Τον αλησμόνητο Μανώλη γνώρισα πριν μισόν αιώνα, δε θυμάμαι σε ποια ορειβατική διαδρομή αλλά κάπου στα Ρεθεμνιώτικα. Ήταν μαζί και ο άλλος αλησμόνητος ευπατρίδης Λεωνίδας Χατζηδάκης, δυο άνθρωποι με αφάνταστο μεγαλείο ψυχής.
Όλη η λατρεία του για τη φύση, την πεζοπορία-ορειβασία υπάρχει καταγεγραμμένη στο βιβλίο του «Ακόμα Ψηλότερα-Σκοπός και νόημα της πεζοπορίας-ορειβασίας, Υγεία και Ψυχοσωματική ισορροπία» (Εκδόσεις Καλέντης, γύρω στο 1993).
Στην αφιέρωσή του γράφει: «Στον Πατέρα και τη Μητέρα μου που με μάθανε ν’ αγαπώ τη ζωή, την Ελευθερία και τους ανθρώπους».
Και πραγματικά τα αγαπούσε αφάνταστα. Η σκέψη του συνεχώς ήταν στα βουνά, στη φυσική ζωή και το πιστεύω του αποτυπώνεται σε αυτό το βιβλίο, με το οποίο αγωνίζεται να πείσει για την ολέθρια επίδραση της αδράνειας στον άνθρωπο και την ψυχοσωματική ωφέλεια της δράσης και της κίνησης.
Από τις τελευταίες σειρές του βιβλίου αντιγράφω: Ανεβαίνω στο βουνό όχι για να έχω μια επιτυχία, έναν έπαινο ή μια διάκριση. Όχι γιατί περιμένω κάποια αναγνώριση για την ικανότητά μου από τους άλλους. Ανεβαίνω στο βουνό για να νιώσω τον εαυτό μου, την ύπαρξή μου. Ανεβαίνω και βιώνω το σήμερα. Το τώρα χωρίς τις αμφιβολίες του αύριο ή τις θλιβερές αναμνήσεις του χθες.
Με την πεζοπορία-ορειβασία αντί για τις καθημερινές ανιαρές, πληκτικές ή ανόητες συζητήσεις ή απασχολήσεις υπάρχει τώρα ένα νόημα, ένας σκοπός στη ζωή. Τα μάτια ανοίγουν μπροστά στη χαρά της ζωής που γίνεται ακόμα πιο πλούσια. Με την πεζοπορία-ορειβασία μπορώ να αναγνωρίσω επιτέλους τον εαυτό μου σαν ένα ον ξεχωριστό, έξυπνο, ικανό, επιδέξιο, τέλειο, νηφάλιο.
…Κάποτε θα ξημερώσει μια ημέρα, που η πεζοπορία-ορειβασία μέσα σε ένα καθαρό περιβάλλον θα είναι ο κανόνας.
Κάποτε θα ξημερώσει μια ημέρα που η αδράνεια και η καθιστική ζωή θα έχει γίνει πια ένα παρελθόν, όπως και οι καρδιοπάθειες και οι κάθε λογής αρρώστιες του πολιτισμού μας.
Είναι κρίμα που στα τελευταία του χρόνια πικράθηκε αφάνταστα αλλά ευτυχώς που «φεύγοντας» δεν παίρνουμε μαζί μας τις πίκρες αλλά μόνο τα καλά έργα μας.