Υπερτερεί σε ποιότητα, υστερεί όμως από ποσότητα η φετινή ελαιοπαραγωγή. Το ποτήρι των εντυπώσεων, επομένως, είναι και μισοάδειο και μισογεμάτο. Η περίοδος συγκομιδής ολοκληρώνεται όπου να ’ναι και τα «Ρ.Ν.» περνούν σήμερα από κόσκινο τις τιμές, το κόστος κι όλα τα επιμέρους καταλυτικά κι επιδραστικά – στην όλη διαδικασία – στοιχεία.
Οι αρχικές προβλέψεις φαίνεται πώς επιβεβαιώνονται σε απόλυτο βαθμό. Η σποραδική (ανά περιοχές του νησιού) βεντέμα δεν μπορεί φυσικά ν’ αντιστρέψει τα (ποσοτικά) δεδομένα. Οι καύσωνες λειτούργησαν ωφέλιμα και βλαβερά συνάμα για το προϊόν, τα εργατικά χέρια παραμένουν… ζητούμενο για όσους έμειναν πιο πίσω στο μάζεμα του καρπού, τη στιγμή που οι ανατιμήσεις έρχονται να διαμορφώσουν ένα νέο ασύμφορο οικονομικό – παραγωγικό σκηνικό.
Κι όλα αυτά με την …ελπίδα, η ομώνυμη κακοκαιρία που βρίσκεται επί θύραις να καταφέρει ελάχιστα, αν όχι μηδαμινά πλήγματα στους ελαιώνες της Κρήτης. Διότι ο «Διομήδης» έβαλε το χέρι του και δεν το έβαλε για καλό, χύνοντας πολύτιμο μέρος απ’ την καρδάρα με το λάδι – για όσους ζέσταιναν (επί ματαίω όπως αποδείχθηκε) τα ραβδιστικά μηχανήματα…
Καθαρό – ποιοτικά – το τοπίο, θολό… ποσοτικά
Ο πρόεδρος της Ένωσης Ρεθύμνου Γιάννης Γλεντζάκης τοποθετεί θετικό πρόσημο στην φετινή χρονιά, αλλά κι αστερίσκους (ειδικά εν όψει της επόμενης!): «Ήταν καθαρά τα ελαιόλαδα, ποιοτικά σε γραμμές – βοήθησαν και οι ζέστες του καλοκαιριού. Η τιμή είναι καλή: Ξεκινούσε από 3,10, πήγαινε 3,40 κι ίσως πάει και παραπάνω. Βέβαια, η τιμή μπορεί να θεωρείται καλή, πρέπει όμως να υπολογίσουμε την αύξηση στις τιμές των λιπασμάτων, που τα σκεπάζει όλα. Απ’ τα 20 με 21 ευρώ πήγαμε στα 33 με 35. Οι ποσότητες είναι στο 50% κάτω στα λιπάσματα. Κανείς δεν λιπαίνει με 35 ευρώ λίπασμα, δεν υπάρχει περίπτωση. Χωρίς λίπασμα όμως δεν βγαίνει η παραγωγή, μην γελιόμαστε. Και (οι παρούσες συνθήκες) δεν μας αφήνουν να βγάλουμε παραγωγή για του χρόνου» αγωνιά ο πρόεδρος της Ένωσης Ρεθύμνου.
Στο μεταξύ, ο περιορισμένος αριθμός εργατών γης σε συνδυασμό με τα (χειμερινά) τερτίπια του καιρού δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα.
«Πάρα πολλές ποσότητες χάθηκαν γιατί δεν υπήρχαν εργάτες. Ένα μεγάλο ποσοστό έχει μαζευτεί κι ένα μεγάλο έχει χαθεί. Ο Γενάρης ήταν βροχερός, δεν υπήρχαν εργάτες και χάθηκε το ελαιόλαδο. Η τελευταία κακοκαιρία επηρέασε πάρα πολύ και χάθηκαν πολλές ελιές, για τους αγρότες που δεν πρόλαβαν να μαζέψουν» επιβεβαιώνει ο κ. Γλεντζάκης, φοβούμενος ότι η βαρυχειμωνιά με την ονομασία «Ελπίδα» μπορεί και να «μας αποτελειώσει!».
Λάδι με δημοπρασίες
«Η ποιότητα είναι πάρα πολύ καλή, εξαιρετική θα έλεγα. Αυτό αποδίδεται στο ότι επέδρασαν θετικά και ευεργετικά οι αλλεπάλληλοι καύσωνες του καλοκαιριού» είναι η γενικότερη εντύπωση που αποκομίζει ο πολύπειρος επιστημονικός σύμβουλος του ΣΕΔΗΚ Νίκος Μιχελάκης.
Όπως αναφέρει, οι οξύτητες που επιτυγχάνονται στα ελαιοτριβεία στην πλειονότητά τους είναι μεταξύ 0,3-0,4. «Είναι μία πολύ καλή οξύτητα» σχολιάζει. «Έχουμε και 0,2 περιπτώσεις αλλά και 0,5 -0,6 σε μικρά ποσοστά».
Στο κομμάτι των τιμών, ο κ. Μιχελάκης παρατηρεί πώς «οι δημοπρασίες που γίνονται από ορισμένους συνεταιρισμούς κυρίως στην ανατολική Κρήτη έχουν βοηθήσει πάρα πολύ, έχουν πυροδοτήσει να ανέβουν οι τιμές προς τα πάνω». Αυτές στα υψηλότερά τους επίπεδα, σύμφωνα με τον ίδιο, κινούνται από 3,62 έως 3,65 ευρώ το κιλό και στα χαμηλότερα από 3,30-3,35 έως 3,40.
Ο ΣΕΔΗΚ συνιστά και προωθεί τη μέθοδο διάθεσης του ελαιολάδου με δημοπρασίες. «Είναι μία διαφανής μέθοδος που ανεβάζει το κύρος ενός συνεταιρισμού» υπογραμμίζει ο επιστημονικός σύμβουλος του Συνδέσμου, καλώντας την πολιτεία να βοηθήσει σε αυτή την προσπάθεια «στο βαθμό που μπορεί να επιβάλλει κάτι τέτοιο νομοθετικά». Ανάλογη είναι η παρότρυνσή του και προς τους παραγωγούς.
Το πρόσημο που βάζει ο κ. Μιχελάκης στη φετινή περίοδο ελαιοσυγκομιδής δεν είναι θετικό, μια και «η παραγωγή είναι πάρα πολύ μειωμένη, σε ένα σημαντικό βαθμό. Εμείς θεωρούμε ότι είναι κάτω από τη μέση η φετινή παραγωγή και δεν είναι στο ύψος που την εκτίμησε αρχικά το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, το οποίο έδωσε στο Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου ότι είναι 250.000 τόνους. Κάτω από 200.000 τόνους είναι».
Στην Κρήτη έχουμε περί τους 60.000 τόνους, ενώ οι αρχικές προβλέψεις μιλούσαν για 70.000 τόνους. «Μεσολάβησαν χαλαζοπτώσεις κι άλλα γεγονότα» συνυπολογίζει ο κ. Μιχελάκης.
«Κι αυτός είναι ο λόγος που ανεβαίνουν οι τιμές, ότι δεν υπάρχει παραγωγή» διατείνεται επίσης. «Εξαρχής φαινόταν ότι η παραγωγή θα είναι μικρή. Οι καύσωνες της άνοιξης δεν ευνόησαν την εξέλιξη της ανθοφορίας» επισημαίνει ο κ. Μιχελάκης, προχωρώντας σε μία απαραίτητη διευκρίνιση: «Οι καύσωνες καλοκαιριού περιόρισαν τον δάκο, οι καύσωνες της άνοιξης ωστόσο ζημιώνουν την παραγωγή, μειώνουν την ανθοφορία».
Εξετάζοντας ευρύτερα το φαινόμενο εντοπίζει και ανάγει το πρόβλημα στην ύπαρξη μίας συγκυρίας «που ανεβάζει τις τιμές, γιατί η παραγωγή είναι μειωμένη και στην Ελλάδα, αλλά είναι μειωμένη σ’ ένα βαθμό και στα υπόλοιπα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και κυρίως στην Ισπανία που κατέχει το μισό της παγκόσμιας παραγωγής, άρα παίζει αποφασιστικό ρόλο στη ρύθμιση των τιμών».
Μυλοπόταμος: Μαζεύουν ακόμα ελιές με τη σκέψη στην επόμενη χρονιά
Οι μικρές και μη αναμενόμενες ποσότητες μετριάζουν τον βαθμό ικανοποίησης του διευθυντή της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Μυλοποτάμου Δημήτρη Κονιού. Η χρονιά χαρακτηρίζεται μέτρια… προς καλή από τον ίδιο. Περνάει τη βάση λόγω της ποιότητας του προϊόντος.
«Ήταν ανομβρία, άργησε να βρέξει και οι ελιές ζορίστηκαν» είναι μία άλλη καιρική παράμετρος που εξετάζει ο κ. Κονιός.
Στην περιοχή του, «έχουν μείνει πολλές ελιές πίσω», ελλείψει και εργατικών χεριών, και ο κόσμος προσπαθεί να τις μαζέψει, όπως θα πει, περιμένοντας να δει «τι θα φέρει η Ελπίδα».
Αντίστοιχα, ανάμεικτα συναισθήματα, έχει και ο πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Μυλοποτάμου Μανώλης Κουγιουμτζής. Οι τιμές, «3,20 – 3,50 ευρώ το κιλό», θα κρίνονταν ικανοποιητικές εκ μέρους του «αν δεν ακρίβυναν τόσο τα λιπάσματα. Αυτό τα χαλάει όλα!» τονίζει. «Ήταν 27 ευρώ το σακί και πήγε στα 40! 13 με 15 ευρώ πάνω, ενώ ο τόνος γύρω στα 180 ευρώ πάνω». Εν ολίγοις, το κόστος παραγωγής έχει ανέβει 15 – 20%!
«Εφέτος δεν λίπαναν πολλοί, ήταν ασύμφορο λόγω τιμών» μας είπε ο κ. Κουγιουμτζής. «Πολλοί δεν λίπαναν λόγω τιμών. Κι όσοι το έκαναν, εκεί που ήταν να βάλουν τρία κιλά στο δέντρο, έβαλαν μόνο 1,5 – 2 κιλά». Η μη λίπανση, εντούτοις, επηρεάζει την παραγόμενη ποσότητα. Η (άκρως) αρνητική αντήχηση απ’ τα επίχειρα των οικονομικών μεταβολών (και στον πρωτογενή τομέα) το πιθανότερο είναι να φανεί από το νέο έτος. Ως τότε, ας ευχηθούμε να ’χουμε καταφέρει να αναχαιτίσουμε όσα κύματα επηρεάζουν τις ζωές μας: και της ακρίβειας και της πανδημίας…