακή, λέγανε «Μωρέ καλά περάσαμε θέτε να ξαναπάμε;», «Όχι να τους πούμε να ‘ρθουνε αυτοί. Και περνούσαμε καλά όπως σου περιέγραψα όσο μπορούσα καλύτερα».
Αξέχαστη μένει η θεία Βασιλεία με τις γοητευτικές αφηγήσεις της. Αν έλειπε, λίγα θα είχαμε να αφηγηθούμε για τα γλέντια της Απόκριας που έκαναν οι Μικρασιάτες σε πείσμα της φτώχειας και των δίσεκτων καιρών.