Ουγγαρία και Πολωνία είναι δύο χώρες που την εξουσία κατέχουν πολιτικοί, οι οποίοι διαθέτουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που επιτρέπουν σε πλήθος αναλυτών να τους χαρακτηρίζουν ως «λαϊκιστές». Αναφερόμαστε στον λαϊκισμό, όχι με την πολλές φορές αυθαίρετη χρήση του όρου σε τηλεοπτικά παράθυρα και δημοσιογραφικές στήλες, αλλά ως ένα πολιτικό φαινόμενο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως αυτά έχουν αποτυπωθεί στην βιβλιογραφία από τους μελετητές του ζητήματος.
Η λαϊκιστική ρητορική χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς ηγέτες για να πειστούν οι ψηφοφόροι για τις καλές τους προθέσεις, αποπροσανατολίζοντας τους από τον κίνδυνο, που ελλοχεύουν οι ιδέες τους για τη δημοκρατία. Ισχυρίζονται ότι θέλουν μια άλλη, καλύτερη δημοκρατία, ενώ στην πραγματικότητα οι μη φιλελεύθερες και αντιδημοκρατικές ενέργειές τους την υπονομεύουν.
Ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπάν του κυβερνών κόμματος FIDESZ έχει περάσει εκατοντάδες νόμους κατά της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και της ελευθεροτυπίας, ενώ διόρισε στρατιές δικών του ανθρώπων στους κρίσιμους τομείς του δημοσίου. Στην Πολωνία η κυβέρνηση του Ματέους Μοραβιέτσκι έχει έρθει σε ανοιχτή κόντρα με την Ευρωπαϊκή Ένωση για τις πολλές απόπειρες της να θέσει υπό πολιτικό έλεγχο τις δικαστικές αποφάσεις, με αποκορύφωμα τη δημιουργία του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Ανώτατου Δικαστηρίου. Φυσικά οι περιπτώσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας δεν είναι μοναδικές. Στο ίδιο μοτίβο κινούνται τόσο τα δεξιά όσο και τα αριστερά λαϊκιστικά κόμματα σε πολλές χώρες του κόσμου.
Στα καθ’ ημάς, παρόμοιες απόπειρες ελέγχου της δικαιοσύνης είχαμε με την δημιουργία του παραδικαστικού κυκλώματος με την εμπλοκή τότε υπουργών (και σήμερα υπόλογων στη δικαιοσύνη) της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Μόλις πριν δυο εβδομάδες, ο Παύλος Πολάκης μίλησε για την ανάγκη δημιουργίας δεύτερης σχολής δικαστών όταν ξαναέρθει το κόμμα του στην εξουσία και προγράμματος εθελούσιας εξόδου των σημερινών δικαστών. Ακόμη πιο πρόσφατα η Τασία Χριστοδουλοπούλου τόνισε ότι την επόμενη φορά πρέπει ως κόμμα «να μπούμε μέσα στους θεσμούς, και ειδικά στη δικαιοσύνη, με δικούς μας ανθρώπους».
Οι λαϊκιστές, παρά τις επιμέρους διαφορές τους σε συγκεκριμένα ζητήματα ανάλογα με το αν προέρχονται από την Δεξιά ή την Αριστερά (όπως π.χ. η μετανάστευση), διατηρούν στον πυρήνα της ιδεολογίας, των πρακτικών και της ρητορικής τους ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Ένα από αυτά είναι η απέχθεια τους προς τους δημοκρατικούς θεσμούς των φιλελεύθερων πολιτικών συστημάτων. Θεσμούς στους οποίους διαχέεται η εξουσία στις σύγχρονες δημοκρατίες, έτσι ώστε αυτή να μην συγκεντρώνεται στα χέρια ενός ή μιας ομάδας. Δεν υπάρχουν π.χ. λαϊκιστές που να «συμπαθούν» τις ανεξάρτητες αρχές (την κατάργηση των οποίων είχε προτείνει πρόσφατα και πάλι ο Παύλος Πολάκης, με την δημιουργία νέων υπό άμεσο πολιτικό έλεγχο).
Φυσικά το πρόβλημα δεν βρίσκεται στα πρόσωπα. Το πρόβλημα δεν είναι ότι η κυρία Τασία Χριστοδουλοπούλου, μετά την επιτυχημένη της πολιτική του «λιάζονται και εξαφανίζονται» στο μεταναστευτικό, επέστρεψε για να παραδώσει μαθήματα οικοδόμησης κομματικού κράτους και ελέγχου των δημοκρατικών θεσμών. Το πρόβλημα βρίσκεται στον πυρήνα των αντιλήψεων του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δεν υφίσταται κάποια πρωτοτυπία σε αυτές τις πρακτικές. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο δραστηριοποιούνται όλα τα λαϊκιστικά κόμματα σε όλο τον Δυτικό κόσμο. Πρόκειται για ένα φαινόμενο παθογένειας των σύγχρονων δημοκρατιών που έχει έρθει για να μείνει. Το ζητούμενο είναι η επιρροή που ασκεί στην κοινωνία και αν αυτή φτάνει σε βαθμό που μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια.