Τα γεγονότα στην Ουκρανία και οι ορδές των προσφύγων που έχουν αρχίσει να αναζητούν διέξοδο σωτηρίας, κάνουν ακόμα πιο επίκαιρη την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Και γυρίζουν το χρόνο πίσω, όταν άρχισε να κατακλύζεται το Ρέθυμνο από Ίωνες, που ξερίζωσε η τουρκική θηριωδία.
Αυτοί δεν ήρθαν με τις συνθήκες που αναχώρησαν αργότερα οι Τουρκορεθεμνιώτες, κουβαλώντας ένα μόνο καημό αυτό του ξεριζωμού.
Αυτοί ήρθαν γεμάτοι εφιαλτικές μνήμες σφαγής, βιασμών, σκηνών ανείπωτης φρίκης.
Για καιρό κανένας δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι έγινε. Πως από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν μακριά από τις περιουσίες και τα σπίτια τους. Όσο και να προσπαθούσαν να προσαρμοστούν, πονούσε πολύ η αίσθηση των ανεπιθύμητων που τους δημιουργούσε η συμπεριφορά των κοινωνιών που ζητούσαν καταφύγιο.
Ο Κώστας Ξεξάκης θυμάται ένα σμάρι τρομαγμένα πλάσματα, στην προβλήτα του λιμανιού να κοιτάζουν αλλοπαρμένα τριγύρω. Έμοιαζαν να μη ξέρουν αν πρέπει να χαρούν που βρήκαν γη να πατήσουν ή να αφήσουν την απελπισία να τους αδράξει στα εφιαλτικά βρόγχια της, καθώς δεν ήξεραν τι τους περιμένει.
Είναι αρκετοί ακόμα Ρεθεμνιώτες που με ανθρωπιά συμπεριφέρονται στους ταλαίπωρους αυτούς, που βρέθηκαν ψυχικά ράκη στον τόπο μας.
Ένας από αυτούς και ο δικηγόρος Νικόλαος Ανδρουλιδάκης, εκδότης τότε της εφημερίδας «Δημοκρατία».
Είναι συγκλονιστικά τα δημοσιεύματά του υπέρ των προσφύγων.
Χαρακτηριστικό το παρακάτω κύριο θέμα της εφημερίδας του στις 29 Σεπτεμβρίου 1922 με τίτλο «Ο έχων δυο χιτώνας δοτώ τον ένα».
«Ως την ώρα μας έχουν έλθει 4.000 πρόσφυγες. Αναμένονται άλλοι τόσοι. Ίσως και περισσότεροι.
Η πόλη μας είναι πλημμυρισμένη από τα κουρέλια αυτά της ζωής. Η εικών που παρέχουν είναι ειλικρινά αξιοθρήνητος και δύσκολα συγκρατούν τα δάκρυα οι μάρτυρες της φρικιαστικής αυτής τραγωδίας. Είναι γεγονός ατυχώς, ότι το κράτος παραφορτωμένο χρέη, βουτηγμένον μέχρι λαιμού εις πληθωρικά έξοδα που απαιτούν αι άμεσοι αι στρατιωτικές ανάγκες της χώρας, δεν είναι ικανό να εξαρκέσει εις τα χρηματικά βοηθήματα, όσα απαιτεί στοιχειώδης περίθαλψις των προσφύγων.
Η περίθαλψις αυτή μετεβιβάσθη εις την μέριμναν της κοινωνίας και η ελληνική κοινωνία είναι υποχρεωμένη να τους συντηρήσει και να τους περιθάλψει. Κρίνοντες εκ των γενομένων εδώ φθάνομεν εις θλιβερούς συλλογισμούς. Κατηρτίσθη μια επιτροπή εκ των ενόντων, η οποία ουδέν άλλον κατορθώνει, παρά τη διανομή άρτου εις τους πρόσφυγας. Αλλά οι πρόσφυγες είναι και αυτοί άνθρωποι, έχοντες στόμαχον με απαιτήσεις. Εφόσον δεν ικανοποιηθούν αι απαιτήσεις αυταί, τα στομάχια θα εξασθενήσουν και οι πρόσφυγες θα αρχίσουν να πεθαίνουν στους δρόμους. Δύο ανάγκαι προέχουν. Η πρώτη να σώσουμε τους πρόσφυγες. Και τούτο κατορθώνεται αν καταφέρουμε να στείλουμε τους πρόσφυγες, εις τα χωριά και εις τας μονάς ικανάς να χωρέσουν αρκετάς εκατοντάδας.
Η δευτέρα να τους φροντίσουμε συστηματοποιούντες εράνους, διορίζοντες επιτροπάς ανά συνοικίας και εις το κάτω της γραφής δίδοντες εκ των δύο τον ένα χιτώνα μας, δια να καλύψωμεν τους ατυχήσαντας.
Αυτά είναι τα πράγματα και αυτή είναι η διέξοδος που οφείλομεν να ακολουθήσομεν δια να εξοικονομήσωμεν εις τας κρισίμους περιστάσεις που εξαπέλυσαν κατά του Κράτους Κακοί Κυβερνήται. Διαφορετικά διατρέχομεν σοβαρούς κινδύνους.
Σοβαρός ο κίνδυνος να ενσκύψει εις την πόλιν φοβερά επιδημική αρρώστια. Θα θρηνήσωμεν αύριο καθώς αξιοθρήνητοι Ιερεμία,ι αλλά θα είναι πάρα πολύ αργά.
Δεν είναι και μικρός ο κίνδυνο της πείνας που θα εξαναγκάσει αύριον τους πρόσφυγας, να διαρπάσουν τα τρόφιμα και να σου παίρνουν εις τη μέση του δρόμου το πορτοφόλι σας.
Κύριοι καιρός να αφήσομεν τα αστεία και να φροντίσομεν τους ανθρώπους, ενθυμούμενοι ότι και εμείς καταφύγομεν πρόσφυγες άλλοτε και ηνοίχθησαν ευσπλαγχνικοί θύραι να μας δεχθούν …».
Ο αρθρογράφος αναφέρεται στις περιόδους που οι κρητικές επαναστάσεις προκαλούσαν κύματα προσφύγων, που αναζητούσαν καταφύγιο στα νησιά και στην Αθήνα.
Μόνο που οι Κρήτες είχαν μια διαφορετική μεταχείριση. Γίνονταν δεκτοί ως Έλληνες εν αντιθέσει με τους Ίωνες που τους αντιμετώπιζαν οι παλαιοελλαδίτες με μεγάλη επιφύλαξη. Σαν κάτι επιζήμιο που απειλεί την περιουσία και τα προνόμιά τους. Πικρή η αλήθεια, μα πρέπει να λέγεται.
Στην ίδια εφημερίδα «Δημοκρατία» 29 Σεπτεμβρίου 1922, δημοσιεύεται και ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ με μεγάλη σήμερα ιστορική σημασία Αξίζει να το προσέξουμε:
Εικόνες φρίκης-Ανθρώπινα ράκη-Θλιβερή νοσταλγία
Έτσι, όπως βρέθηκα εν τω μέσω της δυστυχίας που έχει κατασκηνώσει στα Τουρκικά σκολιά, που ήλθαν στη μνήμη, οι στίχοι αγαπημένου ποιητού.
«Δεν υπάρχει θλιβερότερο πράγμα παρά να θυμάσαι ευτυχισμένους καιρούς σε καιρούς δυστυχίας».
Μέσα εις τα κουρασμένα μάτια τους και μέσα εις τις θλιμμένες ψυχές τους, που χυμένες σε πονεμένες μορφές έμοιαζαν φορτωμένες, πόνο, έβλεπες καθαρά την πραγματικότητα της φιλοσοφίας του Ποιητού… θυμούνται οι πρόσφυγές μας, θυμούνται το ιερό τζάκι που άφησαν αναμμένο, θυμούνται την ιερά γαλήνη των σπιτιών τους, που άφησαν τρομαγμένη στο κρύο βουητό που έκανε ο Τούρκος φτάνοντας, θυμούνται τους δικούς των που έχασαν, αυτός ο γεροντάκος εκεί τα παιδάκια του, αυτή η μητέρα εδώ τα παιδιά της, το ξανθόμαλλο πιο πέρα κορίτσι με τα γαλανά μάτια τον καλό της, κι άλλη τον αρραβωνιαστικό της, εκείνη τον άντρα της, νιόπαντροι ακόμα… θυμούνται και βουρκώνουν τα μάτια τους. Μα πρώτα απ’ όλα θυμούνται την ωραία πατριδούλα τους την άμοιρη, το χωριό με τις χαμηλές στέγες και τη μικρούλα πλαταιΐτσα και η καρδιά τους σπαράσσει, ματώνει η καρδιά τους η πολύπαθη.
Τους βρίσκουμε ξυπόλυτους ή με κάλτσες μονάχα πάνω στο υγρό πάτωμα, διότι προ λίγου έπλυναν τα σανίδια και λάμπουν. Ένας σωρός φτωχόκοσμος. Φεύγοντας δεν πήραν τίποτα μαζί τους. Μια γριούλα αγκαλιάζει τους αγίους της, απλά, φτωχικά εικονισματάκια.
«Να! Τι πρόφτασα και πήρα», μας λέει. Η πίστις της γριούλας μας συγκινεί. Το κοριτσάκι της γελάει απαλά.
-Πώς σε λένε παιδάκι μου;
Μας απαντά πρόθυμα, ισχυρά..
– Κατίνα..
Η μεγαλύτερη αδελφή της χαϊδεύει τα μαλλιά με φανερή στοργή.
Μια πρόσφυξ διηγείται τη φυγήν τους αληθινή Οδύσσεια… 26 ημέρες τρεχάλα και λαχτάρα. Για πολλά μερόνυχτα τις είχαν περιορίσει στο νεκροταφείον του χωριού.
Οι Τσέτες τις επιτίθεντο κάθε τόσο. Κι αυτές φεύγοντας τη θηριωδία τους άνοιγαν τις πλάκες των μνημάτων και εκρύβωντο μέσα. Μεσ’ τα μνήματα.. συντροφιά με τους πεθαμένους. Στην παραλία τρεις μέρες τυραννίσθησαν υποφέροντα φρικτά να βρουν καράβι. Αχ! Πόσες πίκρες στις τρεις αυτές μέρες. Οι Τσέτες κάθε βράδυ, τακτικά έτρεχαν στις αγέλες αυτές και φέρνοντας τα κλεφτοφάναρα σιμά στα πρόσωπα, διάλεγαν τη λεία τους. δεν άφησαν παλληκάρι από 16 χρόνων ως 45.
Κι όλα τα ωραία κορίτσια, απήχθησαν από τους Τσέτες…
«Σας ευχαριστούμε»
Τους ρωτήσαμε αν μένουνε ευχαριστημένοι στην πόλη μας. Μας ευχαρίστησαν θερμά. «Είμαστε ενθουσιασμένοι, μου απαντούν πολλοί με μια φωνή. Φαγητό καθαρό και πλούσιο. Τι καλοί που είναι οι άνθρωποι εδώ. Να τους ευχαριστήσετε εκ μέρους μας. Έκλαιγαν. Μια γυναικούλα με τρεις θυγατέρες η μια νιόπαντρη, αλλά με τον άντρα της αγνοούμενο μας λέει.
«Εσείς τ’ αδέρφια μας τώρα κι οι πατεράδες μας κι ο Θεός μας». Ποτάμι τα δάκρυα.
Μας κύκλωσαν ένα μπουλούκι από πρόσφυγας. Ιδίως προσφυγίδας διότι οι περισσότεροι που μας ήρθαν εδώ είναι γυναίκες και παιδιά.
«Να γράψετε για τους άντρες μας». Πήραμε σημειώσεις:
Η Ροδάνθη Κατσαμπά ερωτά δια τον άνδρα της Εμμανούλ κ. Κατσαμπάν και τον Ιωαν. Κ. Λαγογιάννην. Η Αντωνία Χατζάνου δια τον Στέλιον Χατζάνον.
Η Αργυρώ Χατζιδάκη δια τον Δημήριον Χατζιδάκιν.
Η Μαλάμω Χατζηπαναγιώτου δια τους αδελφούς της Αντώνη και Γιανάκον.
Δια τον Ιωάννη Πατσου ερωτά η μητέρα του.
Δια τον Γεώργιον Σπύρον ερωτά ο πατήρ του Σπύρος Γ. Σπύρος.
Η Μαρία Ιω. Ρούμελη ζητεί τον υιόν της Διονύσιον. Ι. Ρούμελην και τον γαμβρόν της Αθανάσιον Κόλιαν.
-Η Κατίνα Πηλιγκότση ερωτά δια τον υιόν της Γιαννούλην.
Όσοι τυχόν ξέρουν τίποτε γι’ αυτούς, ας ειδοποιήσουν τη «Δημοκρατίαν».
Τα δάκρυα για τους χαμένους
Φεύγουμε.. μια γυναικούλα πλέχνει κάλτσα… τα παιδάκια μας συνοδεύουν με δάκρυα και γέλια μαζί. Ένας πατέρας κλαίει γοερά, αποσυρμένος σε μιαν άκρην. Ακούμε μια κοπέλα να σιγοτραγουδάει θλιβερά, αποτραβηγμένη από τον άλλο προσφυγόκοσμο. Πήραμε το τραγούδι της.
«Ω! αγόρια μου, ω! παρηγοριά των ματιών μου, κι ο Θεός σου ώρισε έτσι να χαθείς μακριά από εκείνους που σ ’αγαπούσαν, μακριά από τους φίλους σου στη μαύρη και θλιβερή εξορία. Μα να ο Χάρος μου απαγορεύει την Ελπίδα να σ ’ανταμώσω πια εδώ κάτω, όμως θα σμίξωμε πάλι, εκεί επάνω, την ημέρα της κρίσεως».
Κάθε στροφή του θλιβερού τραγουδιού πνίγεται σε λυγμούς. Ένα παιδάκι μας λέει «Είναι πονεμένη η άμοιρη»..
Το ρωτάμε «τι έχει»; Μας απαντά.
«Αχ τι θέλετε να έχει χειρότερο; Έχασε τον αρραβωνιαστικό της που πάρθηκαν από αγάπη»…
και σοβαρεύτηκε το παιδάκι ζυγίζοντας τη βαρύτητα του πράγματος.
-Πώς σε λένε μικρέ μου;
– Εμένα; Μενέλαο!
Τον πήρα και τον φίλησα στο ωχρό του μάγουλο, με φανερό ενθουσιασμό…
Λέλα Κούνουπα:Ένας άγγελος καλοσύνης
Στο μεταξύ το Λύκειο Ελληνίδων έχει αρχίσει έντονη δράση υπέρ των προσφύγων.
Οι κυρίες γυρίζουν πόρτα-πόρτα και μαζεύουν ρούχα για τους πρόσφυγες.
Τα χωριά Παγκαλοχώρι, Χαμαλεύρι, Αστέρι δίνουν με πρωτοβουλία των κατοίκων ό,τι μπορούν στην επιτροπή για την περίθαλψη των προσφύγων.
Μια γυναίκα όμως έχει ξεκινήσει τον αγώνα για τη βοήθεια των ξεριζωμένων. Μια αρχόντισσα που οι πρόσφυγες δεν ξέχασαν ποτέ. Ήταν η Λέλα Κούνουπα:Μια πανέμορφη γυναίκα που επάξια κέρδισε την καρδιά του φαρμακοποιού Γιάννη Κούνουπα. Μας ήρθε από τα Χανιά, νύφη της ιστορικής οικογένειας των φαρμακοποιών το 1917.
Η Λέλα το γένος Καραπατάκη, είχε τελειώσει το Αρσάκειο, όπως αρκετές από τις κοπέλες της υψηλής κοινωνίας στον καιρό της. Η πόλη μας την κέρδισε αμέσως, με τη μακραίωνη ιστορία και τον πολιτισμό της. Γιατί η νεαρή κοπέλα διέθετε παρά την ηλικία της ζηλευτή μόρφωση.
Τα ανήσυχο πνεύμα της όμως δεν της επέτρεπε να περιοριστεί στα καθήκοντα μιας υποδειγματικής οικοδέσποινας, όπως επέβαλε η θέση της στην κοινωνική ιεραρχία.
Ξεκίνησε να δημοσιογραφεί με το ψευδώνυμο «Σείριος» σε θέματα ποικίλου ενδιαφέροντος. Πώς να υπογράφει κείμενα στην εφημερίδα μια γυναίκα εκείνες τις εποχές; Είχε όμως αρκετούς φανατικούς αναγνώστες, που είχαν γοητευθεί με την «ζωντανή» πένα και το γλαφυρό ύφος του άγνωστου κειμενογράφου.
Ο σύζυγος που τη λάτρευε, προσπάθησε με πολλή διακριτικότητα να της επισημάνει κάποιες συμπεριφορές που ήταν «κόκκινο» πανί για τον καθωσπρεπισμό εκείνων των καιρών. Αυτό που τον ανησυχούσε περισσότερο, ήταν η ευαισθησία που την κυρίευε όταν συναντούσε εικόνες αθλιότητας. Κι ήταν αρκετές.
Εκείνη με τη γλυκύτητα που τη διέκρινε και το χαμόγελο που κέρδιζε μικρούς και μεγάλους, προσπαθούσε να εξηγήσει τις αφορμές που την έκαναν επικίνδυνα παρορμητική.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν άρχισαν να φθάνουν στο Ρέθυμνο οι πρώτοι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Άκουγε για το γεγονός η Λέλα Κούνουπα και τα βράδια δεν έκλεινε μάτι.
Σκεπτόταν τους περήφανους εκείνους ανθρώπους να πεινούν, αλλά να μην απλώνουν χέρι επαιτείας από αξιοπρέπεια, μετρούσε τα θύματα από ασιτία και δεν μπορούσε να ησυχάσει.
Άφησε λοιπόν στην άκρη τους ενδοιασμούς και τις απαγορεύσεις που της επέβαλε το φύλο και η κοινωνική της θέση και ξεκίνησε πόρτα-πόρτα να ζητά βοήθεια για τους πρόσφυγες.
Στην αρχή προκάλεσε ξάφνιασμα η κίνηση αυτή και ίσως σχόλια. Εκείνη όμως θαρραλέα συνέχισε την προσπάθεια μέχρι που πέτυχε το στόχο της. Οργανώνει συσσίτια, μαζεύει είδη πρώτης ανάγκης, αναζητά στέγη να βολέψει τους ξεριζωμένους.
Τα παιδιά της θυμούνται εκείνο το σοβαρό ύφος τις ώρες που θα έπρεπε να είναι ξέγνοιαστη. Μεγάλη ικανοποίηση της προκαλεί η απόφαση του Λυκείου Ελληνίδων, να δημιουργήσουν τμήματα κοπτικής ραπτικής για τις προσφυγοπούλες. Να μάθουν μια τέχνη που είχε επαγγελματική προοπτική.
Στέγνωνε τα δάκρυα στα παιδικά μάτια
Ησυχία όμως δεν είχε. Επισκεπτόταν σχεδόν καθημερινά το σχολείο που φοιτούσαν και προσφυγόπουλα. Ανησυχούσε γιατί η αδενοπάθεια ήταν σε έξαρση, λόγω των συνθηκών διαβίωσης. Αρκετές φορές τη συνόδευε και ο τσαγκάρης για να πάρει μέτρα και να φέρει καινούργια παπούτσια στα παιδιά των ξεριζωμένων οικογενειών.
Μου διηγήθηκε κάποτε η σεβαστή φίλη Βασιλεία Καζαβή:
«Εκείνο το πρωινό που πήγε η αρχόντισσα (έτσι λέγαμε τη Λέλα Κούνουπα) με τον τσαγκάρη στο σχολείο, έτυχε να πάω καθυστερημένα. Κι έτσι δεν με πρόλαβαν να μου πάρουν μέτρα για παπούτσια. Κάθισα σε μια γωνιά κι έκλαιγα. Κάποια στιγμή ένα χέρι άγγιξε τα μαλλιά μου και μια τρυφερή φωνή ζήτησε να μάθει την αιτία. Μέσα σε λυγμούς διηγήθηκα το πάθημά μου. Τότε εκείνη, γιατί η Λέλα Κούνουπα ήταν που με εντόπισε, ήρθε να με παρηγορήσει με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στον τσαγκάρη. Πώς να ξεχάσω τέτοια ευεργεσία που στέγνωσε τα δάκρια ενός παραπονεμένου παιδιού».
Ζούσε για τους άλλους
Η Λέλα Κούνουπα ζούσε για τους άλλους, παρά το γεγονός ότι ήταν μια ιδανική σύζυγος και μια υποδειγματική μητέρα.
Στο ημερολόγιό της η Μαρία Παπαϊωάννου επίσης μεγάλη μορφή της πόλης μας, με πλούσια κοινωνική δράση, αναφέρεται με θαυμασμό στη Λέλα Κούνουπα και στις προσπάθειές της να ανακουφίσει την ανθρώπινη δυστυχία.
Η περίφημη αυτή γυναίκα υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου των Κυριών και γενικά δεν απουσίαζε από κανένα κάλεσμα εθελοντικής προσφοράς στην πόλη.
Οι πρόσφυγες σιγά-σιγά βρήκαν το δρόμο τους στην πόλη, που μεταφυτεύτηκαν μετά τον άγριο ξεριζωμό τους.
Τα παιδιά όμως είναι πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Χανιώτισσας δασκάλας.
Η ανάγκη να τα δει ευτυχισμένα να παίζουν τα καλοκαίρια σαν όλα τα παιδιά που είχαν την ευκαιρία να απολαμβάνουν καλοκαιρινές διακοπές, την εμπνέει να ιδρύσει και να στηρίξει με κάθε τρόπο το 1930 παιδικές κατασκηνώσεις στα τρία Μοναστήρια.
Και συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στη διοργάνωση δεκάδων εκδηλώσεων για φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Κι ήρθε ο πόλεμος, να σπείρει τον όλεθρο και να δημιουργήσει πρόσθετες ανάγκες στον άμοιρο πληθυσμό. Η σκλαβιά δεν αφήνει σε ησυχία τις αδούλωτες ψυχές και βρίσκει πρόσφορο έδαφος η Εθνική Αντίσταση για να φουντώσει.
Η Λέλα Κούνουπα δεν μένει αδιάφορη. Κι είναι πολύτιμη, γιατί ξέρει να φέρνει σε πέρας κάθε της αποστολή με τη μεθοδικότητα που τη διακρίνει.
Οι αγώνες του λαού μας την είχαν ένθερμη οπαδό και ποτέ δεν απουσίασε από την οδό του χρέους.
Δεν είναι τυχαίο επομένως ότι τα παιδιά της ακολούθησαν τους ίδιους δρόμους με τις ίδιες ευαισθησίες για τον πάσχοντα συνάνθρωπο.
Κι είχε πάντα η αξιοθαύμαστη αυτή γυναίκα την υποστήριξη του συζύγου της που διέθετε πρωτοποριακό πνεύμα για την εποχή του.
Σήμερα ένας μικρός δρόμος, όσο είναι η απόσταση από το «Μεσοστράτι» στην άλλη γωνία, πίσω από το ιερό των Τεσσάρων Μαρτύρων, φέρει το όνομα της Λέλας Κούνουπα.
Κι η πόλη αυτή, οι άνθρωποι που μεταλαμπάδευσαν στους επόμενους το θαυμασμό τους για τη γυναίκα αυτή, τον άγγελο καλοσύνης, τρέφουν αιώνια ευγνωμοσύνη για τη Χανιώτισσα «νύφη» που έδωσε χαμόγελο αισιοδοξίας και ζωής σε τόσους δυστυχισμένους, χωρίς ποτέ να ζητήσει αντάλλαγμα.