Ο οργασμός στους αιθέρες και στη φύση αρχίζει. Ποιος θα σε υμνήσει ελληνική άνοιξη. Η πένα αδυνατεί, ο χρωστήρας αδέξιος, το φως του ήλιου διστάζει κι αυτό. Ω! Πρωτομάστορα όλη σου την χάρη σε τούτη τη γη αφειδώλευτα σκόρπισες: Χρώματα, αρώματα, παντού ασυνήθιστη ομορφιά και μαγεία. Και πάνω ο καταγάλανος ουρανός ελπιδοφόρος κι αυτός!
Άλλοτε τα καμάρωνε αυτά τα μεγαλεία, μα τώρα βιαστικά κι αδιάφορα οδηγούσε το φορτηγάκι ο Στάθης. Η σκληρή ζωή του πάγωσε αισθήματα και σκέψη, όμως συγγενείς και φίλοι τον έχωσαν στην αγκαλιά και διερωτήθηκαν, γιατί πριν τις εκλογές κατάφτασε και μάλιστα έκδηλα κακόκεφος. Ο Μανούσος τον συνόδευσε μέχρι την αυλή του πατρικού κι εκεί οι κρουνοί των ματιών και των δύο άνοιξαν… Σου το έλεγα, τουλάχιστον οι γονείς να παρέμεναν στη ρίζα τους… Όμως δεν πειράζει από τα λάθη του πολλά μαθαίνει ο άνθρωπος… Μανούσο, αδελφέ μου άνεργος κι εγώ κι η γυναίκα μου με πέντε παιδιά, ανήλικα, πως θα τα βγάζουμε πέρα; Το καταλαβαίνω…
Έτσι η μάνα βάζει την κινέζικη φουστάνα και ζητιανεύει… Ναι, καλά τ’ άκουσες κι ο δύστυχος πατέρας μαζεύει χόρτα και σαλιγκάρια και τα πουλά. Η γυναίκα μου μαγειρεύει και πλένει με τα δυο της χέρια εννιά ανθρώπους κι εγώ κατεβαίνω στις καταβόθρες της Αθήνας, όταν άλλοι διστάζουν. Και τώρα έμαθα θα μας χαρατσώσουν και τ’ αγροτόσπιτα κι ας μένουν ανενόχλητες οι πολυκατοικίες και οι μαύρες «λίστες»… Γι’ αυτό ήρθα για να γκρεμίσω τη στέγη που με σκέπαζε παιδί… Πως θα το αντέξουν οι γονείς μου; Κι η σκοτοδίνη, που τον πιάνει ξανάρθε κι ας έλεγε ο ξάδελφος, μη φοβάσαι, θα σε βοηθήσω εγώ… Όταν ο βασανισμένος συνήλθε, συνέχισε. Βάλθηκαν να τα ξεριζώσουν όλα. Δεν ισοπεδώνω, αλλά η αδικία πνίγει… Κείνη την στιγμή το μικρό αγόρι του Μανούσου χαδιάρικα πλησίασε τον μπαμπά και το καλομαθημένο χαιρέτησε από μόνο του και τον θείο. Πηγαίνεις σχολείο; Του χρόνου θείε που θα ‘ναι μεγάλος ο Γιαννιός. Είμαστε, βλέπεις μακριά από τη σχολική μονάδα και… Εδώ το ‘κοψε ο προβληματισμένος γονιός και μπροστά στο παιδί δε συνεχίστηκε η κριτική…
Τώρα ας σπάσομεν λίγο τη μαυρίλα της «ελεγείας» κι άκου τι συνέβη την περασμένη Κυριακή στον Άι Γιώργη μας. Ο ευλαβής παπάς μας μετά τη Θεία Λειτουργία, ως συνήθως δε μας κούρασε. Η αγαπημένη του προτροπή είναι, υπομονή παιδιά μου, δε θα αργήσει άσπρη μέρα και για μας και με μιας όλο το εκκλησίασμα άρχισε το τραγούδι της ευλογημένης μέρας… Προς το τέλος ακούγεται κι ο συνταξιούχος καθηγητής, πάτερ μη μας παρεξηγήσετε, απόλυτα σεβόμαστε τον ιερόν χώρο, μα να γίνομεν ασυγκράτητοι. Ίσα ίσα τούτος είναι ο τόπος που ο πόνος μαλακώνει και γιατρεύεται, απάντησε ο ψυχωμένος ιερουργός! Κι αν δε σε κούρασα να συνεχίσω: Η παιδαγωγός δασκάλα της Στ’ Δημοτικού ζήτησε από τα παιδιά να κλίνουν ουσιαστικά και ρήματα της επιλογής τους, ένα πανέξυπνο λοιπόν αγόρι ρώτησε θαρρετά, Κυρία; Μπορώ να επιλέξω κουρά κουρεύω κι άλλα τέτοια συνώνυμα; Η δε αηδονίσια φωνή μιας μαθήτριας ρώτησε κι κείνη, ποιας τρόικας κυρία της εξωτερικής ή της εσωτερικής; Και η τάξη σείστηκε από το γέλιο… Γι’ αυτό τα γερακοειδή φοβούνται την παιδεία που ανοίγει τους ορίζοντες των παιδιών…
Βλέπετε πλησιάζει κι ο Μάης με πολλά καλά. Τα σμήνη των υποψηφίων θα καταφθάνουν. Θα βρουν σώματα καταβασανισμένα κι ας τράφηκαν από ντομάτες και κρέατα της Β’ Ευρώπης, αλλά οι ψυχές ασφαλώς θα βροντοφωνάξουν: Στα σκαλοπάτια θα ανεβάσομεν μόνον αληθινούς ΤΑΓΟΥΣ… Εκείνους που θα ‘ναι ισάξιοι των περιστάσεων, όσους θα αντιμετωπίζουν με δυναμισμό τις συμφορές που μας «δώρισαν» και με στοργή και ευστροφία θα αναδείξουν πάνω στη δουλειά τις ικανότητες των νέων μας, εκείνους που καλαίσθητα θα αντικρίζουν τα πετροχελίδονα και τις περδικούλες μας. Καθόλου δε θα νοιάζονται, αν θα υπάρχουν και μερικά γεράκια που θα καθαρίσουν σε πολιτείες και χωριά τα σάπια και τα βρώμικα, των ανίκανων κι ανεύθυνων τα καμώματα… Δικό μας καθάριο ψωμί αναζητούμεν. Ας το καταλάβουν καλά όσοι προσποιούνται πως το αγνοούν.
(Η σκέψη κι η καρδιά στην χειμαζόμενη Κεφαλονιά…).