Με τον ευρηματικό, εντυπωσιακό και περιεκτικό τίτλο «Ανθάκανθα» 40 χρόνια ΚΙΓΚ, κυκλοφόρησε το βιβλίο του γνωστού ποιητή και ποιητάρη Κωστή Ι. Γ. Καλλέργη.
Το βιβλίο (Αυτοέκδοση – Εκτύπωση: εκδ. Καλαϊτζάκης) αποτελεί ένα μικρό απάνθισμα (θα έλεγα και… απανθακάνθισμα) των σατιρικών ποιημάτων που είχε δημοσιεύσει ο γνωστός και δημιουργικός Ρεθυμνιώτης στιχουργός στον τοπικό -και όχι μόνο- τύπο, τα τελευταία 40 χρόνια.
Η σύνθετη λέξη «Ανθάκανθα» (άνθη με αγκάθια ή αγκάθια με άνθη), παραπέμπει σε συνδυασμό χαράς και λύπης – χαρμολύπης, κωμικού και τραγικού – κωμικοτραγικού, κλάματος και γέλιου – κλαυσίγελου, πικρού και γλυκού – πικρόγλυκου. Πράγματι, πρόκειται για ένα πικρόγλυκο ποιητικό ταξίδι, που αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση για μια γλυκόπικρη ιστορία, μ’ ένα γλυκόπικρο φινάλε.
Στο εισαγωγικό του σημείωμα ο συγγραφέας εξομολογείται: «Πάντα ζήλευα τους ποιητές. Και όχι μόνο! Ζήλευα και τους ζωγράφους! Αυτούς περισσότερο, σίγουρα! Έτσι ξεκίνησα να γράφω έμμετρα. Γιατί μου άρεσε η ζωγραφική… Δεν τολμώ να πω ποιητικά». Τελικά, τους συγκινησιακούς κραδασμούς που του προκαλούσαν τα ποικίλα ερεθίσματά τους, αν δεν τους μετουσίωνε καλλιτεχνικά με τη ζωγραφική του, που είναι ποίηση δίχως λέξεις και με υλικά χρώματα, τους μετουσίωνε με την ποίησή του, που είναι ζωγραφική με άυλα χρώματα.
Η κατάταξη των ποιημάτων δεν είναι θεματολογική, αλλά χρονολογική. Η ημερομηνία δημοσίευσής τους στον ημερήσιο τύπο και κυρίως στην Κρητική Επιθεώρηση που υποσημειώνεται, παραπέμπει στην πολιτικοκοινωνική κατάσταση του τόπου μας και όχι μόνο, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον αναγνώστη να εκτιμήσει την εν θερμώ κριτική-σατιρική στάση του ποιητή απέναντι στη συγκεκριμένη κατάσταση και όχι με την ψυχρότητα, την ασφάλεια και τη δυνατότητα υπολογιστικής στρογγυλοποίησης που παρέχει η απόσταση χρόνου. Και αυτό έχει τεράστια σημασία γιατί, ό,τι λέγεται, έχει πάντα αξία όταν λέγεται στην ώρα του. Έτσι ό λόγος αποκτά και παρεμβατική και παιδαγωγική λειτουργία και έτσι μόνο αξιολογείται ένας διανοούμενος ως κριτικός και καταγγελτικός ή προϊδεαστικός και προεξαγγελτικός κοινωνικός παράγοντας.
Με βάση αυτά, θα μπορούσαμε κατά κάποιον τρόπο να πούμε ότι πρόκειται για μια δημοσιογραφούσα ποίηση ή ποιητική δημοσιογραφία και, πιο εξειδικευμένα, για μια αρθρογραφούσα ποίηση ή ποιητική αρθρογραφία.
Πρόκειται, ακριβέστερα, για μια έμμετρη με πλούσια και ευρηματική ρίμα σάτιρα, που, ατομική ή ομαδική, δεν υποβιβάζεται σε απλή «πλάκα», ούτε εκτρέπεται σε σαρκασμό και βωμολοχία, ούτε περιορίζει τη στόχευσή της στην απλή διασκέδαση. Μια σάτιρα που, μέσω διαφόρων μεθόδων, (όπως η παρωδία, η υπερβολή, η σύγκριση, η αναλογία και η ειρωνεία) λειτουργεί ως αγωγή ψυχής: δηκτικά και τροχιοδεικτικά, προληπτικά και θεραπευτικά. Μια σάτιρα, που προβάλλει το επιλήψιμο χωρίς να προσβάλλει και, προπαντός, χωρίς να μεταβάλλει τη στάση της ανάλογα με την κρατούσα κατάσταση και, γενικά, χωρίς να προσαρμόζει τη γραφίδα της με προκρούστειο τρόπο. τρόπο, που δεν αρμόζει σε κοινωνικό κριτή ή, κατά άλλη διατύπωση, «δημόσιο κατήγορο», για να μην ξεχνούμε και τη νομική διάσταση του ποιητή.
Πιο αναλυτικά, κρίνει τις κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης, για τις αντιφάσεις προεκλογικών υποσχέσεων και μετεκλογικών πρακτικών, τα σκάνδαλα και την ατιμωρησία, τα πάθη των πολιτικών, τη δημαγωγία, τα δάνεια και όλα όσα οδήγησαν στην κρίση, χωρίς να αφήνει στο απυρόβλητό του την ευθύνη των πολιτών, την κοινωνική παθογένεια σε όλες της τις εκφάνσεις, αλλά και χωρίς να ισοπεδώνει τις ευθύνες. Κρίνει τις μεγάλες δυνάμεις, και ιδιαίτερα τη Ευρώπη, και τους ηγέτες τους που κρίνουν τι τύχες των λαών, χωρίς να παραβλέπει την ευθύνη και της Ελλάδας που συχνά λειτουργεί αυτοκαταστροφικά, χωρίς και πάλι να ισοπεδώνει τις ευθύνες.
Κατά διαστήματα παρεμβάλλει κάποιο κρητολογικό και -με τη στενότερη ή ευρύτερη αλλά πάντα υγιή έννοια- πατριδολατρικό ποίημα (όπως αυτά που αναφέρονται στην Κρήτη, το Ρέθεμνος ή τη Λούτρα), ενώ κάποια πατούν σταθερά στα ίχνη του ριζίτικου.
Το ποιητικό οδοιπορικό ουσιαστικά καλύπτει το διάστημα από το 1977 έως το 2014. Στο 2015 και στη νέα πολιτική κατάσταση αναφέρονται μόνο δύο ποιήματα, που όμως είναι αρκετά γα να συνειδητοποιήσει ο αναγνώστης ότι η κριτική σατιρική του διάθεση παραμένει ακμαία στη θέση της.
Το εγώ απουσιάζει, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπου ο ποιητής γίνεται αυτοβιογραφικός. Προτιμά το «εμείς», αποφεύγοντας έτσι την αυτοαπενοχοποίησή του και τον αντιπαθητικό διδακτισμό.
Το γλυκόπικρο στοιχείο εντοπίζεται και στην εισαγωγή της ποιητικής συλλογής, στην οποία ο ποιητής αφιερώνει την έκδοση στη μνήμη του αδελφού του, ιερέα Στυλιανού Καλλέργη, που «έφυγε» τόσο πρόωρα, αλλά και δηλώνει ότι τα καθαρά έσοδα από την κυκλοφορία της πρώτης έκδοσης του βιβλίου θα διατεθούν στον σύλλογο «Αγάπη» σε αναγνώριση της κοινωφελούς δράσης του. Μιας δράσης που συνειρμικά παραπέμπει τον ποιητή στη φιλοξενία του ως μαθητή στην Παιδική Στέγη Ρεθύμνου και ως φοιτητή στην Κρητική Εστία Αθήνας, που μνημονεύει με ευγνωμοσύνη.
Επειδή δεν θέλω να καταχραστώ τη φιλόξενη διάθεση της εφημερίδας περιορίζομαι στην παράθεση μερικών μόνο στίχων από το ποίημα «Ανθάκανθα» (Ρέθυμνο 11/8/2013) που έδωσε τον τίτλο του και σε όλη τη συλλογή»:
Καθένας μας και κάθε μια
μαχαίρι στο θηκάρι!
Και στον ιστό η σκέψη μας,
σημαία, αντισκάρι!
Μια επανάσταση σοφών
χρειάζεται η Χώρα!
Κοιμούνται ή ονειρεύουνται;
Ε! Ας ξυπνήσουν Τ Ω Ρ Α!
Ευχαριστώντας τον ποιητή για το βιβλιοδώρο του και την τιμητική για μένα αφιέρωσή του, θα του έλεγα επιλογικά ότι, αν η γεύση των «Ανθακανθών» του είναι γλυκόπικρη, η επίγευση τελικά είναι ευχάριστη και συνοδεύεται από ένα αίσθημα αισιοδοξίας. Διότι, όσο υπάρχουν άνθρωποι που τεντώνουν το κεφάλι τους για να μη βουλιάξουν στην καθημερινότητα του βιοποριστικού επαγγέλματός τους και στο έλος της μαζικής απάθειας, η ελπίδα βελτίωσης του κοινωνικού γίγνεσθαι δεν χάνεται.