Της ΈΛΣΑΣ ΚΑΛΛΙΤΣΟΥΝΑΚΗ-ΠΙΤΕΡΗ*
Η εύρεση κατοικίας για ενοικίαση από οικογένειες, νέα ζευγάρια, εργαζόμενους, φοιτητές κ.ά. στις μέρες μας εξελίσσεται σε μακροχρόνια και ψυχοφθόρα διαδικασία, έναν πραγματικό Γολγοθά. Οι διαθέσιμες προς ενοικίαση κατοικίες είναι ελάχιστες και στις περισσότερες περιπτώσεις παλαιές, ασυντήρητες και πανάκριβες. Νέα ζευγάρια επί χρόνια αναβάλουν τον γάμο τους γιατί δεν βρίσκουν κατάλληλη κατοικία. Τα επόμενα χρόνια βέβαιον ότι θα αναδειχθεί σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα με απρόβλεπτες συνέπειες και προεκτάσεις.
Με την έναρξη της οικονομικής κρίσης από το 2011, έπαυσε κάθε οικοδομική δραστηριότητα. Ακόμη και σήμερα, δέκα χρόνια μετά, ελάχιστες νέες κατοικίες ανεγείροντα,ι ενώ η όποια εργασία περιορίζεται κατά κανόνα στην ανακατασκευή και επισκευή παλαιών.
Οι λόγοι γνωστοί, ιδιαίτερα στο Ρέθυμνο. Το υψηλό κόστος αγοράς ή κατασκευής, η μη χορήγηση στεγαστικών δανείων από τις Τράπεζες, η μείωση εισοδήματος των νοικοκυριών, η αβεβαιότητα περί την οικονομία κ.ά. Σημαντικότερη όμως αιτία αποτέλεσε η πολλαπλή και άνιση φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων (ΕΝΦΙΑ, φόρος εισοδήματος, συμπληρωματικός φόρος, χαρτόσημο, φόρος μεταβίβασης, φόρος κληρονομιάς κ.ά.) που κυριολεκτικά εξουθένωσε τους ιδιοκτήτες. Η υπερφορολόγηση απαξίωσε δραματικά τα ακίνητα. Κληρονόμοι αποποιούνται την κληρονομιά ακινήτου, λόγω αδυναμίας να καταβάλουν τους φόρους και να το συντηρήσουν.
Υπό τις σημερινές συνθήκες οι επενδύσεις ακινήτων λιγοστεύουν, όταν μάλιστα οι οικονομίες καθ’ ενός σε τραπεζικό λογαριασμό, όπως αποδείχθηκε και στα χρόνια της κρίσης, παρέχουν μεγαλύτερη ασφάλεια και δεν υπέστησαν καμία επιβάρυνση σε σχέση με τους επιπλέον φόρους που επιβλήθηκαν στα ακίνητα.
Τα εξ ολοκλήρου αρνητικά αποτελέσματα της πολιτικής εναντίον του ακινήτου φάνηκαν άμεσα, καθώς εκτοξεύθηκαν τα ενοίκια των λίγων επομένως διαθέσιμων κατοικιών. Το ενοίκιο στην πόλη μας για ένα μικρό δυάρι πλησιάζει τα 500 ευρώ και για ένα τριάρι τα 800 ευρώ, με ενδείξεις περαιτέρω κατακόρυφης ανόδου. Τα πιο μεγάλα ήδη αγγίζουν ή υπερβαίνουν τα 1.000 ευρώ.
Το αδιέξοδο μεγεθύνθηκε όταν πολλοί ιδιοκτήτες στράφηκαν στον τουρισμό και μέσω ιστοσελίδων προσφέρουν τα ακίνητα για βραχυχρόνια μίσθωση, πετυχαίνοντας ανώτερες πολύ αποδόσεις, επιπρόσθετα συχνά αφορολόγητες!
Επιπλέον χιλιάδες ξένοι κυρίως από τη βόρεια Ευρώπη, διαθέτοντας οικονομική άνεση, αγοράζουν πολυτελείς, αλλά και μικρότερες κατοικίες στη χώρα μας, όπου διαβιούν μόνιμα ή κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Η καθηλωμένη οικοδομική δραστηριότητα όσο δεν ανακάμπτει, βέβαιο ότι το πρόβλημα θα διογκώνεται πλήττοντας κυρίως νέους και οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat το 83% των Ελλήνων δαπανά περισσότερο από 40% του οικογενειακού εισοδήματος για κάλυψη στεγαστικών αναγκών, με αντίστοιχο μέσο όρο στην Ευρώπη 25%, ενώ το 70% των έως 34 ετών, εξακολουθεί να διαμένει με τους γονείς λόγω αδυναμίας εξεύρεσης κατοικίας, γεγονός που αντανακλά ευθέως και δυσμενώς, καταλυτικά στο κρισιμότατο δημογραφικό μας ζήτημα.
Πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η ιδιόκτητη κατοικία ήταν εφικτή και για χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις, αφού γενικά τα νοικοκυριά αποκτούσαν υψηλότερα εισοδήματα, οι Τράπεζες έδιναν χαμηλότοκα στεγαστικά, επικρατούσε ισχυρότερη σταθερότητα και ευρύτερο κλίμα εμπιστοσύνης για την πορεία οικονομίας και κοινωνίας.
Επί δεκαετίες μέσω προγραμμάτων της Εργατικής Εστίας προσφέρονταν κατοικίες στους πλέον αδύναμους οικονομικά με προνομιακά ευνοϊκούς όρους. Σήμερα αυτά δεν ισχύουν και χάνεται το όνειρο κάθε Έλληνα να στεγασθεί στο δικό του κεραμίδι.
Δυστυχώς, συντρέχει και αυτή η αιτία να βαδίζουμε ολοταχώς προς τη φτωχοποίηση μεγάλης μερίδας πληθυσμού, ενώ οι νέοι αδυνατούν να απεξαρτηθούν από τους γονείς και να δημιουργήσουν δική τους οικογένεια. Όλα αυτά τα φαινόμενα στο Ρέθυμνο και σ’ όλη την Κρήτη τα βιώνουμε με ένταση και πρόσθετα επιβαρυντικά δεδομένα.
Η ακρίβεια, η ανεργία, η μη εύρεση κατοικίας, η απουσία κάθε ελπίδας θα προκαλέσουν νέο κύμα εγκατάστασης νέων στο εξωτερικό, όπου κυριαρχούν πρόσφοροι όροι διαβίωσης, εργασίας, εξασφάλισης και προόδου.
Η τάση φυγής ενδέχεται να ξεπεράσει τα όρια απλού κοινωνικού προβλήματος και να μετατραπεί σε σύγχρονη τραγωδία. Η Ελλάδα θα καταλήξει στο κοντινό μέλλον χώρα γερόντων καθώς και πολυάριθμων αλλοδαπών μεταναστών, αφού το πιο παραγωγικό, ενεργό και πολύτιμο τμήμα της, οι νέοι, θα την εγκαταλείπουν για τις πλούσιες χώρες.
Αυτή η μαύρη προοπτική μπορεί και επιβάλλεται να ανατραπεί, αλλά όσο η κυβέρνηση παραμελεί και δεν λαμβάνει τάχιστα και αποφασιστικά, σοβαρά μέτρα, διαγράφεται άμεσος κίνδυνος.
* Η Έλσα Καλλιτσουνάκη – Πίτερη είναι Οικονομολόγος-Φοροτεχνικός