«Όλοι μπορεί να γίνουν ποιητές. Όλοι μπορούν να γίνουν. Όλοι. Απ’ τα πολλά της ζωής όταν διαλέξουν λίγα. Απ’ τα λίγα όταν ξεχωρίσουν ένα. Και η καρδιά τους αυτόβουλα, αυθόρμητα, αυτόφωτα μόλις την πένα πιάσει κι αρχίσει να γράφει…
Τα ρήματα και τα ουσιαστικά γυρεύοντας της ποίησης να βρω και σε σειρά να βάλω, τα μάτια των ανθρώπων αναζητώ! Φως και δύναμη, αγάπη και ελπίδα να μου δώσουν και να τους χαρίσω! Όπως το παιδί που ψάχνει τη γνώση στ’ αλφαβητάρι και τον έρωτα στ’ ουρανού τα πεφταστέρια…
Δεν είναι η ψυχή μου μήτε πέτρα, μήτε μαριονέτα. Δεν είναι ο νους μου μήτε σκλάβος, μήτε υποζύγιο. Δεν είναι τα χέρια μου δοκιμαστήρια των αλυσίδων.
Με την ψυχή, πονώ, χαίρομαι, μα και αγαπώ. Με το νου, κρίνω, στοχάζομαι, αντιλαμβάνομαι. Με της ποίησης τα τέχνεργα, δρω και δημιουργώ. Με τις λέξεις και τις προτάσεις των ποιημάτων, των κυημάτων δηλαδή της ψυχής και του νου, ζωγράφος της ζωής γίνομαι και όσα ζω στο χαρτί αποτυπώνω, ακηδεμόνευτος, ασυμβίβαστος και αλύγιστος, και τα εκούσια και τ’ αθέλητά μου, γιατί ποίηση υπό κηδεμονία και συμβιβασμούς ποίηση δεν λογιέται, παρά σειρά γραμμάτων που μας δίνουν κενές περιεχομένου, ουσίας και νοήματος λέξεις…
Μα, σε κάθε ανθυποστιγμή της ζωής, σαν ακούραστη στοργική μάνα, με δύναμη που της χάρισε ο Θεός για να μου τη μεταλαμπαδεύσει, μού δείχνει τον δρόμο η ποίηση, ώστε αυτόφωτος, δυνατός και ανεξάρτητος να ζω και να παλεύω, νυχθημερόν, για το τώρα, μα και για το μεθαύριο, μ’ άοκνη ορμή ως των Αντικυθήρων ο έφηβος.
Και στης καθημερινότητας τον αδιάκοπο πόλεμο, στην πρώτη γραμμή μαχητής, αν και από χέρι συχνά μοιάζω χαμένος στην αρένα των θηρίων, με εμψυχώνει να βροντοφωνάζω «παρών», να παλεύω, να δακρύζω, να ματώνω, ν’ αγαπώ, περήφανος, στο τέλος, νικητής, διδαγμένος από λάθη μου, υπηρέτης των ιδεών μου, κύριος των παθών μου, όποια κι αν είναι η έκβαση μιας μάχης.
Σαν μυρμήγκι μικρότατο με παροτρύνει να μοιάζω, που δε λυγά στις δυσκολίες, μα τον αδηφάγο λέοντα, το γιγάντιο κατατροπώνει για το χατίρι της αγάπης, για της ζωής τις ομορφιές, παρά τις πρόσκαιρες νίκες του βασιλιά των ζώων, παρά τον καιρό που ταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ Ιούλη και Γενάρη και παρά τους πανύψηλους φράχτες των το ήθος κοντών ή βιτρινολατρών ανθρώπων…
Με τη σειρά των λέξεών μου, συνάνθρωπε, γέλα εσύ όσο θες! Ελεύθερος είσαι, εάν έτσι σου κάνει κέφι! Έτσι, θα προσπαθήσεις να κρύψεις το ότι σε προβλημάτισε η επιλογή τους, το ότι σε πληγώνει το βαθύ τους νόημα και το ότι σε ξεβολεύει το κρυφό τους μήνυμα… Μάταια! Σαν Ερινύες θα σε κυνηγούν…!».
Σημειώσεις χειρόγραφες ποιητή, ερμηνείας σε συγχρόνους δίκην και κληρονομιάς σε επιγόνους!
(Από την ανέκδοτη συλλογή δοκιμίων, «Ηθοποιών γεύμα»)