Μήνυμα ευαισθητοποίησης για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών ήταν η εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Πέμπτης στο δημαρχείο Ρεθύμνης. Την πρωτοβουλία είχε ο Σοροπτιμιστικός Σύλλογος Ρεθύμνου και συμμετείχαν το Λύκειο Ελληνίδων,η ΧΕΝ,ο Σύλλογος Δρομέων Υγείας και το Κέντρο Συμβουλευτικής Υποστήριξης Γυναικών θυμάτων Βίας Δήμου Ρεθύμνης.
Το δημαρχείο φωταγωγήθηκε σε χρώμα πορτοκαλί, το χρώμα που αντιπροσωπεύει ένα λαμπρότερο μέλλον απαλλαγμένο από τη βία.
Αμέσως μετά, οι γυναίκες που είχαν συγκεντρωθεί κρατώντας μια πορτοκαλί κορδέλα, σχημάτισαν ανθρώπινη αλυσίδα, στέλνοντας το μήνυμα τους κατά της βίας. Μαζί τους ήταν ο δήμαρχος Γιώργος Μαρινάκης, ο αντιδήμαρχος Γιώργος Σκορδίλης, η πρόεδρος του Λιμενικού Ταμείου Ρένα Κουτσαλεδάκη.
Η εκδήλωση ήταν η πρώτη σειράς εκδηλώσεων που γίνονται από τα σωματεία της πόλης με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών, που «γιορτάζεται» την Κυριακή, 25 Νοεμβρίου.Την εκδήλωση επένδυσε μουσικά η χορωδία του πολιτιστικού συλλόγου Σταυρωμένου, υπό τον κ. Ι. Σκεπετζή.
Χαιρετισμό στην εκδήλωση απηύθυνε ο δήμαρχος Γιώργος Μαρινάκης.Ο κ.Μαρινάκης αφού συνεχάρη τα Σωματεία της πόλης για την πρωτοβουλία τους και ανέφερε:
«Το Ρέθυμνο, απόψε, από τούτον εδώ το χώρο, που συμβολίζει την αυτοδιοικητική και χωροταξική καρδιά της πόλης, ενώνει τη φωνή του με της υπόλοιπης Ελλάδας και στέλνει το δικό του ηχηρό μήνυμα κατά της Βίας με θύματα τις γυναίκες.
Δεν τρέφουμε αυταπάτες. Πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών, διαδραματίζονται ιστορίες πόνου που συχνά έχουν διάρκεια, δεν κοινοποιούνται κι ευθύνονται για τη δυστυχία οικογενειών ολόκληρων.
Ο φόβος, η ανασφάλεια, η απουσία γνώσης για τις δομές που υπάρχουν, οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν, η ανατροφή βάση στερεοτύπων που αναχαιτίζει την αντικειμενική αντίληψη περί του τί είναι βία τελικά καθώς και πλήθος άλλων παραγόντων, ισχυροποιούν τις έμφυλες διακρίσεις και στερούν από τα θύματα τη δύναμη της αντίδρασης, την απόφαση ν’ αλλάξουν ζωή, να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους, ν’ αντισταθούν.
Οι αριθμοί τρομάζουν. Η αυξητική τάση των ποσοστών κακοποιημένων γυναικών, η οποία μπορεί ίσως να ερμηνευτεί, ως ένα βαθμό, ως απόρροια της παρατεταμένης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που πλήττει τη χώρα μας, εδώ και χρόνια, είναι ενδεικτική του μεγέθους του προβλήματος. Τις αληθινές του διαστάσεις, μόνον να τις υποθέσουμε μπορούμε.
Η αισιοδοξία που πηγάζει από τη διαπίστωση ότι οι γυναίκες θύματα βίας , των αστικών κυρίως κέντρων, πλέον μιλούν, ζητούν βοήθεια και στήριξη, μετριάζεται από τη διαπίστωση της αποχής γυναικών που διαμένουν στην επαρχία, από κάθε συμβουλευτική δομή, από κάθε νόμιμο φορέα που μπορεί να παρέμβει και να τις βοηθήσει ν’ αντιμετωπίσουν με εχεμύθεια, διακριτικότητα, επιστημονική επάρκεια και νομική κάλυψη, τη νοσηρή κατάσταση που βιώνουν.
Είναι γεγονός πως η βία κατά των γυναικών, δεν κάνει διακρίσεις. Θα περίμενε κανείς πως το υψηλό μορφωτικό επίπεδο, η ώριμη ηλικία και η επαγγελματική ανεξαρτησία, θα συνιστούσαν επαρκείς προϋποθέσεις και ικανές συνθήκες αντίστασης κατά της βίας από τις γυναίκες στις οποίες ασκείται, ως επί το πλείστον από το ίδιο το οικογενειακό τους περιβάλλον.
Τα στατιστικά στοιχεία ωστόσο διαψεύδουν, μια τέτοια υπόθεση. Πάλι, όμως, ό,τι γνωρίζουν οι επιστήμονες και οι δομές που ασχολούνται με το θέμα, το ξέρουν από γυναίκες που τόλμησαν να μιλήσουν Πόσα στόματα όμως παραμένουν κλειστά; Πόση σιωπή, κρατά καλά κρυμμένη την αλήθεια; Και τί πρέπει να κάνουμε όλοι μας, που νοιαζόμαστε, που έχουμε όχι μόνον ευθύνη ως άνθρωποι αλλά κι επίγνωση αυτής της ευθύνης, πρωτίστως της προσωπικής, απέναντι στον συνάνθρωπό μας, απέναντι στη γυναίκα, τη μητέρα μας, τη σύζυγό μας, την κόρη μας, τη συνάδελφο, τη φίλη, τη γειτόνισσά μας , στην παρενόχληση που δέχεται στο σπίτι της, στον εργασιακό της χώρο, στην κοινωνική της συναναστροφή;
Ας είμαστε ειλικρινείς. Σπανίως, αιφνιδιαζόμαστε. Το θύμα της βίας, όσο κι αν προσπαθήσει να το κρύψει, υπάρχουν πάντοτε σημάδια που τη φανερώνουν. Και δεν εννοώ μόνον τα εμφανή σημάδια της σωματικής βίας. Αλλά εκείνα, τα ανεξίτηλα, που φωλιάζουν στο μελαγχολικό χαμόγελο, που αντανακλώνται στο τσαλακωμένο πρόσωπο, που καθρεφτίζονται στην απλανή ματιά – ένδειξη της απώλειας διάθεσης για ζωή ή στη διαρκή υπερένταση και τα νεύρα που ξεσπούν με ασήμαντες αφορμές, στην ηθελημένη αποχή από τις κοινωνικές εκδηλώσεις, ή από τη χαρά που δεν μοιράζεται, δεν βιώνεται γιατί δεν βρίσκει λόγο να βιωθεί.
Ευτυχώς οι επιλογές που μας δίδασκαν στο παρελθόν του «μην ασχολείσαι αν δε σε αφορά», τείνουν να αντικαθίστανται από το «Ναι με αφορά! Γιατί μ’ ενδιαφέρει. Διότι θέλω και διεκδικώ μια κοινωνία για μένα, για τα παιδιά μου, για όσους αγαπώ, δίκαιη και αρμονική, μια κοινωνία ικανή να συμπαρασταθεί και να προστατεύσει τον αδύναμο παράσχοντάς του κάθε θεμιτό μέσο για να γίνει δυνατός, μια κοινωνία που θα υπερασπίζεται τα δικαιώματα και την ισότητα των πολιτών της.
Ναι, λοιπόν, μας αφορά! Η ποιότητα ζωής και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ήταν και παραμένουν αδιαπραγμάτευτα δικαιώματα. Και θα τα υπερασπιζόμαστε, όποιο κι αν είναι το τίμημα.
Αυτό είναι το μήνυμα που συμμεριζόμαστε και διαδίδουμε απόψε. Με δύναμη ψυχής, με αληθινό ενδιαφέρον και με τόλμη, συστρατευόμαστε στον αγώνα εξάλειψης της Βίας κατά των Γυναικών. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή με ή χωρίς αφορμή, επενδύουμε στην πρόληψη, στην ενημέρωση, στη συμπαράσταση, στην ουσιαστική βοήθεια των γυναικών που είτε είναι δυνάμει θύματα είτε έχουν υποστεί βία σε οποιαδήποτε έκφρασή της. Η γνώση είναι δύναμη και η δράση, λύση.
Με αυτό το πνεύμα, υποστηρίξαμε, ήμασταν μάλιστα από τους πρώτους Δήμους της χώρας, τη σύσταση και λειτουργία του Κέντρου Συμβουλευτικής Υποστήριξης Γυναικών Θυμάτων Βίας, το οποίο με πολλή προσπάθεια και αγώνα, λειτουργεί πλέον υποδειγματικά, είναι στελεχωμένο από εξειδικευμένους επιστήμονες, συνεργάζεται με επίσημους φορείς όπως η Εισαγγελία, η Αστυνομική διεύθυνση, το Νοσοκομείο Ρεθύμνου κι ένα ευρύ δίκτυο κοινωνικών δομών και Συλλόγων, προσφέροντας σημαντικό έργο σε γυναίκες που απευθύνονται στη δομή κι απολαμβάνουν τις υπηρεσίες της.
Εύχομαι το φως που θα διαθλασθεί συμβολικά από το δημαρχιακό μέγαρο, να φωτίσει τη σκέψη των θυτών για να πάψουν να φέρονται κατ’ αυτόν τον τρόπο και να ζητήσουν ψυχολογική στήριξη γιατί τη χρειάζονται, να φωτίσει τη σκέψη και την ψυχή των θυμάτων να μοιραστούν το πρόβλημα τους για να τους παρασχεθεί κάθε δυνατή στήριξη στην επίλυσή του και τέλος, να φωτίσει και τη δική μας προσωπική δράση στη συλλογική προσπάθεια και αγώνα εξάλειψης της βίας».