Εεε, νεαρέ! Ναι, σε σένα μιλώ που στέκεσαι δίπλα μου ή μάλλον κάτω μου λιβανίζοντάς με με το τσιγάρο σου και ετοιμάζεσαι με το σπρέι σου να με γεμίσεις… τατουάζ. Βάλε την μάχαιραν… το σπρέι στην τσέπη σου και άκουσέ με. Είμαι βέβαιος ότι μπορείς και τα δύο. Έτσι μπράβο!
Εγώ είμαι το κωδωνοστάσι ή, αλλιώς, τo καμπαναριό των Εισοδίων της Παναγίας, του Μητροπολιτικού ναού της Πόλης. Δεν ξέρω αν αυτό σου λέει κάτι, αλλά εσύ ποιος είσαι; Δεν απαντάς; Καλά, άκουσε πρώτα εμένα και μετά παίρνεις εσύ το λόγο…
Μ’ έκτισαν, λοιπόν, πέτρα-πέτρα οι πρωτομάστορες Βασίλης Σταματάκης και Μανόλης Δασκαλάκης. Δεν ήταν τυχαίοι. Οι ίδιοι έχτισαν το Δημοτικό Νοσοκομείο, λεγόμενο και «Ρωσικό» ή «Τσάρειο», όπου σήμερα στεγάζεται η Σχολή Χωροφυλακής. Γιατί στραβομουτσουνιάζεις;
Με έκτισαν, βέβαια, σε σχέδια του πρακτικού μηχανικού Γιώργη Δασκαλάκη, που κανόνισε το νεοκλασικό σωματότυπό μου ή, αν θες, το «σουλούπι» μου. Είναι ο ίδιος που έκανε τα σχέδια και του Μιναρέ της Νερατζές καθώς και του «Τούρκικου» Σχολείου. Μόνο που αυτά πρόλαβε να τα καμαρώσει, ενώ εμένα με άφησε ατελείωτο, στο μισό του σημερινού μου ύψους. Στενοχωρήθηκα που δεν πρόλαβε να ακούσει τις χαρμόσυνες καμπάνες μου τη μέρα της ολοκλήρωσής μου, αλλά και που εγώ δεν πρόλαβα να κτυπήσω τις καμπάνες μου πένθιμα για το χαμό του. Δεν τον ξέχασα όμως ποτέ. Η λήθη και η αχαριστία είναι θανάσιμα αμαρτήματα.
Στην ίδια περίπου θέση υπήρχε πριν από μένα το μικρό καμπαναριό της προηγούμενης εκκλησίας με τρεις καμπάνες, το οποίο κατεδαφίστηκε για χάρη μου και χάρη στην επιμονή του τότε Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Ιερόθεου Μπραγουδάκη. Τις καμπάνες βέβαια αυτές τις συμπεριέλαβα στις καινούριες μου. Έτσι πρέπει να γίνεται. Αυτό που έρχεται πρέπει να είναι καλύτερο απ’ το προηγούμενο που αντικαθιστά. Δεν πρέπει να γκρεμίζουμε, αν δεν μπορούμε να κτίσουμε κάτι καλύτερο στη θέση του. Ούτε πρέπει να καταργούμε τα πάντα αδιακρίτως, εάν αξίζει να κρατήσουμε κάτι από αυτά σε μια δημιουργική σύζευξη με το νέο. Εσύ τι λες; Δε μιλάς. Ξέρω ότι εσύ, λόγω φύσης, συμφωνείς σίγουρα με τα μισά απ’ όσα λέω. Εννοώ το γκρέμισμα. Το δύσκολο όμως είναι τα άλλα μισά. Γελάς, ε; Κάτι ξέρεις εσύ.
Η πρώτη μου πέτρα μπήκε στα θεμέλια μου το 1892, τη χρονιά ακριβώς που ολοκληρωνόταν μετά από πέντε χρόνων δουλειά ο… ψηλολέλεκας ο μιναρές, ύψους 33 μέτρων. Έτσι τον λέω, γιατί έχουμε οικειότητα. Τρία ολόκληρα χρόνια (1892-1894) πάλευαν για τα είκοσι τρία και κάτι μέτρα μου. Ας είναι καλά η Χριστιανική Δημογεροντία, το Νοσοκομείο και κάποιοι Ρεθεμνιώτες πολίτες που έβαλαν τα χρήματα. Τους στοίχισα περίπου οκτώμισι χιλιάδες γρόσια. Τι κάνεις, προσπαθείς να βρεις στο κινητό σου την ισοτιμία με το ευρώ;
Όλα, βέβαια, καταγραμμένα σε ειδικό βιβλίο με το «νι» και με το «σίγμα» και μέχρι το τελευταίο γρόσι αιτιολογημένα. Γελάς; Μετά από τόσα που είδαν τα μάτια σου τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας είναι φυσικό να είσαι δύσπιστος. Όμως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι. γι’ αυτό άλλωστε επιβίωσε η κοινωνία και ο πολιτισμός, έστω με βαριά τραύματα! Η ισοπέδωση ευθυνών δεν είναι ισότητα αλλά ανισότητα.
Οι Τούρκοι -είχαμε ακόμη τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία- δεν με έβλεπαν, βέβαια, με καλό μάτι. Ο Νουσρέτ πασάς, ο διοικητής του Ρεθύμνου, άφριζε από το κακό του και επιχείρησε να σταματήσει με κάθε τρόπο το χτίσιμό μου. Άλλος… Ηρώδης! Τελικά όμως ξεπεράστηκαν οι αντιρρήσεις χάρη στη διπλωματία του Μητροπολίτη Ιερόθεου Μπραγουδάκη, που προκάλεσε την παρέμβαση της ομόδοξης Ρωσίας στο Σουλτάνο. Όπως βλέπεις, όλα θέλουν τον τρόπο τους, γιατί «Δεινόν προς κέντρα λακτίζειν», όπως λέει ο Απόστολος Παύλος. Δηλαδή είναι οδυνηρό να κλοτσά κανείς αιχμηρά αντικείμενα…
Στα τρίτα μου γενέθλια, μου δώρισαν το πρώτο μου ρολόι! Είχα το καλύτερο ρολόι και μικρός καθώς ήμουν το έκανα επίδειξη. Υπάρχει ακόμη σε πολλούς η άποψη ότι το ρολόι μου το έφεραν οι ομόδοξοι Ρώσοι που πήραν για αντάλλαγμα τη μια από τις κάρες των Τεσσάρων Μαρτύρων. Πρόκειται ασφαλώς για λαθεμένη άποψη, που όμως δείχνει το πόσο σπουδαίο θεωρήθηκε το ρολόι μου. Είναι έργο του Ιταλού Ιάκωβου Σολάρε, που άφησε το εργαστήρι του στο Ούντινε της Ιταλίας και ήρθε και μου το φόρεσε. Και τι ρολόι! Δούλευε 100 ολόκληρα χρόνια, από το 1894 έως το 1994. Δεν ήταν όμως λίγα και τα 600.000 φράγκα που στοίχισε. Τι κάνεις, προσπαθείς να βρεις στο κινητό σου την ισοτιμία φράγκου με το ευρώ; Συγκέντρωνε τα βλέμματα των περισσότερων, μια και λίγοι είχαν δικό τους ρολόι μέχρι τη δεκαετία του ’50. Τώρα αναπαύεται στο γειτονικό Εκκλησιαστικό Μουσείο. Αυτό που έχω τώρα και 20 χρόνια είναι σαν το δικό σου, ηλεκτρονικό. Δε λέω, μεγάλη ευκολία η σύγχρονη τεχνολογία, αλλά -να σου πω την αλήθεια- είχα αναπτύξει μια ζεστή σχέση με τους παλιούς κουρντιστές, όπως τους Μαθιουδάκηδες, το Μουρτζανό, το Ντασιωνάκη, το Γοβατζιδάκη και άλλους. μια σχέση που μου λείπει…
Και τι δεν θυμάμαι!… Θυμάμαι τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής όταν πρωτοήρθαν… Σταματούσαν, με κοίταζαν από… τα νύχια ως την κορφή και έλεγαν: «Ωραίο είσαι και του λόγου σου, μα όχι σαν το καμπαναριό της Αγιάς Φωτεινής της Σμύρνης μας, που το ‘καψαν οι αθεόφοβοι το ’22!». Δεν τους παρεξηγούσα, γιατί ήξερα όχι μόνο ότι αυτό ήταν η αλήθεια, αλλά και ότι πίσω από τα καυτά τους δάκρυα ούτως ή άλλως δεν μπορούσαν να δουν διαφορετικά. Άλλη φορά τους άκουγα μέσα από το αγκομαχητό της βιοπάλης να λένε: «Αχ, ρολογάκι μου! Χτύπησε την ώρα της επιστροφής, κι εγώ θα ασημώσω τις καμπάνες σου!»… Και για να σου πω την αλήθεια, σα να ‘νιωθα να χτυπάει μέσα στο ρολόι μου η… ψυχή του ρολογιού του καμπαναριού της Αγίας Φωτεινής, που είχε αρχίσει να χτυπά δυο χρόνια πριν το δικό μου!… Και υπήρχαν στιγμές, που δεν άντεχα να τους βλέπω να υποφέρουν και μου ‘ρχόταν ν’ αρχίσω να κατακτυπώ τρελά τις καμπάνες μου, για να τους κάνω να ζήσουν έστω για λίγο την ψευδαίσθηση της Επιστροφής στην πατρίδα!…
Επέζησα ως εκ θαύματος από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς του ’41, ενώ όλα γύρω μου είχαν γίνει… Γη Μαδιάμ! Μια βόμβα έπεσε στο διπλανό σπίτι κι εκσφενδονίστηκαν τα… σπλάχνα του στον αέρα! Ένας καναπές απογειώθηκε, προσγειώθηκε στο θόλο μου και καρφώθηκε στο αλεξικέραυνό του. Έγινα εγώ ο… καναπές του καναπέ! Μη το γελάς. Υπάρχει και σχετική φωτογραφία που τράβηξε ένας από τους «ιππότες» ναζί αλεξιπτωτιστές. Απορώ πώς δεν ανέφερε τη «βαρβαρική» αυτή πράξη μου ο «τιμημένος» από διαβασμένους και αδιάβαστους πανεπιστημιακούς μας Χάινς Ρίχτερ στο βιβλίο του «Η κατάκτηση της Κρήτης», όπου παρουσιάζει τους επιτιθέμενους ναζί ως «ιππότες» ενώ τους αμυνόμενους υπέρ βωμών και εστιών Κρητικούς ως «βαρβάρους». Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου»… Τι με κοιτάς με αυτό το ύφος; Πρέπει να συγκρατιόμαστε. σε ιερό χώρο βρισκόμαστε.
Έζησα στη συνέχεια την κατεδάφιση της ετοιμόρροπης παλιάς εκκλησίας (1955) και το κτίσιμο της καινούριας, που κράτησε 10 ολόκληρα χρόνια (1956-1966). Σκόνη, λασπουριό, φασαρία… Αλλά αυτά έχει πάντα η αλλαγή και η δημιουργία. Τι έγινε όμως στην πρώτη λειτουργία δεν περιγράφεται. Μη σε ζαλίζω τώρα με λεπτομέρειες. Εν τω μεταξύ αποχωρίστηκα δύο καμπάνες, δυο παιδιά μου, θα έλεγα…
Τώρα και δεκαετίες ο ήχος μου φτάνει στ’ αυτιά όλων των Ρεθεμνιωτών ανάλογα με την περίσταση: γλυκόλαλος τις Κυριακές, που τους καλώ στην εκκλησία, χαρμόσυνος στις γιορτές, δοξαστικός στις εθνικές επετείους, λυπητερός στα πένθη και τη μεγαλοβδομάδα των Παθών, διθυραμβικός τα Χριστούγεννα και την Ανάσταση, εκκωφαντικός και εγερτήριος στις πυρκαγιές. Σημαίνω βέβαια και την ώρα και τα τέταρτα με τις δύο καμπάνες πάνω από το θόλο μου.
Η πρώτη μου καμπάνα ήταν πολύ μεγάλη, δώρο των οινοπωλών, μα θαρρώ πως και ο μαστρο-Γιώργης ο Φραγάκης μάλλον θα τα ‘χε τσούξει όταν την έφτιαχνε, γιατί ράγισε τον ίδιο χρόνο. Ο λαός την έλεγε «Γερόντισσα». Πού να στα λέω! Την κατέβασαν με χίλια ζόρια, την έστειλαν στη Βενετία, όπου την έλιωσαν και από το υλικό της έφτιαξαν 8 νέες καμπάνες, που πήραν τα ονόματα: Θεόδωρος ντε Χιοστάκ, Ζαμόφσκυ, Λόβσκυ, Ζιτόρμσκυ, Μοδλίσκυ… Όχι, μη βιάζεσαι∙ δεν πρόκειται για παίκτες της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Ρωσίας. Είναι το όνομα του γενικού Ρώσου Διοικητή, το πρώτο, και των διοικητών τεσσάρων ρωσικών συνταγμάτων στο Ρέθυμνο, τα άλλα. Η Ρωσία ήταν μια από τις Προστάτιδες Δυνάμεις που είχε αναλάβει τότε το Ρέθυμνο επί Κρητικής Αυτονομίας. Τα ονόματα των υπολοίπων είναι: Σύνταγμα Σκοπευτών, Ταξιαρχία Πυροβολικού και Ελευθερωθείσα Πατρίς… Γελάς με το τελευταίο, ε; Είσαι ακόμη μικρός για να καταλάβεις… Ίσως να είμαι κι εγώ σε πολύ μεγάλη ηλικία για να δείχνω πως καταλαβαίνω.
Άλλη μια φορά, έσπασε η καμπάνα που είχα στο θόλο του κωδωνοστασίου μου και τα κομμάτια της σκορπίστηκαν στον περίβολο και στους γύρω δρόμους! Ήταν δώρο του Θεόδωρου Τριφύλλη. Οι κακές μάλιστα γλώσσες έλεγαν -σαν να τους ακούω κάτω μου- ότι… «έσκασε από το κακό της», όταν πέρασε από κάτω ο συγγραφέας Ανδρέας Νενεδάκης, που τα είχε σούρει για τα καλά στα βιβλία του «Βουκεφάλες» και «Άδεια Ηνιοχείας» στο δωρητή, που θεωρούσε ως ένα από τους… αρχιβουκεφάλες. Κάποιοι λυπήθηκαν που δεν έπεσε στην… «κεφάλα» του κι άλλοι το χάρηκαν, όπως εγώ…
Εγώ λέω το ένα, λέω και το άλλο. Εγώ νιώθω ευγνώμων προς τον Τριφύλλη, και νιώθω άσχημα που δεν γράφτηκε το όνομά του στην πλάκα των δωρητών στην πρόσοψη του πρόναου του μητροπολιτικού ναού. Νιώθω όμως και συμπάθεια προς το Νενεδάκη… Τι θυμήθηκα, Θεέ μου! Εμένα που με βλέπεις έχω πρωταγωνιστήσει στο βιβλίο του Άδεια Ηνιοχείας1, που αναφέρεται στην περίοδο του μεσοπολέμου (1920-1940). Άκουσον, άκουσον! Τα ξημερώματα κάποιας Πρωτομαγιάς μια κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο ανέμιζε στο παράθυρό μου. Άλλοι έλεγαν ότι ήταν δουλειά του βασιλικού Δεσπότη, για να εκθέσει τους βενιζελικούς, και άλλοι της χωροφυλακής, ως προβοκάτσια για να πιάσει τους διανοούμενους. Εντωμεταξύ, με εντολή του Συνταγματάρχη-Διοικητή του στρατοπέδου που είχε άλλη άποψη, βασανίζονταν στα πειθαρχεία οι ταλαίπωροι ταμπάκηδες, για να παραδεχτούν την ανύπαρκτη «ενοχή» τους! Πού να υποψιαστεί κανείς ότι ο πραγματικός δράστης ήταν η μικρή προσφυγοπούλα Χρυσή, βαλτή από τον πατέρα της. Η υπόθεση μάλιστα είχε τραγελαφική κατάληξη: Στην είσοδό μου περνούσε τις νύχτες του, χειμώνα- καλοκαίρι, ο αλκοολικός, άστεγος και ρακένδυτος Γκόγκος. Στην κατάθεση που του ζητήθηκε από την αστυνομία μίλησε για ένα κοριτσάκι που είδε μέσα στη θολούρα του να περνά την είσοδό μου· όμως αυτό παρερμηνεύθηκε και ενοχοποιήθηκε ένας «διάσημος γκέι του καλού κόσμου» του δρόμου των Τσάρων -σημερινής Αρκαδίου-, που τον επισκεπτόταν που και που εδώ και έλεγε ότι ήταν το «κοριτσάκι του»!… Όπως σου τα λέω. Και, για να μη με πάρεις για ρατσιστή κι έχουμε άλλα, σου λέω ότι βασική αρχή μου είναι αυτό που ο απόστολος Παύλος λέει στον περίφημο λόγο του προς τους Γαλάτες: «Ουκ ένι άρσεν και θήλυ. Πάντες γαρ υμείς εις (:ένας) εστέ εν Χριστώ Ιησού». Μην αναζητάς στο κινητό σου τη μετάφραση. «Ουκ ένι» σημαίνει «δεν υπάρχει» και το «εις» είναι το αριθμητικό «ένας» και όχι η πρόθεση…
Μπορεί να μην ξεκουνάω από τη βάση μου, αλλά έχουν δει εμένα τα μάτια μου! Τι γάμους, τι βαφτίσεις, τι κηδείες, τι ενθρονίσεις, τι τιμητικά αγήματα! Μέχρι και τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο υποδέχτηκα με τις καμπάνες μου το 1992. Τι ζητιάνους με τεντωμένο το χέρι και τι άρχοντες με καβούρια στην τσέπη! Τοπικούς άρχοντες να μην χάνουν λειτουργία και όταν έχαναν τις εκλογές να μην ξαναπατούν το ποδάρι τους. Άσε που γίνομαι κάποτε άθελά μου θεατής πασαρέλας μόδας. Μερικές λες και πάνε σε ρεβεγιόν ή σε διαγωνισμό για φωτογράφηση ή τηλεοπτική πρωϊνάδικη εκπομπή.
Το πιο κωμικοτραγικό που είδα ήταν όταν έκτισαν το 1987 με τούβλα την κεντρική είσοδο της εκκλησίας, για να μην περάσει ο νέος Μητροπολίτης Θεόδωρος, που μόλις εκλέχτηκε Μητροπολίτης Ρεθύμνης από Λάμπης και Σφακίων μετά το θάνατο του αείμνηστου Τίτου. Μετά που εγκαταστάθηκε όμως, να δεις υποκλίσεις και χειροφιλήματα που του έκαναν οι ίδιοι οι κτιστάδες και να φρίξεις! Και «είμαι σε θέση» να γνωρίζω ότι τους ήξερε, αλλά προτίμησε να δείξει συγχωρητική γενναιοψυχία απέναντι στην «ασυγχώρητη» μικροψυχία τους. Αυτό είναι και το μεγαλείο της θρησκείας μας. Τέλος πάντων… Εύχομαι να μη χρειαστεί να δείξω κι εγώ αυτό το μεγαλείο για τη μικρότητα που ήλθες ή σε έστειλαν να κάνεις…
Εμένα που με βλέπεις μ’ έχουν τιμήσει συγγραφείς, ζωγράφοι, φωτογράφοι και ποιητές! Ο Γιώργος Καλομενόπουλος ο τροβαδούρος του Ρεθύμνου στο ποίημα του «Το καμπαναριό»2 μου εξομολογείται:
Εγέρασα και ν’ανέβω πια στο κορμί μου δε βολεί,
μα μου χαϊδεύει την ψυχή κι έτσι που σε θυμούμαι,
τη θύμηση στρώνω χαλί και εις στο πρώτο σου σκαλί
-νοσταλγικός προσκηνητής- ξαπλώνω και κοιμούμαι.
Άκου και το ποίημα: «Της εκκλησιάς του Ρέθεμνου ρολόι»3 της Μαίρης Αντωνακη:
Στον ουρανό εφτάψηλο θαρρούσα ακουμπούσες
και των ωρών οι γύροι σου, σου δίνανε ζωή
κάθε λεφτό της ζήσης μας, σχολαστικά μετρούσες
κι έδινες με το χτύπο σου και στ’ άψυχα πνοή.
Σα γέρος που ξαπόστασε και στάθηκε σε μια γωνιά
κι αναμετρά φίλο πιστό στα χέρια κομπολόι,
έτσι και συ απόμεινες στου κάθ’ ενός μας την καρδιά
εφτάψηλο, που δε γερνάς, της εκκλησιάς του Ρέθεμνου ρολόι…
Σου άρεσε; Άκου και το «Το ρολόι»4 του Γιώργου Γεωρβασάκη:
Στον παλιωμένο σου τον τοίχο/μετρώ ακούραστα το χρόνο
και με το ρυθμικό μου ήχο/της μοναξιάς σκορπώ τον πόνο.
Μέσα στο διάβα των αιώνω,/που χύνεται γοργά και πάει,
μονάχα εμένα, εμένα μόνο/η υπομονή μου τον μετράει.
Της τέχνης είμαι χαϊδοπαίδι/από ανθρώπου σοφή γνώμη,
στον κόσμο ολόλαμπρο αστέρι/και μεσ’ στο λογισμό τιμόνι.
Ο κάθε χτύπος μου που πάει/και μέσα στ’ άπειρο αχνός σβηέται
πόνους και πόθους ξεψυχάει.
Κι ο κάθε χτύπος που προσμένω/για μια σου ελπίδα που γεννιέται
Με τριαντάφυλλα τον ραίνω…
Με ιστόρησαν πολλοί, ερασιτέχνες και μη. Ανάμεσά τους και ο Χάρης Παπαδάκης5 και ο πρωτοπρεσβύτερος Χαράλαμπος Καμηλάκης6. Είναι αυτός που με τις προσπάθειές του έγινε το μουσείο του μητροπολιτικού ναού, όπου αναπαύονται και οι παλιές καμπάνες μου. Πώς το χαρακτήρισες, ΚΑΠΗ; Έστω. Έχεις χιούμορ βλέπω. Αυτό είναι καλό.
Όλα αυτά, βέβαια, δεν τα μαθαίνω με… επιφοίτηση του Αγίου πνεύματος, αλλά από τους ξεναγούς το καλοκαίρι και από κάποιους εκπαιδευτικούς που φέρνουν τους μαθητές τους, τους ταξιδεύουν στην ιστορία μου, τους διαβάζουν όσα έχουν γραφεί για μένα, τους αναθέτουν να με ζωγραφίζουν ή να πλάθουν ιστοριούλες και να με βάζουν μέσα. Κυρίως δάσκαλοι, γιατί από μικρή ηλικία πρέπει να ξεκινά η μνημειακή αγωγή.
Συγγνώμη που σε κούρασα με τη γεροντική φλυαρία μου. Όμως, για τους γέρους είναι ό,τι καλύτερο η συντροφιά των νέων. Και οι νέοι βέβαια μόνο χαμένοι δε βγαίνουν από τέτοια παρέα.
Εγώ ξέρεις πόσα έμαθα και από την παρέα με το Μιναρέ της Νερατζές; Αποκρεμιόμαστε τα βράδια, τα ψιλοκουβεντιάζαμε και περνούσε η ώρα. Τώρα και δέκα χρόνια που τον κουτσοτρούλησαν και τον έβαλαν σε μεταλλική υποστήριξη, μου ραγίζουν την καρδιά οι αναστεναγμοί του. Και ‘γώ στη θέση του θα ένιωθα σαν… φασκιωμένος, σαν… Προμηθέας δεσμώτης, σαν… πύραυλος έτοιμος για εκτόξευση, όπως λέει. Τώρα, εδώ που τα λέμε, παραήταν ψηλός. Νόμιζες ότι έξυνε τον ουρανό… Εντάξει, βρήκε εποχές και τις αξιοποίησε, αλλά δεν βαριέσαι! Χαίρομαι που τώρα απελευθερώνεται από τη μεταλλική σκαλωσιά και θα κοσμεί πάλι την πόλη μας ως ένα από τα εμβληματικά «σύμβολά» της. Ε, και θα ναι και προσγειωμένος λόγω της περιπέτειάς του.
Τι είπες, ότι είναι σύμβολο κατάκτησης; Δεν είναι κακό να θυμόμαστε τους παλιούς κατακτητές. Είναι θέμα αυτογνωσίας και προληπτικής αυτοπροστασίας μας από νέους. Να ξέρεις όμως ότι στην τέχνη δε χωρά μισαλλοδοξία. Μακάρι να ξαναστηθεί και το ενετικό ρολόι. Τι αρχιτεκτονικό μνημείο! Τι δράμα και κείνο! Το 1945 το Δημοτικό Συμβούλιο πήρε με στενομυαλιά την απόφαση να το απογκρεμίσουν -ήταν κι αυτό κουτσοτρουλισμένο- για να φαρδύνει ο δρόμος και έβγαλαν τα ογκώδη αγκωνάρια του στο σφυρί για την οικοδόμηση άλλων κτισμάτων! Το μουγκρητό τους κατά τον τεμαχισμό τους έσκιζε τον αέρα και την καρδιά μου! Τα αγκωνάρια, που επί τρεισήμισι αιώνες καμάρωναν στο ενετικό ρολόι! Ακούς εκεί! Ένα ρολόι που σεβάστηκαν οι Τούρκοι ακόμη και οι βόμβες των Γερμανών, όπως άλλωστε και μένα… Έπεσε και αυτός στο βωμό της δήθεν «προόδου», όπως και άλλα μνημεία της πόλης.
Πρέπει να ξέρεις, όμως, ότι τα μνημεία εκδικούνται. Τα βράδια βγαίνουν τα φαντάσματά τους, σαν τους… Δροσουλίτες! Μη με κοιτάς έτσι. αστειεύομαι. Για τους δροσουλίτες, όχι για την εκδίκηση, που την παίρνουν ακριβώς με την απουσία τους.
Και με τον αιγυπτιακό φάρο τα λέμε όταν φυσάει βοριαδάκι. Μου λέει τα βάσανά του και την αγωνία του. Φοβάται πως θα γίνει υποβρύχιο στη θάλασσα, που του έχει υπονομεύσει τα ύφαλα. Εντάξει είναι μισό αιώνα μεγαλύτερός μου, αλλά δεν δικαιολογείται να είναι σε τέτοια κατάσταση. Είναι και προσάφορμος, τον έφαγε όμως και η αλμύρα και το αγιάζι…
Τα λέμε, φυσικά και με την αρχόντισσα Φορτέτζα, το σήμα κατατεθέν της πόλης, ιδίως τα ανοιξιάτικα και καλοκαιρινά βράδια, όταν κατεβαίνει το αεράκι μέσα από τις πολεμίστρες της και με λούζει… Μου λέει κι αυτή τα βάσανά της με τις ρίγανες και τις συκές που φυτρώνουν στα πλευρά της, που σκαρφαλώνουν στα τείχη της σαν τους στρατιώτες του Χουσεΐν του πορθητή της. Τρίζουν τα κόκκαλά της από τις ρίζες που εισχωρούν μέσα της. Δεν αντέχει το σωματικό και ψυχικό πόνο να βλέπει τα κομμάτια της να αποκολλούνται σαν να είναι λεπρή. Κάποτε σαρκάζεται, λέγοντας ότι θα συμβάλει στην τοπική γεωργική παραγωγή και άλλοτε αυτοσαρκάζεται ότι είναι προσομοίωση… των «κρεμαστών κήπων» της Βαβυλώνας. Τώρα τελευταία άρχισαν να αναζωπυρώνονται οι ελπίδες της για αποψίλωση και αποκατάσταση των ρωγμών της. Ελπίζω να μην… καούν!
Ξέρεις, εμείς τα μνημεία τα βρίσκουμε μεταξύ μας, έχουμε αλληλεγγύη, γιατί είμαστε παιδιά της ίδιας μάνας, της Τέχνης, και εγγόνια της ίδιας γιαγιάς, της Ιστορίας. Σκέψου ότι ο Μιναρές, όπως μου είπε ο ίδιος, και τις δύο φορές που κακοποίησαν με γκράφιτι το ανεγκαινίαστο ακόμη Μνημείο Μικρασιατικής Καταστροφής μπροστά του, στην Πλατεία Μικρασιατών, δάκρυσε και στενοχωριόταν που δεν είχε χέρια να τους πετάξει τις πέτρες που περίμεναν ψηλά στην σκαλωσιά την επανατοποθέτησή τους στον τρούλο του. Εμείς έχουμε αλληλοκατανόηση. Αν ανέβεις στο πρώτο από τα τέσσερα επίπεδά μου με τα 88 σκαλοπάτια της εσωτερικής κυκλικής σκάλας μου, θα το αντιληφθείς. Κι αν αγναντέψεις την πόλη από τη Φορτέτζα, ακόμη καλύτερα. Το πρόβλημά μας είναι η αδιαφορία των ανθρώπων… Αυτοί, για παράδειγμα, που γράφουν πάνω μας, αλλά και αυτοί που… μας γράφουν κανονικά! Ξέρεις εμείς δεν έχουμε ανάγκη από ένα σύμφωνο συμβίωσης, αλλά από ένα σύμφωνο επιβίωσης και αξιοπρεπούς διαβίωσης… Κοίτα μην κάνεις καμιά κουταμάρα… Είμαι κατασκευασμένο από πωρόλιθο και δεν βγαίνει εύκολα ο μπογιάς! Εξάλλου, εκτός από αντιαισθητικό και βανδαλιστικό, είναι και αντιοικονομικό. Αν δεν έχουν αξιοπρεπή εμφάνιση τα μνημεία του Ρεθύμνου, πως θα εδραιωθεί η πόλη μας στον τουριστικό χάρτη ως τουριστικός προορισμός; Μήπως θα σου άρεσε από «Πόλη των γραμμάτων» να μετονομαστεί σε «πόλη των γκράφιτι» ή μάλλον των… «γκρρρ!», για να μην προσβάλλω και όλα τα γκράφιτι ως τέχνη; Πέρα από αυτά, δεν νομίζεις ότι είναι και άνανδρο να κακοποιείς κάποιον καθηλωμένο και ανήμπορο να αντιδράσει; Ναι, συμφωνώ απόλυτα ότι είναι άνανδρο και το να κακοποιείται η νεολαία, αλλά η κακοποίηση των μνημείων δεν είναι λύση…
Πάρε τώρα κι εσύ το λόγο. Πες μου ποιος είσαι και τι ζητάς. Δεν μιλάς; Αν θέλεις, μην πεις τίποτε και πήγαινε για ύπνο. Αύριο σκέφτεσαι με καθαρό το μυαλό αυτά που σου είπα και τα ξαναλέμε… Εεεε, τι κάνεις; Σου είπα να πάρεις το λόγο… Τον προφορικό εννοούσα… Αν θέλεις το γραφτό, υπάρχουν άλλοι τρόποι πιο οικο-λογικοί και στο φως της ημέρας… Δείξε την αντίδρασή σου με τη φωνή σου τη δυναμική σε ότι σε πληγώνει. Γιατί ξέρω ότι σε πάρα πολλά έχεις δίκιο, που βέβαια δεν το κερδίζεις με γκράφιτι πάνω στα μνημεία, όσο και αν τα συνδέεις με το κατεστημένο. Μην όμως φτάσουμε και στο βυζαντινό «Η παπαδιά (παρ)έπεσε (ή, αν θέλεις, ο παπάς) και δέρνουν το σαμάρι». Τι είπες; Ότι εγώ είμαι τελικά ένα όργανο και τίποτε άλλο; Εσύ τι θα είσαι, αν τώρα γράψεις πάνω μου; Έτσι μπράβο… Το ‘ξερα ότι έχεις καλά στοιχεία μέσα σου. γι αυτό μπορείς και με ακούς τόση ώρα… Καληνύχτα, παιδί μου, ή μάλλον καλό ξημέρωμα πια… Άντε στο καλό και Καλή ή μάλλον Καλύτερη Χρονιά… Γιατί σταματάς; Μην σταματάς! Προχώρα! Άσε το κινητό να κτυπά. Αγνόησε και αυτά τα μηνύματα! Μην γυρίσεις πίσω! Μηηηη!…
1. Ανδρέας Νενεδάκης, Άδεια ηνιοχείας, 1999, σ. 93
2. Γιώργος Καλομενόπουλος, Ποιήματα, 1964
3. Μαίρη Αντωνακάκη, Ζωγραφίζοντας Ποίηση, 1969
4. Γιώργος Γεωρβασάκης, Μια ζωή ποιήματα, Χανιά 2009, σελ. 133
5. Παπαδάκης χάρης, Τα Χασαπιά και όχι μόνο, Ρέθυμνο 2005, σελ. 167-172
6. Πρωτ. Χαράλ. Καμηλάκης, «Ο Μητροπολιτικός ιερός ναός και τα περί αυτόν κτίσματα και παρεκκλήσια», Ρέθυμνο 1999, σ. 47-58.
* Ο Γιώργος Φρυγανάκης είναι φιλόλογος – συγγραφέας