Του ΣΗΦΗ ΠΕΤΡΑΚΗ*
Η εποποιία, η Οδύσσεια και η ματωμένη απόδραση του Ανθυπολοχαγού Παντελή Σαββάκη κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Είναι από τα βιβλία που τα διαβάζεις απνευστί! Το πιάνεις και δεν θέλεις να το αφήσεις μέχρι να τελειώσει! Έχει τόσο ενδιαφέρον το βιβλίο του Μανόλη Κούνουπα, γιατί αποπνέει κατ’ αρχήν ζωντάνια, και μια παραστατικότητα στη διήγηση.
Έπεσαν σε καλά χέρια τα γραφεία του Παντελή Σαββάκη. Τα πήρε, πιστεύω, με άπειρο σεβασμό ο αείμνηστος Μανόλης Κούνουπας, και τα μετέτρεψε σε ένα όμορφο ανάγνωσμα, με περίσσεια γλαφυρότητα!
Το εξώφυλλο του βιβλίου σε προδιαθέτει για το τι περίπου θα διαβάσεις. Είναι μία από τις πιο ζωντανές εικόνες – ζωγραφιές του Αλέξανδρου Αλεξανδράκη, που αν την κοιτάξεις αρκετή ώρα, θα ακούσεις, φαντάζομαι, τους Έλληνες φαντάρους, που ορμούν με εφ’ όπλου λόγχη, εκείνο το θρυλικό ΑΕΡΑ! Τόση ενέργεια διαθέτει η εικόνα.
Όταν άρχισα να το φυλλομετρώ, εντόπισα και την όμορφη και ευγενική αφιέρωση. Ευχαριστώ! Φοβερό το ποίημα του Ανδρέα Κάλβου στη δεύτερη σελίδα: «Ω Έλληνες, ω θείαι ψυχαί, ‘πού εις τους μεγάλους κινδύνους φανερώνετε ακάμαντον ενέργειαν και υψηλήν φύσιν!». Πόσο, αλήθεια, ταιριάζει στην Εποποιία του ’40!
Ευγενική η αφιέρωση του βιβλίου: «Στην μνήμη εκείνων που άφησαν το 1941 τη στερνή τους πνοή στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας».
Ένας περιεκτικός πρόλογος του αείμνηστου συγγραφέα είναι μια πλήρη και συνοπτική παρουσίαση του βιβλίου. Ξεχώρισα μερικές γραμμές: «Ανάμεσα στα αδάμαστα νιάτα, που είχαν ονομαστεί και ορκιστεί στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού, υπήρχε κι ένας εύελπις που κανένας δε θα φανταζόταν πως θα ζούσε εκείνα τα απίστευτα εφιαλτικά βιώματα. Ο Παντελής Σαββάκης».
Και τώρα αρχίζει το «ταξίδι». Το «ταξίδι» που ξεκινά από τη σχολή Ευελπίδων, στο Αλβανικό Μέτωπο, επειδή: «Η Ελλάς ευρίσκεται από του μεσονυχτίου εις εμπόλεμον κατάστασιν».
Από εδώ και πέρα, ο αναγνώστης διαβάζει, και δημιουργεί άπειρες εικόνες, και είναι παρών, με τη φαντασία του, δίπλα στον Ανθυπολοχαγό μας, προπορευόμενο! «Βαδίζαμε γρήγορα προς το ύψωμα. Είχα επιλέξει λίγους ψυχωμένους άνδρες από το λόχο μου με τους οποίους προπορευόμαστε. Οι υπόλοιποι μας ακολουθούσαν».
Ο νεαρός Ανθυπολοχαγός θα ξεκινήσει από τη σχολή Ευελπίδων, άπειρος και μόνον με τις θεωρητικές γνώσεις που απέκτησε στη σχολή, θα βρεθεί ξαφνικά ανάμεσα στη φωτιά και τη λάβρα του πολέμου. Και όχι μόνον. Διοικητής μιας διμοιρίας και αργότερα ενός ολόκληρου λόχου 100 ανδρών, να παίρνει αποφάσεις ζωής και θανάτου για αυτόν και τους στρατιώτες του, ενώ θα μπορούσε να μείνει στη Θεσσαλονίκη, βολεμένος στα έμπεδα. Όμως, αυτό θα ήταν «προσβλητικό και ανήθικο»!
Η πρώτη μεγάλη και δυνατή δοκιμασία, η μάχη Μαλινινίτσας. Εδώ, όπως μας λέει, «επρόκειτο για την πρώτη συμμετοχή μου σε μάχη και την πρώτη πολεμική εμπειρία. Ήταν το βάπτισμα του πυρός». Και συνεχίζει «Οι άνδρες του λόχου άρχισαν να τραγουδούν… λες και πήγαιναν σε πανηγύρι». Το τελευταίο το άκουσα κι εγώ από τα χείλη του θείου μου του Γιώργη του Γύπαρη, αδελφού της μάνας μου, «εμείς δε νελογαριάζαμενε πως επιέναμενε στο πόλεμο. Εμείς εθαρρούσαμενε πως ήτανε πανηγύρι».
Ακολούθησαν κι άλλες μάχες και περιπέτειες. Να παλεύουν εκτός από τον εχθρό, πάνω στα παγωμένα αλβανικά βουνά, και την πείνα, το κρύο, τις φοβερές ψείρες και τα κρυοπαγήματα. Διηγείται κάπου χαρακτηριστικά «Βρήκα μοναδική ευκαιρία να βράσω τα εσώρουχά μου για να ψοφίσουν οι ψείρες». Τον έβλεπαν οι στρατιώτες του να αψηφά τον κίνδυνο, να ορμά πρώτος, χωρίς προφυλάξεις, στις πλέον επικύνδυνες αποστολές που του ανέθεταν, και του είχαν τυφλή εμπιστοσύνη, ακόμα και οι πρώην ποινικοι κρατούμενοι που τώρα είναι «οι πιο τολμηροί και ριψοκίνδυνοι στρατιώτες». Δίπλα του, τραυματίες και νεκροί, όμως πρέπει να προχωρήσει! «Ο ένας δέχθηκε καίριο πλήγμα στα δεξιά πλευρά και ξεψύχησε εκεί κοντά μου». Όμως, «από τα εχθρικά πυρά που έπεφταν βροχή, όταν ένα θραύσμα όλμου με τραυμάτισε στο κεφάλι και έπεσα χάμω αναίσθητος». Θα αναφέρουν αργότερα οι στρατιώτες του στο λοχαγό τους «μέσα σε ένα καταιγισμό πυρός, είδαμε και οι τρεις τον Ανθυπολοχαγό Σαββάκη να πέφτει χάμω αναίσθητος. Σιμώσαμε έρποντας από τα τραύματα και από μιαν ακατάσχετη αιμορραγία, το κεφάλι του βρισκόταν βουτηγμένο μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ο σφυγμός του δε λειτουργούσε. Επομένως, αφού δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, τον αφήσαμε εκεί».
«Νεκρός», λοιπόν, ο ήρωάς μας, για πρώτη φορά. Για το «θλιβερό» γεγονός, ενημερώνεται και ο Συνταγματάρχης πατέρας του, που υπηρετούσε σαν φρούραρχος Κορυτσάς. Όμως, ο Παντελής Σαββάκης, ο νεαρός Ανθυπολοχαγός, επέζησε.
Στη συνέχεια, ακολούθησε άλλη μεγάλη περιπέτεια, σαν αιχμάλωτος πολέμου, στην Ιταλία. Εκεί έζησε και το χειρότερο, με τον εγκλεισμό του στο «κολαστήριο Forte di Gavi». Αργότερα, τον Ιούλιο του ’43, όταν ανατράπηκε ο Μουσολίνι, και οι Γερμανοί ήσαν πλέον κυρίαρχοι στην Ιταλία, τους φόρτωσαν σε ένα τραίνο για Κύριος ξέρει πού θα τους πήγαιναν. Όμως, το ατίθασο μυαλό του ήρωά μας αποφάσισε να δραπετεύσει, πράγμα που έκανε. Όμως, οι γερμανικές σφαίρες τον τραυμάτισαν «θανάσιμα». Κάποια σφαίρα τον «προσέβαλε σε καίριο σημείο στο ινιακό οστό». Έπεσε κάτω και «μόλις πρόλαβα κι έριξα επάνω μου ξερόκλαδα. Είχα σωθεί από βέβαιο θάνατο». «Νεκρός», λοιπόν, για δεύτερη φορά, ακολούθησε η Αίγυπτος και η ένταξή του στον Ιερό Λόχο και η συμμετοχή του στην πιο σπουδαία επιχείρηση του Ιερού Λόχου, εκείνη της Δωδεκανήσου.
* Ο Σήφης Ιωάν. Πετράκης είναι Ασηγωνιώτης λαογράφος, τακτικός συνεργάτης των Χανιώτικων Νέων
sifipetraki@hotmail.com