Του ΧΑΡΗ ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗ*
Στο σημερινό πέμπτο κατά σειρά «Κυνηγώντας το χθες» θα αναζητήσουμε μερικές εξαφανισμένες συνοικίες του Ρεθύμνου. Γιατί, πέραν των χαμένων στις μέρες μας μνημείων, οπωσδήποτε υπάρχουν και ολόκληρες συνοικίες. Στη συνέχεια θα μεταφερθούμε σε μια συνοικία του Ρεθύμνου η οποία, παρότι ανύπαρκτη στα χαρτιά (κρινόμενη ως «απαλλοτριωτέα»), ευτυχώς συνεχίζει απτόητη να υφίσταται αλλά δυστυχώς κακοποιημένη. Θα κλείσουμε με τις απαραίτητες αναφορές στον δημιουργό της στήλης, η πενταετία από τον θάνατο του οποίου συμπληρώνεται σε ένα δεκαπενθήμερο.
Ας αρχίσουμε με την εξαφανισμένη σήμερα Μεσκινιά. Ακουγόταν και με τα ονόματα Λωβοχώρι και Κομεριανά και βρισκόταν στην δυτική έξοδο της πόλης, κάτω από τον λόφο του Αγίου Αθανασίου (αργότερα Τιμίου Σταυρού). Δημιουργήθηκε στα μέσα του 18ου αιώνα και που πήρε το όνομά της από τους λεπρούς (μεσκίνηδες-λωβούς) που στέγαζε σε παραπήγματα, σε τρώγλες και σε βραχοσκεπές. Η γειτονιά στέγαζε 130 κατοίκους το 1888, 86 το 1900 και 96 το 1903, αλλά έμεινε χωρίς αυτούς με την ίδρυση λεπροκομείου στη Σπιναλόγκα, αμέσως μετά τον αναγκαστικό εγκλεισμό όλων των λεπρών της Κρήτης σ’ αυτήν το έτος 1903. Από τους παραπάνω μεγάλους ποσοστιαία αριθμούς φαίνεται ότι μαζί με τους λεπρούς διέμεναν και κάποιοι άλλοι, πιθανόν μέλη των οικογενειών τους ή και κάποιοι φτωχοί και περιθωριοποιημένοι Ρεθεμνιώτες. Σε κάθε περίπτωση η πόλη τούς χρωστάει ευγνωμοσύνη, γιατί ήταν εκείνοι που ανοικοδόμησαν για τις ανάγκες της στέγασής τους τις ερειπωμένες από τους κανονιοβολισμούς εγκαταστάσεις της μονής του Αγίου Αντωνίου στα πρανή του λόφου του Αγίου Αθανασίου.
Η Μεσκηνιά, οικοδομημένη στα πρανή και επάνω σε λόφο, δεν ήταν δυνατό να διαθέτει απευθείας ύδρευση. Γι’ αυτό και στη ρίζα του λόφου, επί του κεντρικού δρόμου (σήμερα Ηγουμένου Γαβριήλ) προς τα Χανιά και στο μέσον περίπου της σημερινής οδού Ηλιακάκη, είχε οικοδομηθεί μια κρήνη, για χρήση των λεπρών αλλά και κάθε διερχόμενου. Ήταν η γνωστή Μεσκινόβρυση, που κατά τη διάνοιξη της οδού Ηλιακάκη αποσυναρμολογήθηκε και επανατοποθετήθηκε στη βορειοδυτική γωνία του Δημοτικού Κήπου κι ακόμα πιο πρόσφατα, κατά την κατασκευή των έργων ανάπλασης της Λεωφόρου Κουντουριώτη, χρειάστηκε να επαναμετατοπιστεί ελαφρά. Η κρήνη είχε αφιερωθεί το 1863 από τον Ετχέμ Μπέη, έναν από τους τρεις γιους του Κλαψάρ-ζαδέ Γιουνούς Αγά, οι οποίοι προίκισαν συνολικά το Ρέθυμνο με τέσσερις κρήνες. Να σημειωθεί ότι λεπρός ήταν και ένας ιερέας, ο παπά-Μανόλης, που, όπως αναφέρει ο Μανόλης Κούνουπας, διέσωσε τη λατρεία του Αγίου Αντωνίου, τοποθετώντας μια εικόνα του στη γνωστή σήμερα βραχοσκεπή-σπηλαιώδη ναό (που γιόρταζε χθες) και χρησιμοποιώντας τον χώρο για τις λατρευτικές ανάγκες των κατοίκων της Μεσκινιάς.
Ένας άλλος εξαφανισμένος συνοικισμός είναι εκείνος της Φορτέτζας. Αν και αρχικός σκοπός της ανέγερσης του φρουρίου ήταν η μεταφορά των υπηρεσιών και κατοικιών του Ρεθύμνου μέσα στον αμυντικό περίβολό του, αυτός δεν έγινε εφικτός κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας. Επετεύχθη όμως σταδιακά μετά την οθωμανική κατάκτηση, ιδιαίτερα από τα τέλη του 18ου αιώνα και μετέπειτα. Τότε οι αλλεπάλληλες επαναστάσεις των χριστιανών Κρητών δημιούργησαν αίσθημα ανασφάλειας στους μουσουλμάνους Ρεθεμνιώτες της υπαίθρου, οι οποίοι συνέρρεαν αθρόοι στην πόλη. Έτσι το έτος 1881 στον οικισμό που εν τω μεταξύ δημιουργήθηκε στο φρούριο, και που ήταν γνωστός με τα ονόματα Τσικούρ Μποστάν και Ιτς Καλέ, καταγράφηκαν 744 μουσουλμάνοι κάτοικοι και μόλις μία χριστιανή. Η λειτουργία του οικισμού συνεχίστηκε και μετά την αποχώρηση των Τουρκορεθυμνίων κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1925, στεγάζοντας τη φτωχολογιά του Ρεθύμνου και μερικές από τις κακόφημες λειτουργίες της.
Κατά τον Μεσοπόλεμο ο οικισμός, ο οποίος είχε συμπεριλάβει στα οικοδομήματά του και τα προγενέστερα βενετσιάνικα, κηρύχτηκε με βασιλική διάταγμα διατηρητέο μνημείο. Στη συνέχεια υπέστη σημαντικές καταστροφές, τόσο κατά τους βομβαρδισμούς της Μάχης της Κρήτης όσο και από τις ανατινάξεις των πυροβολείων που οι κατακτητές είχαν κατασκευάσει στους προμαχώνες του Αγίου Λουκά και του Αγίου Νικολάου. Μεταπολεμικά οι κατοικίες απαλλοτριώθηκαν και οι κάτοικοι απομακρύνθηκαν. Κατά τα έτη 1958-59 ο Δήμος Ρεθύμνης προέβη στην κατεδάφιση του συνόλου των κτισμάτων, με αποτέλεσμα την καταστροφή όχι μόνο των ερειπωμένων μεταγενέστερων κατοικιών αλλά και πολλών πρωιμότερων κτισμάτων. Διασώθηκαν ορισμένα μόνο κτίρια που είχαν σαφή μνημειακό χαρακτήρα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα μπάζα δεν απομακρύνθηκαν αλλά κατακρημνίστηκαν στα βράχια στα βόρεια και στα δυτικά του φρουρίου, αφού χρειάστηκε να γίνουν ανοίγματα στο παραπέτο του φρουρίου (υπάρχει και σχετική φωτογραφία). Θυμίζω ότι στις περιοχές αυτές ο Περιφερειακός δρόμος ήταν ακόμα αδιάνοικτος. Κατά τις μεγάλες θαλασσοταραχές, που όπως ξέρουμε δεν λείπουν από το Κρητικό Πέλαγος, τα κύματα έρχονταν και ξέπλεναν τα φερτά υλικά από τους λόφους των μπαζών. Κι όταν η θάλασσα ηρεμούσε, ακολουθούσαν οι υποψιασμένοι Ρεθεμνιώτες, που στις κοιλότητές τους ανακάλυπταν συχνά χάλκινα νομίσματα της Ρίθυμνας, χωρίς αξία γι’ αυτούς (θεωρούμενα ως «μπακίρες»), αλλά κάποτε κάποτε και μερικά αργυρά, που πωλούσαν στους χρυσοχόους της πόλης για χύτευση και κατασκευή κοσμημάτων.
Η Σπιανάδα της Φορτέτζας το έτος 1581 είχε πλάτος 87 μέτρων προς νότο και κατά τον 17ο αιώνα, εν όψει της πολιορκίας από τους Οθωμανούς, εκτεινόταν μέχρι το ύψος της βενετσιάνικης Πλατείας (Piazza) και της σημερινής οδού Μελισσηνού. Για τη διάνοιξή της χρειάστηκε να κατεδαφιστούν κάποια σπίτια και εκκλησίες. Παρόλα αυτά θεωρούνταν ανεπαρκής, αφού στην πραγματικότητα είχε περιοριστεί στις υπώρειες του λόφου του Παλαιοκάστρου και δεν εκτεινόταν, όπως έπρεπε, στην επίπεδη αλλά πυκνοοικοδομημένη περιοχή. Επί Οθωμανικής κατοχής, ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 18ου αιώνα οι υπώρειες νοτιοδυτικά του φρουρίου γέμισαν με σπίτια και δημιουργήθηκε μια ολόκληρη συνοικία, γνωστή με το όνομα «Χαράκια». Κατά τους βομβαρδισμούς της Μάχης της Κρήτης το 1941 η συνοικία αυτή, όπως και πολλές άλλες της πόλης, υπέστη μεγάλες καταστροφές.
Οι καταστροφές φαίνονται σε φωτογραφία που θα παραθέσουμε με άλλη αφορμή. Σ’ αυτήν που συνοδεύει το προηγούμενο κείμενο, που τραβήχτηκε από τον G. Gerola στις αρχές του 20ού αιώνα, εμφανίζεται η συνοικία αυτή σε πλήρη άνθιση. Όμως το έτος 1993 τα «Χαράκια» κρίθηκαν απαλλοτριωτέα, προκειμένου να απελευθερωθεί η θέα προς τη Φορτέτζα. Η σχετική απόφαση αγνόησε την ιστορία τους των τριών ήδη αιώνων, αντί να αποδεχτεί τη διαμορφωμένη πραγματικότητα και να τα κηρύξει διατηρητέα, διαφυλάσσοντας έτσι τη φυσιογνωμία τους. Οπωσδήποτε οι ένοικοι δεν το έβαλαν κάτω και έτσι σήμερα, αντί να διαθέτουμε και στο Ρέθυμνο τα δικά μας «Αναφιώτικα», έχουμε μια συνοικία πραγματικό αλαλούμ, όπως διαπιστώσαμε οι συμμετέχοντες στις δύο ξεναγήσεις γύρω από το φρούριο την περασμένη άνοιξη.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως τη χρονομηχανή μας στη Βενετοκρατία. Έξω από το περιμετρικό τείχος του Ρεθύμνου και νοτίως του προμαχώνα της Αγίας Βαρβάρας στα μέσα του 16ου αιώνα είχε δημιουργηθεί ένας σημαντικός συνοικισμός. Ο συνοικισμός αυτός σημειωνόταν συστηματικά στους χάρτες και στα σχεδιαγράμματα της πόλης, μέχρι και την παράδοσή της στους πολιορκητές. Ήταν ο μοναδικός ουσιαστικά εκτός των τειχών και είχε βιοτεχνικό χαρακτήρα. Το όνομά του «Τσικαλαριά» δείχνει ότι φιλοξενούσε κεραμικά εργαστήρια και τους φούρνους τους, όπως ίσως και ασβεστοκάμινα και εργαστήρια μεταλλοτεχνίας, δηλαδή τις «οχλούσες δραστηριότητες» της εποχής εκείνης. Ο οικισμός διέθετε και μία σημαντική εκκλησία, την Μεταμόρφωση του Σωτήρα, με καμπαναριό μεγάλου ύψους, που θα μπορούσε να επιτελεί και ρόλο αμυντικού πύργου. Το τέλος των Τσικαλαριών θα πρέπει να σημειώθηκε την περίοδο της οθωμανικής πολιορκίας, όταν μία από τις πυροβολαρχίες τοποθετήθηκε στην περιοχή τους και προφανώς προσείλκυσε επάνω της τους κανονιοβολισμούς της Φορτέτζας.
Μεταφερόμαστε όμως 272 χρόνια αργότερα, για να δούμε να γεννιέται ακόμη ένας συνοικισμός. Ο «Προσφυγικός Συνοικισμός», που μελέτησε και παρουσίασε ο Γιώργης Φρυγανάκης, οριοθετούνταν μεταξύ των οδών Ασκούτση, Καλομενοπούλου, Καντανολέοντος και Κ. Λούκαρη. Είχε οικοδομηθεί με κρατική μέριμνα και αποτελούνταν από περισσότερες από είκοσι ομοιόμορφες κατοικίες. Σ’ αυτές κατοικούσαν κατά περιόδους οι οικογένειες Αντωνακάκη, Βοριά, Βράκα, Γαλάνη, Γραμματικόγλου, Ζωγράφου, Ηλιάδη, Καραμανώλη, Καρνή, Κόλλια, Κρητικού, Λεμονιά, Μαγιάφα, Μανώλαρου, Μανωλέα, Μαστραντώνη, Μανιάτογλου, Μπατζέ, Παπαδόπουλου, Παπιομύτογλου, Σαραντίδη, Σιμιτζή, Τριαντάφυλλου, Φατσή, Φλώρου και Φρυγανάκη. Η πλειοψηφία των ανδρών του Συνοικισμού ασχολούνταν με τα επαγγέλματα του οικοδόμου, του φορτοεκφορτωτή και του καραγωγέα. Τα οικόπεδα όλων σχεδόν των παραπάνω προσφυγικών κατοικιών παραχωρήθηκαν από τη δεκαετία του 1980 και μετέπειτα για οικοδόμηση πολυκατοικιών με τη μέθοδο της αντιπαροχής.
Αντίθετα με τον «Προσφυγικό Συνοικισμό» της οδού Ν. Ασκούτση, ο Συνοικισμός της περιοχής του Άη Γιώργη Πεταλιώτη, που μας παρουσίασε ο Μανόλης Καρνιωτάκης, δεν υπήρξε αποτέλεσμα κρατικής μέριμνας και οικοδομικού προγράμματος. Στην περίπτωση αυτή οι αστοί πρόσφυγες που δεν είχαν λάβει ως κλήρο τους κάποια κατοικία, από τις πολλές που εγκατέλειψαν οι Τουρκορεθύμνιοι κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924-1925, κατασκεύασαν δικές τους με πολύ πρόχειρα οικοδομικά υλικά, γι’ αυτό και οι οικισμός έτυχε του χαρακτηρισμού «Τενεκέ Μαχαλάς». Σ’ αυτόν κατοικούσαν οι οικογένειες Δελήμπαση, Καζίλα, Καλαφάτη, Μαγιάφα, Μουρτζανού, Πεννή, Σπανού, Τσακίρη, Χελιδόνη κ.ά., ενώ δεν έλειπαν και τα καταστήματα, όπως το καφενείο Σιμιτζή. Προέκταση του Μαχαλά αυτού υπήρξε η αλάνα, που αργότερα έγινε γνωστή ως «Γήπεδο του Κεραυνού», στην οποία πολλά προσφυγόπουλα ξεχνούσαν τη φτώχεια τους και ξέκλεβαν από τη μπάλα μερικές ευτυχισμένες στιγμές.
Ήρθε όμως η ώρα να ξαναθυμηθούμε τον δημιουργό της στήλης αυτής, τον Γιάννη Σπανδάγο. Η προσφορά του στον χώρο των γραμμάτων και του πολιτισμού είναι μεγάλη και σχετικά μελετημένη. Θυμίζω και παραπέμπω στο φυλλάδιό μας, με τον Γιάννη Παπιομύτογλου και τον Μιχάλη Τζεκάκη, «Μνήμη Γιάννη Σπανδάγου», που κυκλοφόρησε με χορηγία της «Γραφοτεχνικής Κρήτης» και προσφέρθηκε στο κοινό κατά την εκδήλωση μνήμης του στις 6 Μαρτίου 2003. Στην εκδήλωση εκείνη είχαν μιλήσει επίσης ο Αλέξης Πολίτης, η Φαλή Βογιατζάκη, ο Γιώργος Π. Εκκεκάκης, ο Δημήτρης Καλοκύρης κ.ά. Σημειώναμε τότε, η συντακτική ομάδα: «Ήταν πολλοί σ’ αυτή την πόλη που τον γνώριζαν από κοντά, όμως δεν είναι μεγάλος ο αριθμός των ανθρώπων που είχε συνειδητοποιήσει το πραγματικά τεράστιο έργο που μας άφησε πίσω του, γιατί από χαρακτήρα ήταν σεμνός…».
«…Δεν διαφήμιζε τη δουλειά του και δεν επιζητούσε να βρίσκεται στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Ήταν άνθρωπος της πράξης, όχι των λόγων. Με τον γυρισμό του στο Ρέθυμνο στα μέσα της δεκαετίας του 1970, μέχρι τη μέρα του θανάτου του δεν υπήρχε ζήτημα που να αφορά το Ρέθυμνο και να τον αφήσει αδιάφορο». Έτσι γράφαμε τότε, και ίσως δεν τονίσαμε αρκετά τόσο τη σεμνότητά του όσο και την βασική προσφορά του στην αρχιτεκτονική. Υποθήκη από την εκδήλωση εκείνη έμεινε οπωσδήποτε η αποτύπωσή της, όπως και εκείνης στη ζωγραφική, στο σχέδιο και στη φωτογραφία, δραστηριότητες οι οποίες επίσης τον γέμιζαν και τον ηρεμούσαν. Γι’ αυτό και παραθέτω σήμερα μία από τις ζωγραφιές του (ασπρόμαυρη δυστυχώς…) και αφήνω τους αναγνώστες να την τοποθετήσουν στον χώρο (εντοπίζοντας τον Κουλούκουνα στο βάθος της), όπως και να της δώσουν το δικό τους όνομα.
Τελειώνω με μια προτροπή, όπως θα το έκανε κι εκείνος, όταν είχε να κάνει νέους και φερέλπιδες ανθρώπους. Τη Δευτέρα 23 Ιανουαρίου στις 6.00 το απόγευμα στον κινηματογράφο «Παντελής» ο Μάνος Γοργοράπτης παρουσιάζει το βιβλίο του «Ρέθεμνος, σημεία των καιρών». Δεν το έχω πιάσει ακόμη στα χέρια μου, είμαι σίγουρος όμως ότι ισχύουν στο ακέραιο όσα είχα γράψει σε ανύποπτο χρόνο, χωρίς να τον έχω προσωπικά τότε γνωρίσει: «Είναι εξαιρετικός. Οι συνεργασίες του μέχρι σήμερα στην εφημερίδα Ρέθεμνος είναι διαλεκτές και πολυδουλεμένες. Όλες τους προϋποθέτουν εκτεταμένες έρευνες σε πηγές διάσπαρτες και συχνά δυσπρόσιτες. Πολλές από αυτές αποτελούν μικρές διατριβές, που άνετα θα μπορούσαν να μετεξελιχθούν σε αυτοτελείς εκδόσεις». Χαίρομαι που αυτό έγινε πραγματικότητα και σας να αγοράσετε το βιβλίο, ώστε ο συγγραφέας του να αντλήσει το απαραίτητο θάρρος και να μπορέσει να μας προσφέρει και τα επόμενα.
* Ο Χάρης Στρατιδάκης είναι Δρ Παιδαγωγικής-ερευνητής-συγγραφέας