Η Μαρία Λαντζουράκη που πρόσφατα μας κατέπληξε και πάλι με το μεγάλο της ταλέντο, ερμηνεύοντας βασικά μέρη (σόλο) στο έργο του Μπάμπη Πραματευτάκη «Αντιστάσεως Έπος», ήταν από τα πρώτα χαρισματικά παιδιά, που άνοιξαν τα φτερά τους σε πλατύτερους ορίζοντες.
Θυμάμαι τη Μαρία, μαθήτρια δημοτικού σχολείου, να ερμηνεύει πίσω από τη σκηνή, ένα νανούρισμα, ντουμπλάροντας μικρή ηθοποιό. Ένα από τα τραγούδια του Μπάμπη Πραματευτάκη που είχε ντύσει και τότε μελωδικά το έργο μου «Έρημο στάχυ».
Από τότε ξεχώριζε εκείνη η μαγευτική φωνή μέχρι που άνθισε σε πολύ σκληρές συνθήκες μακροχρόνιων σπουδών και έφθασε να είναι σήμερα μια αξιοπρόσεκτη δύναμη στον καλλιτεχνικό χώρο.
Όπως ακριβώς είχε «προφητεύσει» και ο ιδρυτής των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» Γιάννης Χαλκιαδάκης, που πίστευε από τους πρώτους στην καλλιτεχνική αξία της Μαρίας. Κι όποτε έβλεπε τον πατέρα της τον αείμνηστο Εμμ. Λαντζουράκη με την χαρισματική πένα τον ενθάρρυνε πάντα να συνεχίσει να στηρίζει τη θυγατέρα του. Κι είχε να το κάνει πως ένας άνθρωπος χωρίς μεγάλη οικονομική επιφάνεια, έδινε στο παιδί του τέτοιες ευκαιρίες σοβαρών μουσικών σπουδών, ακριβώς επειδή εκτιμούσε το θείο δώρημα της κορούλας του και ήθελε με κάθε θυσία να το δει κάποτε έτοιμο να μοιραστεί στους πιστούς της μουσικής τέχνης.
Κάναμε μια νοσταλγική αναδρομή με την Μαρία, στο διάστημα που ήταν στην πόλη μας και η συζήτηση που ακολούθησε έχει ενδιαφέρον, καθώς η καταξιωμένη καλλιτέχνις, διαθέτει κι ένα πλούσιο συναισθηματικό κόσμο. Κι όπως συνηθίζεται, ξεκινήσαμε τη συζήτηση από τα κίνητρα που ευνόησαν μια τόσο δύσκολη πορεία στο λυρικό τραγούδι
Ποιοι αλήθεια ήταν οι καθοριστικοί παράγοντες για την επιλογή αυτή;
– Τα κατάλληλα ερεθίσματα, πρότυπα, παραδείγματα, ακούσματα. Πρώτος παράγοντας η οικογένεια. Ο πατέρας μου είχε μια υπέροχη, ζεστή και ταυτόχρονα μεταλλική φωνή. Τραγουδούσε και έψαλε… όποια μελωδία έβγαινε από το στόμα του καθήλωνε και άγγιζε κατευθείαν την καρδιά του ακροατή. Από την άλλη η μητέρα μου είχε μεγάλη αγάπη στην μουσική και όλη μέρα στο σπίτι μας έπαιζε Τρίτο Πρόγραμμα. Ακόμα και σήμερα, είναι από τα λίγα άτομα τα οποία μπορούν να παρακολουθήσουν πχ. μια συναυλία κλασικής μουσικής και δη ορχηστρικής μουσικής, συμμετέχοντας σωματικά, χωρίς να χάσει την συγκέντρωσή της, το ενδιαφέρον της και την ενέργεια της ούτε λεπτό, – διατελώντας μάλιστα ρόλο διευθυντή ορχήστρας μέγιστης ρυθμικής ακρίβειας, χωρίς η ίδια να είναι μουσικός! Ωστόσο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να μπω στον χώρο της κλασικής μουσικής, όσο κι αν ακουστεί παράξενο, το ότι μετακομίσαμε από Αθήνα στο Ρέθυμνο παρά τη θέλησή μου και προς μεγάλη απογοήτευσή μου …Προκειμένου λοιπόν να κινούν κάτι οι γονείς μου για να με χαροποιήσουν γλυκαίνοντάς μου τον πόνο της απρόσμενης αλλαγής, δέχτηκαν την πρότασή μου να ξεκινήσω μουσική. Και έτσι ξεκίνησα τις μουσικές μου σπουδές στην τάξη της αείμνηστης Κοκός Λιονή! Καθοριστικό ρόλο για να γίνει το πρώτο μεγάλο βήμα μουσικών σπουδών εκτός Ρεθύμνου, έπαιξε ο κ. Μεντζελόπουλος ο οποίος με τον δικό του μοναδικό τρόπο έπεισε τους γονείς μου ότι πρέπει να σπουδάσω τραγούδι. Έτσι ξεκίνησα τραγούδι στο Ηράκλειο με την κ. Κ. Τσαγκαράκη πριν τελειώσω το Λύκειο. Εκείνη έβαλε και το τελικό λιθαράκι στο να επιτρέψουν οι γονείς μου την συνέχιση των μουσικών σπουδών μου στην Αθήνα πλέον.
Εκείνη η συμμετοχή σου στο «Έρημο στάχυ» άφησε κάτι στη μνήμη σου;
Ήταν η πρώτη μου εμπειρία με το μουσικό θέατρο ακόμα ως μαθήτρια, η οποία με γοήτευσε και μου πρωτοκέντρισε το ενδιαφέρον. Όπως θα θυμάστε τραγουδούσα εκτός σκηνής. Εκεί ένοιωσα ότι αυτό μόνο δεν μου αρκεί. Ήθελα να ήμουν στη σκηνή… Η πρώτη μου βαθιά εμπειρία και σπουδή στο μουσικό θέατρο, ήταν μέσα από τις Μορφές Έφρασης του Θ. Κινδύνη, όπου κατάλαβα και πρακτικά ότι ανήκω σε αυτόν τον χώρο. Αλλά κι εκεί δεν αισθανόμουν πλήρως στο στοιχείο μου, το οποίο ήρθε σχεδόν ταυτόχρονα με την πρώτη μου συμμετοχή σε όπερα στην όπερα Βάκχες του Θ. Αντωνίου στο Ηρώδειο. Ήταν το σημείο σταθμός και αφετηρία για ότι ακολούθησε σε σπουδές και καριέρα.
Τα πρότυπα που σε επηρέασαν;
Ως προς τα πρότυπα και ανθρώπους που με επηρέασαν, το πρώτο πρότυπό μου ήταν η Μαρία Κάλλας, όπως και στους περισσότερους Έλληνες συναδέλφους άλλωστε. Αυτή η γυναίκα, πέραν της ιδιαίτερης φωνής που διέθετε, ήταν και έναν μοναδικός συνδυασμός γυναίκας, χαρακτήρα, ηθοποιού και μουσικού, πολλών καρατίων. Από κει και πέρα είχα την τύχη να μαθητεύσω δίπλα σε αστέρια της όπερας και να επηρεαστώ από αυτούς άμεσα όπως o Raúl Giménez, η Anna Tomowa-Sintow, Edda Moser και στη συνέχεια να δουλέψω συνεργαζόμενη με πολλούς από τους σημερινούς σταρ τις όπερας E. Gruberova, M. Guleghina, K. Stoyanova, D. Damrau, T. Hampson, J. Kaufmann, κ.α. και διευθυντές ορχήστρας όπως οι Μ. Armiliato, P. Carigniani, B. de Billy, J. Lopèz-Cobos, D. Gatti, Z. Mehta, K. Nagano, K. Petrenko κ.ά, οι οποίοι έχουν προσθέσει ένα λιθαράκι σε αυτό που είμαι σήμερα.
Τι σημαίνει για σένα λυρικό τραγούδι;
Για μένα η φωνή είναι η εκφραστική ενσάρκωση της ψυχής, της καρδιάς και των συναισθημάτων μας, το δε λυρικό τραγούδι είναι η πιο εξευγενισμένη και πολυδιάστατη έκφραση της ανθρώπινης φωνής. Όσο πλουσιότερη σε αρμονικούς είναι μια φωνή, τόσο μεγαλύτερη η σύνδεσή της με τους ακροατές και τόσο μεγαλύτερος ο επηρεασμός που τους προκαλεί, εφόσον βέβαια ο καλλιτέχνης καταφέρει να τους κεντρίσει την προσοχή, να κρατήσει αμείωτη την προσοχή τους και να τους τραβήξει κοντά του. Από αυτό το σημείο και μετά, αρχίζουν μικρά θαύματα. Πόσες φορές μετά από μια τέτοια ακρόαση, άνθρωποι με ψυχοσωματικά προβλήματα και διαφόρων μορφών πόνους, έφυγαν από την αίθουσα πιο ανάλαφροι, ευδιάθετοι, ξεκούραστοι ακόμα και χωρίς σωματικό πόνο!
Πόσο δύσκολο είναι να αφοσιώνεσαι στις αρχικές επιλογές σου ενώ υπάρχουν τόσες «σειρήνες» να σε προκαλούν
Όταν το κίνητρο είναι η απόλυτη αγάπη τότε καμία σειρήνα δεν μπορεί να σε βγάλει από το δρόμο της επιλογής σου, όσες δυσκολίες κι αν παρουσιαστούν στην πορεία του. Όταν αγαπάς βαθιά και ουσιαστικά αυτό που κάνεις, δεν μπορεί να σε πτοήσει κανένας και τίποτα. Πάντα βρίσκεις δύναμη να συνεχίσεις και να κρατάς τον στόχο ζωντανό μπροστά σου.
Το λυρικό τραγούδι έχει μέλλον στην Ελλάδα;
Το μέλλον του λυρικού τραγουδιού, της όπερας όπως και εν γένει της κλασικής μουσικής ανά τον κόσμο βρίσκεται σε μια δύσκολη φάση. Ο λόγος η οικονομική κρίση. Όσο μεγαλύτερα τα μουσικά σύνολα τόσο μεγαλύτερα τα κόστη. Αρκετά λυρικά θέατρα έκλεισαν, τα υπόλοιπα περιορίζουν όσο είναι δυνατόν τα έξοδα και πολλοί παραγωγοί, εκμεταλλευόμενοι την κρίση, εκμεταλλεύονται και το καλλιτεχνικό δυναμικό αντίστοιχα. Η έξωθεν μαρτυρία της ελληνικής μουσικής πραγματικότητας είναι παραδόξως πολύ καλή. Η Εθνική Λυρική Σκηνή τα τελευταία χρόνια έχει φορέσει τα καλά της με παραγωγές που σε τίποτα δεν υστερούν εκείνων του εξωτερικού, στεγασμένη σε έναν υπέρλαμπρο χώρο. Η γκάμα της δημιουργίας είναι μεγάλη, από μικρά σύνολα και χαμηλού προφίλ παραγωγές, ως παραγωγές μεγάλης εμβέλειας όπως σε λίγες μέρες η όπερα του Verdi «Don Carlo». Η επαρχία βέβαια κατά πόσο μπορεί να δημιουργήσει, να στηρίξει και να παρουσιάσει αντίστοιχα δείγματα, ούτως ώστε να μην είναι στο κέντρο δράσης μόνο η Αθήνα, είναι ένα μεγάλο θέμα… Σίγουρα θα μπορούσε αλλά τι την εμποδίζει; Χώροι υπάρχουν, όμως αυτοί οι χώροι χωρίς καλλιτεχνικό δυναμικό και καλλιτεχνική δράση, είναι απλά αρχιτεκτονήματα της περιοχής. Σχετικά πρόσφατα παραδόθηκε και το τρόπον τινά Μέγαρο Μουσικής στο Ηράκλειο, το οποίο όμως ακόμα δεν έχει δείξει καμία σχεδόν καλλιτεχνική δραστηριότητα. Περιμένουμε λοιπόν να δούμε εκεί μεγάλη δράση. Σίγουρα άξιοι καλλιτέχνες υπάρχουν οι οποίοι όμως δυστυχώς βάλλονται ποικιλοτρόπως. Από τη μια η αβάσταχτη φορολογία, από την άλλη οι καθυστερήσεις πληρωμών ή ακόμα και η αθέτηση των οικονομικών παροχών (δείτε πχ. τους μουσικούς την Καμεράτα) και βέβαια οι κλίκες και οι φατρίες που κρατούν την μερίδα του λέοντος, είναι σίγουρα παράγοντες ζημιογόνοι της όποιας καλλιτεχνικής δημιουργίας… Δυστυχώς η τέχνη τέτοιας μορφής και ποιότητας είναι άμεσα συνδεδεμένη με την οικονομική υποστήριξη.
Ποια είναι τα σημεία SOS για τον νέο που θέλει να ακολουθήσει σοβαρές μουσικές σπουδές όπως οι δικές σου;
Παίρνοντας ως δεδομένο, το ότι οι νέοι ταλαντούχοι μουσικοί πρέπει να συνεχίσουν τις σπουδές τους εκτός Ελλάδας, η ποιότητα και η χρονική διάρκεια των σπουδών στην Ελλάδα είναι άκρως σημαντικά. Υπάρχουν όργανα πχ. βιολί για τα οποία η άσκοπη παράταση και η αργοπορία των σπουδών εδώ, μπορεί να αποβεί μοιραία. Το ίδιο περίπου ισχύει και για το κλασικό τραγούδι. Ένας σπουδαστής τραγουδιού στην Ελλάδα πάνω από τα 30, που θέλει να βγει έξω για σπουδές σε μουσικές Ακαδημίες, δεν έχει σχεδόν καμία πιθανότητα γιατί υπάρχουν όρια ηλικίας. Το ίδιο ισχύει και για τα Στούντιο Όπερας των λυρικών θεάτρων ανά τον κόσμο, όπως και για τους σημαντικούς διεθνείς διαγωνισμούς τραγουδιού και κάθε οργάνου. Παράλληλα λοιπόν με τις σπουδές και όταν το επίπεδο το επιτρέπει, πρέπει οι σπουδαστές να παίρνουν μέρος σε διαγωνισμούς πρώτα εντός Ελλάδας όπως πχ. στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό της Χ.Ο.Ν. και βέβαια εκτός Ελλάδος. Μετράνε πολύ τα βραβεία και οι διακρίσεις και ως προς την επιλογή των σπουδαστών από καλούς καθηγητές σε Ακαδημίες, αλλά και επαγγελματικά ανοίγουν τον δρόμο, τον οποίο βέβαια οφείλει ο καθένας να περπατήσει μόνος του, δείχνοντας ανά πάσα στιγμή την αξία του. Τέλος μια υποτροφία για κάποιον που δεν έχει την οικονομική άνεση, είναι πολύ σημαντική.
Είχες πάντα μια συνεργασία με τον κ. Μπάμπη Πραματευτάκη. Μίλησέ μας γι’ αυτήν.
Τον κ. Πραματευτάκη τον γνωρίζω από 11 ετών, ως Διευθυντή-ήρεμη δύναμη του Ελληνικού Ωδείου στο Ρέθυμνο, στο οποίο ξεκίνησα πιάνο. Όμως πρώτη φορά τραγουδάω έργο του και αυτό σίγουρα είναι μια άλλη πολύ μεγάλη εμπειρία, ταυτόχρονα και συγκινητική. Αυτό που σίγουρα μένει αναλλοίωτο μέσα στον χρόνο, είναι η γλυκύτητα και η ευγένεια του χαρακτήρα του. Αυτά τα στοιχεία έκαναν και τη συνεργασία μας να κυλίσει σε όμορφο και ευχάριστο κλίμα, βγάζοντας το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Η συνεργασία μας κύλισε με πολύ καλή ενέργεια και δημιουργική αλληλεπίδραση, παράγοντες άκρως σημαντικοί όταν υπάρχει χρονική πίεση.
Τι αποκόμισες αλήθεια από το πρόσφατο έργο του «Αντιστάσεως Έπος»;
Για μένα υπάρχουν δυο σημεία σταθμοί στο έργο υπογραμμισμένα και μουσικά και σημασιολογικά το «δεν ξεχνώ…συγχωρώ» και το «σώσον ημάς Κύριε». Το έργο αυτό είναι μια μουσικά ηχηρή υπενθύμιση του πολέμου και των δεινών του προς αποφυγήν επανάληψης. Ένα έργο που παρόλο που ολοκληρώθηκε μόλις πριν 2 χρόνια έχει πανέμορφα μουσικά θέματα και μελωδίες που μου έχουν μείνει στη μνήμη, σε πείσμα των κακοηχιών στον βωμό του όποιου μοντερνισμού.
Πόσο δύσκολο είναι αλήθεια να παρουσιάζονται αυτές οι παραγωγές στην περιφέρεια;
Σίγουρα δεν είναι εύκολο λόγω του υψηλού κόστους. Χωρίς την ενεργή και ουσιαστική στήριξη της Περιφέρειας Κρήτης του κ. Σταύρου Αρναουτάκη και της κ. Μαρίας Λιονή, τους οποίους και ευχαριστώ ιδιαίτερα, δεν θα ήταν εφικτή η παρουσίαση του έργου αυτού.
Έτσι δόθηκε η δυνατότητα να ενωθούν μουσικές δυνάμεις από όλη την Κρήτη για την καλύτερη δυνατή παρουσίαση ενός απαιτητικού έργου μέσα σε 2 μέρες. Για άλλη μια φορά η Κρήτη δείχνει έμπρακτα την υποστήριξή και την αγάπη της στην μουσική δημιουργία υψηλού επιπέδου.
Η συζήτησή μας εξαντλήθηκε κάπου εδώ αλλά η σκέψη μας και οι ευχές μας συνοδεύουν πάντα τη Μαρία που μας έχει κάνει τόσο περήφανους στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό… Και δεν μένει παρά να της αφιερώσουμε ξανά την επωδό «όλο και ψηλότερα» στο μουσικό στερέωμα που κατέκτησε με τόσο κόπο και κυρίως με τις δικές της δυνάμεις.