Σε αντίθεση με τους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων, οι επιστήμονες δεν έχουν λόγο να μην αποκαλύπτουν τις υποθέσεις τους αλλά και τα γενικά συμπεράσματά τους από την αρχή. Τουναντίον. Ας ξεκαθαρίσω λοιπόν εξαρχής τη θέση μου ως προς την έντονη αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για την αναγόρευση του Καθηγητή κ. Ρίχτερ. Κάκιστα έγινε όπως έγινε, εν μέσω κατάληψης στο πανεπιστήμιο και με παραβίαση κάθε διαδικαστικής νόρμας. Ας μου επιτραπεί να θυμίσω ότι, μια ημέρα πριν το ατόπημα με την ανακήρυξη εν μέσω κατάληψης, είχα επισημάνει από την τηλεόραση ότι η τελετή θα έπρεπε να αναβληθεί. Δυστυχώς δεν εισακούστηκα. Αλλά επίσης -όπως θα επιχειρηματολογήσω χωρίς τις υπερβολές και τους χαρακτηρισμούς που διαβάζω αυτές τις ημέρες- κακώς αποφασίστηκε εξ αρχής η απόδοση της τιμής αυτής.
Η αναγόρευση ενός επίτιμου διδάκτορα αποτελεί την ύψιστη τιμή που μπορεί να αποδώσει ένα ακαδημαϊκό ίδρυμα σε ένα πρόσωπο. Σημαίνει αποδοχή της κορυφαίας σημασίας του τιμώμενου για την επιστήμη ή τις τέχνες αλλά και συμπόρευση, αν όχι και ταύτιση, με τις βασικές, έστω, αξιολογικές αρχές του προσώπου. Προ ετών η Οξφόρδη έσπασε την εθιμική παράδοση ανακήρυξης των αποφοίτων της που έφταναν στο αξίωμα του πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου, επειδή οι καθηγητές της αποφάσισαν, με μεγάλη πλειοψηφία, ότι οι πολιτικές και οι αξίες της πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ (η οποία ήταν απόφοιτος του διακεκριμένου πανεπιστημίου) με τις μεγάλες περικοπές στην παιδεία που εφάρμοζε, εναντιώνονταν στις αξίες του ιδρύματος. Σωστή ή λανθασμένη, η απόφαση καθρεφτίζει τη σημασία της αναγόρευσης ενός ατόμου σε επίτιμο διδάκτορα ενός ακαδημαϊκού ιδρύματος. Προφανώς ένα άλλο πανεπιστήμιο μπορεί να σταθμίσει την αξία του τιμωμένου σε σχέση με τις δικές του παραδόσεις και να αποφασίσει διαφορετικά. Εδώ πια μπαίνουμε στο θέμα μας.
Ο Καθηγητής κ. Ρίχτερ είναι ένας αρκετά γνωστός ιστορικός, ο οποίος έχει ασχοληθεί συστηματικά με την ελληνική και την κυπριακή ιστορία. Προ ετών, πριν την έκδοση του επίμαχου βιβλίου στο οποίο θα επανέλθω, είχε τιμηθεί από την προεδρία της Ελληνικής Δημοκρατίας. Το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης, μετά από πρωτοβουλία και εισήγηση μέλους του που υπήρξε φοιτητής του κ. Ρίχτερ, αποφάσισε να τον τιμήσει. Σε ό,τι με αφορά, ούτε είχα διαβάσει το επίμαχο βιβλίο ούτε είχα υπόψη την έντονη και ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχε ξεκινήσει με αφορμή την παρουσίαση του συγκεκριμένου βιβλίου στο Ηράκλειο. Στη Συνέλευση πάντως των καθηγητών ουδέποτε ενημερωθήκαμε σχετικά. Οι άνθρωποι -όλοι οι άνθρωποι- κάνουμε λάθη. Όμως η επιμονή και μάλιστα η πραγματοποίηση της εκδήλωσης με τον τρόπο που έγινε αποτελούν ολισθήματα άλλου επιπέδου.
Ας επικεντρωθούμε στο επίμαχο βιβλίο, το οποίο ξεκίνησα να διαβάζω μόλις την προηγούμενη εβδομάδα. Δεν είμαι ιστορικός, δεν είμαι ειδικός στην ελληνική ή την κρητική ιστορία ούτε στην ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά ως πολιτικός επιστήμονας και διεθνολόγος έχω σχηματίσει άποψη γι’ αυτό που διάβασα.
Έννοια κλειδί εν προκειμένω, ο επιστημονικός αναθεωρητισμός. Ο αναθεωρητισμός μπορεί να παρουσιάζει επιστημονικό ενδιαφέρον, μπορεί να είναι πολιτικά χρήσιμος / εργαλειακός, μπορεί να είναι αποκαλυπτικός ή απλά προκλητικός. Ο Καθηγητής Ρίχτερ με το επίμαχο βιβλίο του («Επιχείρηση Ερμής: Η Κατάκτηση της Νήσου Κρήτης τον Μάϊο 1941») ισορροπεί με επαγγελματισμό αλλά όχι πάντοτε με επιτυχία ανάμεσα στις πιο πάνω διαστάσεις του αναθεωρητισμού. Πάντως για αναθεωρητισμό πρόκειται, χωρίς αμφιβολία. Σε τρία επίπεδα. Ας τα δούμε συνοπτικά.
Πρώτον, η αμφισβήτηση της στρατηγικής σημασίας της «κατάκτησης της Κρήτης» έρχεται σε αντίθεση με κάποιες αλλά σίγουρα όχι όλες τις επιστημονικές απόψεις επί του θέματος. Ορισμένοι αναλυτές συγκλίνουν από παλαιότερα στην άποψη ότι η αξία της «κατάκτησης» είχε υπερεκτιμηθεί, αλλά από αρκετά διαφορετική οπτική γωνία: συνοψίζουν τη σχετική συζήτηση θεωρώντας ότι τελικώς η Κρήτη δεν διαδραμάτισε τον ρόλο που ονειρευόταν ο Χίτλερ, διότι αφενός οι απώλειες ήταν τρομακτικές και αποθάρρυναν άλλα σχέδια εισβολής με αερομεταφερόμενες μονάδες (σχέδια που είχε εισηγηθεί ο στρατηγός Στούντεντ στον Χίτλερ και ως προς τα οποία η επιχείρηση στην Κρήτη θα λειτουργούσε ως υπόδειγμα) και αφετέρου ο ίδιος ο Χίτλερ δεν είχε μια σφαιρική μεσογειακή στρατηγική, η εξέλιξη του πολέμου επικεντρώθηκε σε άλλα μέτωπα, κυρίως την Ρωσία, ενώ η Κρήτη αφέθηκε απλώς να μαραζώνει υπό κατοχή. Συγγραφείς διαφορετικοί μεταξύ τους, όπως (μεταξύ άλλων) ο John Spencer, ο Basil Liddell Hart, ο Antony Beevor και ο David Thomas έχουν αναλύσει τις πτυχές από διαφορετικές γωνίες, έτσι ώστε οι εκπλήξεις σε αυτό το πεδίο είναι περιορισμένες. Υπάρχει όμως συναίνεση μεταξύ των περισσότερων αναλυτών (που δεν διαγκωνίζονται να κατακτήσουν θέσεις στον αγώνα του αναθεωρητισμού) ότι μετά από μια σειρά από σχετικά εύκολες νίκες στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, η πεισματική και ηρωική αντίσταση στην Κρήτη και οι τρομερές απώλειες που υπέστησαν οι ελίτ μονάδες των αλεξιπτωτιστών σόκαραν τον Χίτλερ. Στην πραγματικότητα, η «κατάκτηση της Κρήτης» (όπως την ονομάζει ο κ. Ρίχτερ) έγινε με τρομερό τίμημα.
Το δεύτερο επίπεδο του αναθεωρητισμού -και το πλέον προκλητικό για κάθε Έλληνα, πόσω μάλλον Κρητικό- είναι η διαφαινόμενη σχετικοποίηση των εγκλημάτων πολέμου που διέπραξαν τα στρατεύματα του Τρίτου Ράιχ. Με δυο λόγια, η λογική του συγγραφέα είναι ότι το ανηλεές και πέραν του δικαίου του πολέμου κινούμενο κρητικό αντάρτικο εξώθησε τους εισβολείς σε αποκτήνωση. Οι οποίοι εισβολείς ήταν, στην πλειοψηφία τους, επίλεκτες μονάδες διαπνεόμενες από έναν «ιδεαλισμό». Είναι τόσο απαράδεκτη η σύνδεση της κτηνωδίας του επιτιθέμενου και του κατακτητή με την οργή του αμυνόμενου που ο ιστορικός εδώ χάνει την συμπάθεια κάθε στοιχειωδώς αντικειμενικού αναγνώστη. Πόσω μάλλον του Έλληνα, πόσω μάλλον του Κρητικού.
Αλλά υπάρχει κι ένα τρίτο επίπεδο, το οποίο για εμένα παρουσιάζει επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον και συνδέεται ευθέως με τη σημερινή Γερμανία και την εξελισσόμενη πολιτική κουλτούρα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Αναφέρεται στη διστακτική αναβάπτιση της γερμανικής στρατιωτικής διάστασης και την (κατά το δυνατόν) αποδέσμευσή της από τα βαρίδια του ολοκληρωτικού παρελθόντος και από το ναζιστικό επικαθορισμό. Έχει διασωθεί κάτι από την στιγματισμένη γερμανική στρατιωτική τιμή; Καθώς η ενωμένη Γερμανία επιχειρεί, στις ημέρες μας, να βρει ένα νέο βηματισμό, πάντα στο πλαίσιο της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, αυτό το επίπεδο του αναθεωρητισμού δεν είναι ούτε προς έκπληξη ούτε πάντα προς ψόγο. Άλλωστε το ίδιο το ΝΑΤΟ ασκεί πιέσεις στη Γερμανία για μια στρατιωτική – συμμαχική παρουσία που θα είναι περισσότερο αντίστοιχη στο οικονομικό μέγεθος της χώρας (burden sharing). Έχω κατ’ επανάληψη διαφωνήσει με τις άκριτες φωνές που παραβλέπουν τον γνήσιο πλουραλισμό των εσωτερικών συζητήσεων στη σημερινή Γερμανία. Αλλά εδώ κάπου σταματά η κατανόηση για την προσέγγιση του Καθηγητή κ. Ρίχτερ. Διότι υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί τρόποι για την αναβάπτιση των πτυχών εκείνων της λειτουργίας της Βέρμαχτ που ενδεχομένως -ας το δεχτούμε- δεν στιγμάτισαν ανεξίτηλα την γερμανική στρατιωτική τιμή. Ας μην ξεχνάμε ότι υπήρξαν λαμπροί αξιωματικοί της Βέρμαχτ που αντιτάχθηκαν στο ναζιστικό παραλογισμό και αρκετοί το πλήρωσαν με τη ζωή τους.
Ο κ. Ρίχτερ μπορεί, ενδεχομένως, να θέλει να εξισορροπήσει τις απόψεις ορισμένων αγγλόφωνων συγγραφέων, όπως ο Alan Clark, οι οποίοι παρουσιάζουν τους Γερμανούς στρατιωτικούς περίπου ως αποχαυνωμένα κτήνη στο σύνολό τους και τους συμμάχους περίπου ημίθεους, επίσης στο σύνολό τους. Στην περίπτωση μάλιστα της Μάχης της Κρήτης, όπως είθισται να λέγεται από όλους εμάς στη συμμαχική πλευρά, οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν (πριν και άσχετα από το πόνημα του κ. Ρίχτερ) ότι από άποψη τεχνικής και τακτικής, ο γερμανός στρατηγός Στούντεντ αποδείχθηκε ικανότερος στρατιωτικός ηγέτης από τον συμμαχικό Φράιμπεργκ. Όλα αυτά είναι υπό συζήτηση. Το πρόβλημα είναι ότι ο αναθεωρητισμός του κ. Ρίχτερ αγγίζει και ζητήματα για τα οποία ειλικρινώς δεν θα μπορούσα να φανταστώ, πριν διαβάσω το επίμαχο βιβλίο, ότι θα έμπαιναν σε αυτή τη βάση, ότι θα ζυγιζόταν σε αυτή τη ζυγαριά. Δεν είναι δυνατό να σχετικοποιούμε, προσεκτικά έστω, τις εκτελέσεις αμάχων ούτε να εξισορροπείται η «κτηνωδία» επιτεθέμενου και αμυνόμενου, κατακτητή και θύματος. Αλλά ακόμη κι αν ήταν δυνατό, για κάποιον μυστηριώδη λόγο, να αποδεχτούμε τέτοιους ακροβατισμούς, θα ήταν της Κρήτης το ακαδημαϊκό ίδρυμα το κατάλληλο όχημα για την απόδοση τιμής στον κ. Ρίχτερ; Θα ήταν μήπως -αν υπήρχε- ένα ίδρυμα με έδρα το Δίστομο το κατάλληλο όχημα; Η κοινή λογική απαντά πως όχι, προφανώς όχι.
Εν κατακλείδι. Η απόφαση του Τμήματος αποκαλύπτει, κατ’ ελάχιστο, έλλειψη γνώσης (για κάποιους από εμάς) και έλλειψη ευαισθησίας (για κάποιους άλλους) απέναντι στην Κρήτη, τους ανθρώπους της και τα βιώματά τους. Αλλά η επιμονή στην αναγόρευση εν μέσω κατάληψης στον «κλειστό» Γάλλο, αφού η τελετή ματαιώθηκε λόγω διαμαρτυριών στη δημοσιότητα της πόλης, δείχνει ασυγχώρητη αλαζονεία και αποτελεί απρέπεια. Ενόψει της αναλυτικής και εξαιρετικά ενδιαφέρουσας παρέμβασης του Στρατηγού κ. Παραγιουδάκη και της όλης συζήτησης που προκλήθηκε αναφορικά με το συγκεκριμένο βιβλίο -ένα βιβλίο που δεν είχε απασχολήσει το τμήμα αλλά που αφορά άμεσα την Κρήτη και την ιστορία της- η αναγόρευση θα έπρεπε να είχε αναβληθεί, ώστε το ζήτημα να συζητηθεί πολύ αναλυτικά, διεξοδικά και με νηφαλιότητα.
Ας σταματήσουμε να δημιουργούμε εντυπώσεις. Δεν πρόκειται ούτε για αμφισβήτηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας ούτε για «σκοταδισμό» κάποιων στρατιωτικών. Ουδείς εμπόδισε -και ουδείς θα εμποδίσει στο μέλλον- τον Καθηγητή κ. Ρίχτερ να αναπτύξει εδώ τις απόψεις του. Η αναγόρευση όμως σε επίτιμο διδάκτορα, αυτή η εξαιρετική τιμή, που συνδέει διά βίου το ίδρυμα με τον κατ’ εξαίρεση έτσι τιμώμενο, αποτελεί κάτι εντελώς διαφορετικό. Και κάτι ακόμη. Τέτοιες προκλητικές αστοχίες βλάπτουν, πάντως σίγουρα τελικά δεν ωφελούν, την ίδια την συμφιλίωση των Ευρωπαίων και -ειδικότερα- την περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεών μας με τη φίλη και σύμμαχο, σήμερα, Γερμανία. Η οποία είναι φορέας (και) μιας πολιτισμικής παράδοσης αξιοζήλευτης και ανθρωπιστικής, πολύ διαφορετικής από εκείνη που πρέσβευαν οι «ιππότες» (!) των εισβολέων – αλεξιπτωτιστών που γρήγορα μετατράπηκαν σε σφαγείς αμάχων.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής
και διευθυντής του Κέντρου Πολιτικής Έρευνας και Τεκμηρίωσης (ΚΕΠΕΤ),
Πανεπιστήμιο Κρήτης