Μπορεί κάθε βήμα στα άγια χώματα αυτού του νησιού να «σκοντάφτει» σε ιερά λείψανα της Ιστορίας, αλλά αν κοιτάξουμε σε κάθε χωριό όλο και μια σημαντική μορφή θα μας εντυπωσιάσει, στον τομέα δράσης της. Κάποιες μάλιστα ξεπερνούν τα όρια της χώρας. Δυστυχώς όμως τυχαία γεγονότα μας τις αποκαλύπτουν. Κι αισθάνεσαι τότε ένα κύμα ντροπής να σε κατακλύζει. Να περνούν δίπλα σου μορφές που έχουν αφήσει άφωνη τη διεθνή επιστημονική κοινότητα και μην το γνωρίζουν ούτε οι …κοντοχωριανοί τους. Για να δικαιώνεται το απαύγασμα κάθε ερευνητικής μου προσπάθειας ότι δυστυχώς για όλους μας το Ρέθυμνο αγνοεί τον πλούτο των ακριβών του πνευματικών αποκτημάτων και επιτευγμάτων. Και εξαιτίας αυτής της άγνοιας βάζει διαρκώς τον πήχη από τη μετριότητα και κάτω ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 80 και μετά.
Πολλές εκπλήξεις με περιμένουν στα χωριά που ερευνώ.
Ειλικρινά όμως δεν μπορούσα να φανταστώ ότι από τη Δρύμισκο που μελετώ αυτό το διάστημα κατάγεται ο κορυφαίος της Εγκληματολογίας ο κ. Ιάκωβος Φαρσεδάκης.
Είναι ο επιστήμονας που έδωσε μια συνέχεια στο φαινόμενο Γαρδίκας που διδαχτήκαμε και μείναμε εκεί οι περισσότερες γενιές. Ένα από τα μικρότερα σε πληθυσμό χωριά, του νομού μας, η Δρύμισκος, γενέτειρα του αξέχαστου παπα-Μιχάλη Σταυριανάκη, σεμνύνεται και για τον μεγάλο επιστήμονα διεθνούς ακτινοβολίας που αφοσιωμένος στις μελέτες και στις σπουδαίες του εκδόσεις δεν θέλησε ποτέ να προσελκύσει τα φώτα της δημοσιότητας.
Φοιτητές του που τον έζησαν στο Πάντειο Πανεπιστήμιο μιλάνε για ένα φωτεινό πνεύμα, ένα δάσκαλο με την αρετή να δίνει κίνητρα για μελέτη στο μαθητή του, ένα μειλίχιο άνθρωπο που πάντα κινείται με διακριτικότητα, ευγένεια και μεγάλη καλοσύνη, αλλά πάντα κλεισμένο στον εαυτό του.
Ποιος είναι όμως ο Ιάκωβος Φαρσεδάκης που έκανε την Ελλάδα περήφανη στην Ευρώπη και στην Αμερική;
Δρυμισκιανός στην καταγωγή έδειχνε πάντα μια έφεση για γνώση. Ίσως να τον είχε επηρεάσει και το οικογενειακό και ευρύτερα συγγενικό του περιβάλλον. Θείος του ήταν ο σπουδαίος δικηγόρος και πολιτικός Ευστράτιος Φωτάκης, αδελφός της γιαγιάς του.
Όταν πέθανε ο σημαντικός αυτός Ρεθεμνιώτης, ο Ιάκωβος ήταν μόλις 12 ετών. Κι όμως σε τόσο τρυφερή ηλικία ένοιωσε δέος κληρονομώντας μέρος της μεγάλης βιβλιοθήκης του Φωτάκη, που το δέχτηκε ως παραδείσιο δώρο.
Στη βιβλιοθήκη αυτή υπερτερούσαν όπως είναι φυσικό τα εγκληματολογικά βιβλία, σε ξένες κυρίως γλώσσες, που ήταν πάμπολλα. Κι επειδή ο Ιάκωβος είχε από πολύ νωρίς μια σχετική άνεση με τις ξένες γλώσσες, εξ απαλών ονύχων, θα μπορούσε να πει κανείς, άρχισε να μυείται στα της Εγκληματολογίας.
Πώς να μην επηρεαστεί και στραφεί προς την επιστήμη αυτή;
Τα υπόλοιπα ήρθαν μόνα τους.
Δίψα για μεταπτυχιακές σπουδές
Πρώτα σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή και τρίτος με υποτροφία στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε. Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εκτός από τα Νομικά, παρακολούθησε και τα μαθήματα των Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών και μαθήματα διακεκριμένων καθηγητών της Φιλοσοφικής Σχολής.
Η δίψα του για περαιτέρω σπουδές έγινε ακόρεστη. Πρώτος σταθμός των Μεταπτυχιακών του σπουδών ήταν το Στρασβούργο της Γαλλίας, όπου παρακολούθησε τα μαθήματα και έλαβε μέρος στις πρακτικές ασκήσεις και εξετάσεις του Centre Universitaire des Hautes Études Européennes, του Institut de Criminologie, των μεταπτυχιακών προγραμμάτων των Sciences criminelles και Histoire du Droit et des faits sociaux της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου και της Association Internationale pour l΄ Enseignement du Droit Comparé των Πανεπιστημίων του Στρασβούργου και του Άμστερνταμ (Νομική Σχολή του εκεί Ελευθέρου Πανεπιστημίου).
Συμπλήρωσε τις σπουδές του ως επισκέπτης ερευνητής στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ στο Φράιμπουργκ, στη Σχολή Εγκληματολογίας και στο Διεθνές Κέντρο Συγκριτικής Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ.
Η επιστήμη της Εγκληματολογίας συνέχιζε να κεντρίζει το ενδιαφέρον του με τις επηρροές που δέχτηκε από τη διδασκαλία του Κωνσταντίνου Γαρδίκα, και του Jacques Léauté στη Νομική Σχολή του Στρασβούργου όπως και οι έρευνες μαζί του στο Ινστιτούτο Εγκληματολογίας του ίδιου Πανεπιστημίου.
Η συνέχεια ήταν ακόμα πιο σημαντική για το βιογραφικό του.
Μετεκπαιδεύτηκε στην Εγκληματολογία και στις Ποινικές Επιστήμες, στην Ιστορία του Δικαίου και των θεσμών, στις Ευρωπαϊκές σπουδές, στους Διεθνείς Οργανισμούς, στο Συγκριτικό Δίκαιο, στη Φιλοσοφία του Δικαίου και στην Κοινωνιολογία του Δικαίου.
Για τις ανάγκες της διατριβής του παρακολούθησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Στρασβούργου τα προπτυχιακά μαθήματα της Επιγραφικής και της Παπυρολογίας. Έλαβε τρία Μεταπτυχιακά Διπλώματα επιπέδου Master – Diplôme des Hautes Études Européennes (με άριστα), Diplôme d΄ Études Supérieures en Histoire du Droit et des faits sociaux και Diplôme des Études Supérieures de Droit Comparé (με λίαν καλώς), καθώς και τέσσερα ήσσονος τυπικής σημασίας ενδιάμεσα Διπλώματα και Πιστοποιητικά Σπουδών. Υποστήριξε την Κρατική Διδακτορική του Διατριβή στο Δίκαιο στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, όπου του απενεμήθη ο ανώτατος βαθμός «Très Honorable avec Éloge Spécial du Jury».
Ακαδημαϊκή Σταδιοδρομία
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ασχολήθηκε με τη δικηγορία και παράλληλα ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία. Εξελίχθηκε σε Επιμελητή, Επίκουρο Καθηγητή, Αναπληρωτή και Τακτικό Καθηγητή Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Σημαντική ήταν η συμβολή του στην ίδρυση του Τομέα Εγκληματολογίας, του Μεταπτυχιακού Σεμιναρίου Εγκληματολογίας, του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Εγκληματολογίας και του Ευρω-Αμερικανικού μεταπτυχιακού Προγράμματος Εγκληματολογίας.
Για το διδακτικό του έργο, την εν γένει προσφορά του στο Πανεπιστήμιο και για τη συμβολή του στη διεθνή ακτινοβολία του Πανεπιστημίου, του απενεμήθη, με ομόφωνη απόφαση της Συγκλήτου, ο τίτλος του Ομότιμου Καθηγητή καθώς και Τιμητικό Δίπλωμα, ενώ οργανώθηκε στην Αθήνα τριήμερο Διεθνές Συνέδριο. Ακολούθησε η έκδοση Τιμητικού Τόμου με 136 επιστημονικές συμβολές. Παράλληλα δίδαξε για πολλά χρόνια διάφορα εγκληματολογικά μαθήματα στις Αστυνομικές Ακαδημίες της Ελλάδας και της Κύπρου. Για τη συμβολή του αυτή στην εκπαίδευση των αστυνομικών του απονεμήθηκαν ειδικό βραβείο από τον αρμόδιο Υπουργό και πέντε τιμητικές πλακέτες από τις διάφορες Αστυνομικές Σχολές Ελλάδας και Κύπρου. Η ερευνητική του δραστηριότητα επεκτάθηκε με την πάροδο του χρόνου σε πολλούς τομείς. Κυριολεκτικά αφιερώθηκε στην Επιστήμη της Εγκληματολογίας, στην οποία δεν άφησε ανεξερεύνητο σχεδόν κανένα κύριο τομέα της. Εκείνο που τον χαρακτηρίζει είναι η ιστορική και συγκριτική προσέγγιση όλων των ζητημάτων που απασχολούν την Εγκληματολογία. Η σύνθεσή του για την εξέλιξη της εγκληματολογικής σκέψης είναι κλασική.
Πρωτοπόρος η Ελλάς στην Εγκληματολογία
Ο ίδιος αποκαλύπτει τις βαθιές ρίζες της επιστήμης του στο ακαδημαϊκό γίγνεσθαι αναφέροντας σε συνέντευξή του πως η χώρα μας ήταν κάποτε πρωτοπόρος στη διδασκαλία της Εγκληματολογίας, κυρίως λόγω του αειμνήστου Κωνσταντίνου Γαρδίκα. Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος επισκέφθηκε ως Πρωθυπουργός το 1929 την Ελβετία του γνώρισαν τον Γαρδίκα, διαπρέποντα Υφηγητή (όχι Εγκληματολογίας) στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, ένα εκ των τότε αποκαλουμένων τεσσάρων «σοφών» που είχαν συντάξει το 1923 το Καταστατικό της μετέπειτα αποκληθείσας Ιντερπόλ. Μόλις επέστρεψε στην Ελλάδα ο Βενιζέλος, (μετά από εισήγηση του συνοδεύοντος αυτόν παλαιού του φίλου από την εποχή του Θερίσου και την ίδρυση του Κόμματος των Φιλελευθέρων, γερουσιαστή και εγκρίτου ποινικολόγου και εγκληματολόγου, στον οποίο οφείλουμε την μονογραφία «Η εγκληματούσα γυναίκα» του εκδοτικού οίκου Ελευθερουδάκη», την μετάφραση του σημαντικού για την εποχή του έργου του Guilhermet «Το εγκληματικό περιβάλλον» του ίδιου εκδοτικού οίκου, την προετοιμασία και σύνταξη της Εισηγητικής Έκθεσης στην Γερουσία για τα «Παιδικά Δικαστήρια», κ.α Ευστρατίου Φωτάκη), ίδρυσε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ειδική Έδρα Εγκληματολογίας και λίγο αργότερα το 1932 στο Πάντειο (όπου ο Φωτάκης ήταν Μέλος της πρώτης εξαμελούς Διοικούσας Επιτροπής) αντίστοιχη Έδρα «Ανακριτικής και Εγκληματολογίας» με πρώτο Καθηγητή τον Κωνσταντίνο Γαρδίκα. Εκείνη την εποχή μόνο το Βέλγιο διέθετε ξεχωριστή Έδρα Εγκληματολογίας. Όλες οι άλλες χώρες, που στη συνέχεια μας προσπέρασαν και ίδρυσαν Σχολές Εγκληματολογίας, Ινστιτούτα Εγκληματολογίας κλπ., μόνο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο προχώρησαν σε κάτι τέτοιο.
Διατυπώνει δική του άποψη πάνω στο εγκληματικό φαινόμενο
Η συνεχής συμμετοχή του Ιάκωβου Φαρσεδάκη σε διεθνή συνέδρια και επιστημονικές οργανώσεις, κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια, μαζί με τις σημαντικές προσωπικές του έρευνες και τη συστηματική μελέτη της διεθνούς βιβλιογραφίας, τον οδήγησαν στην αποκρυστάλλωση μιας δικής του, συγκεκριμένης και απλής, άποψης πάνω στο εγκληματικό φαινόμενο, όπως αναπτύσσεται στη διδασκαλία του και εκτίθεται, κατά τρόπο υποδειγματικά συνθετικό και λιτό, στα συγγράμματά του. Κατά τον Ιάκωβο Φαρσεδάκη, αντικείμενο της επιστήμης της Εγκληματολογίας είναι η μελέτη του συνόλου εγκληματικού φαινομένου. Ως εγκληματικού φαινομένου νοουμένου αυτού που παρατηρείται σε κάθε οργανωμένη κοινωνία διαχρονικά, της θέσπισης, δηλαδή, κανόνων δικαίου απαγορευτικών συγκεκριμένων θεωρούμενων ως βλαπτικών για την κοινότητα ανθρωπίνων συμπεριφορών, την παραβίαση από ορισμένους αυτών των απαγορεύσεων και την τιμώρησή τους γι’ αυτό. Το περιεχόμενο αυτών των τριών στοιχείων που συνθέτουν το εγκληματικό φαινόμενο -κανόνας δικαίου, παράβαση, κύρωση- μπορεί να διαφέρει από τόπο σε τόπο και από χρόνο σε χρόνο -και πράγματι διαφέρει, ανάλογα με τις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες- όμως, το φαινόμενο ως τέτοιο παραμένει. Ο ορισμός κατ’ αυτόν τον τρόπο του αντικειμένου της Εγκληματολογίας επιλύει τη σύγκρουση μεταξύ της Εγκληματολογίας του περάσματος στην πράξη και της Εγκληματολογίας της κοινωνικής αντίδρασης, αφού δεν πρόκειται, για τον Ιάκωβο Φαρσεδάκη, παρά για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και αίρονται τα γνωστά αδιέξοδα που ταλανίζουν χρόνια την εγκληματολογική θεωρία και παρεμποδίζουν τη σωστή σχεδίαση των εμπειρικών ερευνών.
Συνεπής προς τη διδασκαλία του αναμίχθηκε ενεργά στην πρόληψη του εγκλήματος, ως Πρόεδρος Τοπικού Συμβουλίου Πρόληψης της παραβατικότητας των ανηλίκων και ως οργανωτής και Πρόεδρος της πρώτης στη χώρα μας Υπηρεσίας Κοινωνικής Διαμεσολάβησης σε τοπικό επίπεδο. Ανυπολόγιστη είναι η συμβολή του Ιάκωβου Φαρσεδάκη και στη μελέτη του αρχαίου ελληνικού ποινικού δικαίου και των ποινικών θεσμών γενικότερα, όπως τα παρουσίασε στα συγγράμματά του, αλλά και τα δίδαξε τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε πολλά και σπουδαία Πανεπιστήμια του εξωτερικού, σε Αμερική και Ευρώπη. Αυτή η συνοπτική αναφορά στην επιστημονική πορεία του Ιάκωβου Φαρσεδάκη μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τη συμβολή του στην εξέλιξη της εγκληματολογικής σκέψης, αλλά και τη μεγάλη απήχησή του στους νέους εγκληματολόγους. Δώδεκα από τους διδάκτορές του κοσμούν ως διδάσκοντες διαφόρων βαθμίδων γνωστά Πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Αλλά και τη διεθνή του αναγνώριση: από τον Επίτιμο Πρόεδρο της Διεθνούς Εταιρείας Εγκληματολογίας και ιδρυτή της μεγαλύτερης Σχολής Εγκληματολογίας στον κόσμο, αυτής του Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ Ομότιμο Καθηγητή Denis Szabo, χαρακτηρίσθηκε ως «ο μεγαλύτερος σύγχρονος Έλληνας εγκληματολόγος, ο νέος Γαρδίκας», ενώ ο Πρόεδρος του Διεθνούς Ποινικού και Σωφρονιστικού Ιδρύματος των Ηνωμένων Εθνών, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης, Georges Kellens αναγνωρίζει πως «ο Ιάκωβος Φαρσεδάκης αποτελεί ένα μεγάλο όνομα στην Εγκληματολογία».
Πραγματογνώμων, για θέματα της κύριας επιστημονικής του αρμοδιότητας, του ΟΗΕ, του Συμβουλίου της Ευρώπης, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ελληνικής Βουλής και ελληνικών και κυπριακών κυβερνήσεων, Πρόεδρος και Μέλος Νομοπαρασκευαστικών Επιτροπών, Μέλος πολλών Διοικητικών Συμβουλίων επιστημονικών εταιριών ελληνικών και ξένων επί σειράν ετών, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Εγκληματολογίας, ιδρυτής και διευθυντής των επιστημονικών περιοδικών «Ελληνική Επιθεώρηση Εγκληματολογίας», «Ποινική Δικαιοσύνη» και «Εγκληματολογία» και μέλος των συντακτικών επιτροπών άλλων επτά ελληνικών και ξένων επιστημονικών περιοδικών, διευθυντής των επιστημονικών σειρών «Βιβλιοθήκη Εγκληματολογίας», «Βιβλιοθήκη Ποινικής Δικαιοσύνης», «Τετράδια Εγκληματολογίας», συντάκτης των Εγκυκλοπαιδειών «Πάπυρος – Larousse – Brittanica» και «Ελληνική Εκπαιδευτική Εγκυκλοπαίδεια», της «Ελληνικής Νομολογίας» και διευθυντής της «Ποινικής Νομολογίας του Αρείου Πάγου», συγγραφέας, είτε μόνος, είτε σε συνεργασία, 23 βιβλίων και άνω των 100 επιστημονικών άρθρων, σε ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά επιστημονικά περιοδικά, σε τιμητικούς τόμους και σε εκδόσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου της Ευρώπης, έχει λάβει, κατά καιρούς πολλές τιμητικές διακρίσεις. Μεταξύ αυτών και του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, διότι ο Ιάκωβος Φαρσεδάκης ολοκλήρωσε την Πανεπιστημιακή του Σταδιοδρομία, αναλαμβάνοντας ως Πρόεδρος το 2010 να μεριμνήσει, με βάση τις εμπειρίες που ήδη διέθετε, για την ίδρυση, οργάνωση και στελέχωση με Διδακτικό Ερευνητικό Προσωπικό του Νομικού Τμήματος του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου και για τη μετεξέλιξή του, με απόφαση του υπουργείου Παιδείας Κύπρου, σε μονοτμηματική Νομική Σχολή, στην οποία ο Τιμώμενος διετέλεσε πρώτος Κοσμήτορας.
Το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου του απένειμε στις 30 Ιουνίου 2016 «Special Honorary Award» και, μετά από ομόφωνη απόφαση της Νομικής Σχολής, αποφάσισε να τιμήσει τον αποχωρήσαντα Κοσμήτορα με την οργάνωση μιας επιστημονικής Διημερίδας, με συμμετοχή αποκλειστικώς των διδασκόντων της, και την έκδοση των Πρακτικών της υπό τη μορφή του ανά χείρας Τιμητικού Τόμου. Κατ’ ευτυχή συγκυρία, κατά τον χρόνο της αποχώρησής του το 2016, του απονεμήθηκε από την εδρεύουσα στη Γενεύη Διεθνή Ένωση Εγκληματολόγων AICLF η κορυφαία παγκοσμίως διάκριση στις κοινωνικές επιστήμες, το «Βραβείο Beaumont – Tocqueville», για τη συνολική συμβολή του σε παγκόσμιο επίπεδο στην εξέλιξη της επιστήμης της Εγκληματολογίας.
Αυτό το σημαντικό επιστήμονα διεθνούς ακτινοβολίας θα τον τιμήσει άραγε κάποτε ο τόπος του; Μάλλον πως ο Δήμος Αγίου Βασιλείου θα πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλία.
Πηγές:
Από δημοσιεύματα στο διαδίκτυο και συνεντεύξεις του επιφανούς καθηγητή σε επιστημονικά περιοδικά.