Το δέρμα ψόφιου λιονταριού εφόρεσε ένας όνος
κι όλους τους κατατρόμαζε και νόμιζε είν’ μόνος
αφέντης και κυρίαρχος του κόσμου και του δάσους
και να γκαρίζει άρχισε μετά περίσσιου πάθους!
Το γκάρισμα τον πρόδωσε πως είν’ απατεώνας
κι όλοι τον καρπαζώνανε κι έγινε κυκεώνας…
Και του ‘λεγαν: Ηλίθιε, ο λέοντας μουγκρίζει
κι από τα ζώα, μοναχά ο γάιδαρος γκαρίζει.
Κι ο γάιδαρος τους φώναξε: Φίλοι αν μ’ αγαπάτε
για ένα αστείο που ‘καμα άλλο μη με βαράτε
κι ακούσετε τη σκέψη μου, ακούστε τον καημό μου,
τον πόνο τον αβάσταχτο! και το παράπονό μου.
Κανένα ‘γω δεν έβλαψα, δίκιο, δεν έχω πάρει
και τρέφομαι με άχυρα και με χλωρό χορτάρι.
Που ‘καμα δίκαια μοιρασιά! με ‘φαγε το λιοντάρι
κι ασήκωτα! στην πλάτη μου, όλοι φορτώνουν βάρη.
Την βιβλική μου υπομονή! την γελοιοποιούνε
και λέν: Για το γινάτι μου… πως με κακοποιούνε.
Που ‘χω μεγάλα όργανα (αυτιά – πουλί – κεφάλι…)
με ζήλεια τα υποτιμούν γιατί δεν τα ‘χουν άλλοι…
Αν θα μου φύγει μια κλανιά απ’ τους πολλούς τους κόπους
με φτύνουνε και με χτυπούν, γιατί… «δεν έχω τρόπους…».
Κι αφού τρώει τις σάρκες μου μαζί με τη ζωή μου
κι η …κουτσουλιά… η αλεπού, επόνεσε η ψυχή μου
και την προβιά εφόρεσα να κάμω να χεστούνε
όλοι οι φίλοι και εχθροί που με ταλαιπωρούνε.
Αν τούτο το αστείο μου σηκώνει τιμωρία
να δείρετε τον άνθρωπο που έχει την μωρία
κι όπου βρεθεί κι όπου σταθεί στα σοβαρά το κάνει
και με τους Λεονταρισμούς, λιοντάρι παριστάνει.
Τα ζώα όμως του ‘πανε: Γι’ αυτόν, να ξέρεις ένα!
Έχει λιγότερο μυαλό ακόμα και από ‘Σένα…
(Το ποίημα κέρδισε το πρώτο βραβείο στον 4ο διεθνή φιλοζωικό διαγωνισμό που έχει έδρα τη Λαμία).