Την προκαλούσε η μαγιάτικη μέρα να κάνει τη βολτίτσα της μέχρι το «μάρκετ» της γειτονιάς. Πήρε λοιπόν το μπαστούνι στο ένα χέρι η γριούλα των πολλών Μαΐων και στο άλλο κράτησε τυλιγμένο σε μια χαρτοπετσέτα το χαρτονόμισμα των 20 ευρώ και ξεκίνησε. Περπατούσε με αστάθεια, αλλά επίμονα. Το πρόσωπό της έπαιζεν με τις ηλιαχτίδες και τα γεροντικά μάτια καμάρωναν την πρασινάδα στους κήπους της μικρής πολιτείας.
Κείνην την ώρα ο δρόμος ήταν σχεδόν έρημος, μόνον στο χωματένιο πεζοδρόμιο της μισοτελειωμένης οικοδομής μια λεπτή γυναίκα με χαμηλοδεμένο το μαντήλι στο κεφάλι έκοβεν ταχύτατα τα θεριεμένα ραδίκια. Ευκαιρία και για τις δύο γυναίκες να ανταλλάξουν ζεστές κουβεντούλες. Παιδί μου, έχεις ζώα και τους μαζεύεις αυτά τα χόρτα; Όχι, απάντησε σεβάσμια η άλλη. Όχι, θα τα μαγειρέψω. Βλέπετε η ανεργία, η ανέχεια δεν επιτρέπουν να ‘μαστε επιλεκτικοί. Θα φάμεν και τα πέντε μέλη της οικογένειας. Η γριά παρατήρησε ξανά, δες που είναι φυτρωμένα; Στις κοπριές των αδέσποτων ζώων. Η χαμογελαστή απάντηση καθησύχασε. Τα πλένω καλά και βράζουν αρκετά. Έτσι με πατάτες τηγανιτές ακόμη και τα τρία μας παιδιά, ας είναι λίγο πικροί τα απολαμβάνουν. Κάποιες φορές και με ένα αβγουλάκι… Γι’ αυτό μην ανησυχείτε. Το είπε τούτο τόσο χαϊδευτικά που δε συγκράτησαν και τα δικά της δάκρυα. Δυο ζευγάρια μάτια έκλαιγαν στη δυστυχία των καιρών. Και να ‘ταν τα μοναδικά;…
Τα γυαλιά της πρεσβυωπίας θάμπωναν και αναζήτησε η απόμαχη της ζωής την πετσέτα που ‘χε τυλιγμένο το εικοσάρικο, αλλά το παιχνιδιάρικα αεράκι το σήκωσε ψηλά κι έγινεν άφαντο… Η τρομάρα της δύσμοιρης έβγαλε μόνο μια κραυγή, ευτυχώς πρόλαβεν η «ραδικού» και την άρπαξε να μη σωριαστεί και θρυμματιστεί το ντελικάτο της κορμί. Σαν την κάθισε άρχισε το γοερό μοιρολόι για το θησαυρό της… Δεν είχε άλλο νόμισμα από την πενιχρή σύνταξη κι ο Μάης είχε ακόμη κάμποσες μέρες για να εκπνεύσει… Η πονόψυχη ξέχασε πόσο μετρούσε γι’ αυτήν ο χρόνος κι άρχισε το ψάξιμο του νομίσματος… Ξαφνικά ακούστηκε η φωνή του θριάμβου. Το βρήκα, μην κλαίτε άλλο. Φίλησε το χέρι που της το παράδωκε και το στόμα διαβεβαίωνε, τα δέκα είναι δικά σου, θυγατέρα μου. Αποκλείεται να τα δεχτώ. Συγχωρέστε με που πρέπει αμέσως να φύγω, γιατί τα παιδιά σε λίγο σχολάζουν κι εγώ είμαι ακόμη εδώ… Φιλήθηκαν σαν μάνα με κόρη με βουρκωμένα τα μάτια και δεν πρόσεξαν πως το συγκινητικό «σενάριο» κατέγραφε μια «πεζογράφος», ενώ μουρμούριζε: Περήφανε Λαέ με τις αξίες και τα όνειρα, πως σε κατάντησαν, όσοι δεν έχουν μέσα τους τίποτα…. Ναι ανά τα πέρατα της χώρας μια σωρεία ανθρώπων με άλυτα προβλήματα κι αγιάτρευτους καημούς…
Αλήθεια μέχρι πότε;… Θεέ τους ελέους, λυπήσου μας…
Αφιερωμένο στο νιόπαντρο ζευγάρι Αγησίλαο και Χαριστή.
Αλεξάνδρα Πολυχρονάκη