Η δική μου εισήγηση στην διημερίδα αυτή που οργάνωσε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ατσιποπούλου «Ο Άγιος Ελευθέριος» είχε θέμα την ενετική γέφυρα στο Ατσιπόπουλο ή την Ατσιπουλιανή Καμάρα, όπως ήταν περισσότερο γνωστή και αποτελούσε το σημαντικότερο μνημείο της περιοχής και φυσικά του χωριού.
Το μνημείο αυτό χρονολογείται από την ενετική περίοδο, χωρίς όμως να αποκλείονται και άλλες χρονολογικές τοποθετήσεις για το κτίσιμό του, καθώς αυτή τη στιγμή λείπουν σαφείς αναφορές. Την γέφυρα ανατίναξαν οι Γερμανοί αποχωρώντας από την περιοχή μετά τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, την 13η Οκτωβρίου 1944. Η εισήγηση αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο μαρτυρίες από τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ου που έχουν καταγραφεί από περιηγητές, γεωγράφους και άλλους που επισκέφτηκαν την περιοχή. Ακόμα ποικίλες αναφορές που υπάρχουν για τη γέφυρα σε διάφορα έντυπα μέχρι σήμερα και σε άλλες δραστηριότητες. Στο δεύτερο μέρος υπάρχουν μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής που πρόλαβαν το μνημείο στη θέση του και έζησαν το γεγονός της καταστροφής. Στο τρίτο μέρος υπάρχουν προτάσεις για σχέδια δράσης που θα επαναφέρουν στο προσκήνιο το θέμα «Ατσιπουλιανή Καμάρα» και που συνδέονται με τον πολιτισμό μας και τον τρόπο που πρέπει να διαχειριζόμαστε την παράδοση μας και την ιστορία μας.
Στην παρουσίαση της εισήγησης δεν έγινε δυνατό να διαβαστεί το δεύτερο μέρος με τις μαρτυρίες των χωριανών που έζησαν το γεγονός της καταστροφής της γέφυρας και που αποδίδουν με γλαφυρό τρόπο πως αντιμετώπισαν την βίαιη αυτή πολεμική πράξη και που από αυτές μπορούμε να αντλήσουμε αρκετές πληροφορίες. Θέλω και μέσω του τύπου να ευχαριστήσω την κ. Ευαγγελία Παπαλεξάκη, τον κ. Ιωάννη Μυστράκη, τον κ. Κωστή Γαγάνη και τον κ. Νικόλαο Δαλέντζα για τις πληροφορίες που μου έδωσαν στις σχετικές συνεντεύξεις. Κατά την απομαγνητοφώνηση αυτών υπήρξαν πολύ λίγες δικές μου παρεμβάσεις για να κρατηθεί η αμεσότητα και η ζωντάνια του προφορικού λόγου. Αφαίρεσα τις ερωτήσεις και κράτησα τα στοιχεία που έδιναν μια πιο σφαιρική εικόνα από την δράση των Γερμανών στο χωριό κατά τις τελευταίες μέρες πριν την αποχώρησή τους και την ανατίναξη της γέφυρας βέβαια και κατά την διάρκεια της κατοχής. Οι προσωπικές μαρτυρίες αποτελούν βασικό στοιχείο για κάθε ερευνητή και για κάθε τόπο. Παραθέτω εδώ τις τέσσερις συνεντεύξεις που αφορούν την βενετσιάνικη καμάρα στο Ατσιπόπουλο και τη δραματική της τύχη.
Καταγραφή μαρτυριών από κατοίκους του Ατσιποπούλου.
Ευαγγελία Παπαλεξάκη,
γεννηθείσα το 1925 και
το έτος της ανατίναξης της γέφυρας ήταν 19ετών
«Το θυμούμαι πάρα πολύ, παιδί μου, το κτίσμα. Τέτοιο κτίσμα δεν υπήρχε, ήτανε καμάρες-καμάρες, κι από πάνω από τις καμάρες άλλες καμάρες, όπως ας πούμε του Αλέκου η καμάρα, τέτοιες καμάρες, στον πάτο κι ανέβαινες και ήτανε τρεις στη σειρά , στην απάνω μεριά ήτανε ένα μεγάλο μπεντένι και από τις δυο μεριές, γιατί ήτανε επικίνδυνο για τα παιδιά και τους ανθρώπους. Η γέφυρα ήταν φαρδιά, περίπου δέκα μέτρα και το μπεντένι ήταν πιο μέσα και απέξω είχε κάτι σαν πεζοδρόμιο και απάνω στο μπεντένι είχε πλάκες.
Από εκεί περνούσανε και οι Γερμανοί και πηγαίναμε και εμείς. Εκεί στέκανε σκοποί και τις τελευταίες μέρες όλοι καταλάβαμε πως κάτι συμβαίνει, τη νύκτα συνέχεια περνούσανε βαρύ οπλισμό, ότι ήτανε τα σπουδαιότερα και γιατί δεν τα πήγαιναν από το Ηράκλειο δεν ξέρω και τα πήγαιναν στη Σούδα, κι όλα τα περνούσαν από την καμάρα και μέσα από το χωριό. Οι μεγάλοι έλεγαν πως κάτι συμβαίνει, κάτι συμβαίνει για να περάσουν τόσα πράγματα να τα πάνε στη Σούδα. Έλεγαν πως ήρθε η ώρα να φύγουνε και φαίνεται πως ήτανε συνεννοημένοι. Την τελευταία βραδιά, Οκτώβρη του 44, από το χωριό οι Γερμανοί τα μαζέψανε όλα και οι δικοί μας το πρωί είπανε πως κάτι θα συμβεί και ελάτε να φύγουμε και φύγαμε και πήγαμε στο καμαράκι που είναι εκεί στου Φραδέλλου το σπίτι εκεί στον πλάτανο, στους Σιδερίτες, εκεί από κάτω πήγαμε και κρυφτήκαμε. Ακούσαμε το μέγα κτύπο και λέμε εκάψανε το χωριό, εχαλάσανε το χωριό. Αυτοί, αφού περάσανε, βάλανε τα σύρματα και ότι έπρεπε για να την πετάξουνε, αυτό δεν ήτανε μικρό πράγμα και άμα επήγανε μετά τον Πρινέ, στη Γωνιά έγινε ο κτύπος. Άμα ησύχασε ο κτύπος βγήκαμε και οι άντρες είπανε να πάνε να δούνε τι ήτανε, κατεβήκανε και από τον Αη Γιώργη που ήτανε οι δικοί μας εκεί πέρα, ο Τζιφάκης, και πάνε και βλέπουνε ότι χαλάσανε τη γέφυρα και λένε να δούνε τι έχει μείνει εκεί πέρα να μην πάει κανείς να σκοτωθεί. Αυτοί φύγανε τον Οκτώβρη και εμείς δεν πηγαίναμε από αυτή τη μεριά, είχαμε ένα δρόμο από τις Καβαλούρες και από εκεί πηγαίναμε στο Ρέθυμνο. Ήταν ένας παράδρομος και κατεβαίναμε και βγαίναμε. Όχι αυτοκίνητα, μόνο με τα πόδια, άμα φτάναμε στην άλλη μεριά ήταν αυτοκίνητο και έπαιρνε όποιον είχε μεγάλη ανάγκη. Όπως έγινε με τον αδερφό μου που όταν πήγαμε στην αυλή του σκολειού να κάμομε τη χαρά που φύγανε, ήτανε πυρομαχικά και του πήρε φωτιά το πόδι, τον βάλαμε στο φορείο και τον κατεβάσανε από το δρομάκι και έτσι τον πήγαμε στο Ρέθυμνο και έκανε σαράντα μέρες στο νοσοκομείο. Τον Ροδινό που έπιασε κάτι που είχαν αφήσει οι Γερμανοί και αυτό τον χτύπησε και του έφαγε το χέρι. Θυμούμαι και τότε που χτυπήθηκαν τα τρία παιδιά, γιατί είμαστε συγγενείς. Οι Γερμανοί τότε ετρελαθήκανε από την στενοχώρια τους. Τους ένοιαξε που σκοτωθήκανε τα παιδιά, φασαρίες και πράγματα και διατάξανε όλοι και πήγανε κάτω. Έτσι πέρασε καιρός και ανεβοκατεβαίναμε από το δρομάκι. Αυτό δυσκόλεψε τη ζωή μας στο χωριό πάρα πολύ. Μετά είχανε πρόχειρα κάνει κάτι και μετά την τελειοποιήσανε. Η εικόνα που έδειχνε η γέφυρα άμα την χαλάσανε, τι να σου πω, πολύ φοβισμένη, ένας τρόχαλος. Και εμείς σαν παιδιά και όλος ο κόσμος που την καμάρωνε όταν περνούσαμε και να βλέπεις ύστερα ένα τρόχαλο. Λέγανε κάποιοι μετά, ας τη χαλάσανε αφού φύγανε. Μας είχανε τρία χρόνια χωρίς ψωμί, το ψωμί ήτανε ελάχιστο. Είχες μια κότα και έκανε δυο αυγά και να πεινάς και να μην τα τρως για να τους τα δώσεις για να σου δώσουν μια φέτα ψωμί και καφέ. Πηγαίναμε παιδιά και μαζεύαμε τα χόρτα και τα βράζαμε το μεσημέρι και τα τρώγαμε και ότι απόμενε το στύβαμε, το τηγανίζαμε το βράδυ και περνούσαμε, μαζεύαμε και χοχλιούς. Λέγανε οι Γερμανοί εμείς θα φύγουμε και θα περάσουνε τριάντα χρόνια και θα μας θυμάστε, θα παθαίνετε ζημιές, γιατί μιλούσανε ελληνικά και κάποιοι ήτανε καλοί, δεν ήτανε τραχείς, να σε φοβερίζουν, θα είχανε οικογένεια και σκέφτονταν. Το χωριό ήτανε γεμάτο Γερμανούς, τούτο το σπίτι ήτανε γεμάτο, του Σταυρουλάκη ήτανε η Κομαντατούρ, του Βαλαρή όλο αξιωματικοί, στου Γιάννη είχανε μια διόπτρα, στου Τσίβη και στην Παναγία μένανε στο σπίτι το δικό μας δέκα στρατιώτες απάνω στον οντά κοιμόντουσαν χάμε κι είχανε μια κουνουπιέρα που έπιανε όλο το δωμάτιο. Είχανε βάλει πελέκια και είχανε και ένα γκαζοντενεκέ και εκεί βράζανε το νερό και δεν πίνανε σταλιά, εκτός να βράσουν το νερό να βάλουν τσάι να πιούνε. Δεν ρωτούσανε, αν εύρισκαν ένα ρίφι και τους άρεσε το παίρνανε, το σφάζανε και το τρώγανε, θελα δούνε μια πατανία, έναν καθρέπτη, ένα τραπέζι, ότι βρίχνανε τα πήρανε. Πήρανε τα ραδιόφωνα, δυο τρία που ήτανε στο χωριό. Από του Σταυρουλάκη που ήτανε τα καλύτερα, έπιπλα και πράγματα όλα τα πήρανε. Κλείνω τα μάτια μου και θωρώ τη γέφυρα και θωρώ τους θόλους και βλέπω τη πείνα».
Ιωάννης Μυστράκης,
γεννημένος το 1938
«Το 44 έγινε αυτή η εκτίναξη. Στέκαμε όλοι απέξω από τον Άγιο Ελευθέριο, εγώ κοπελάκι, και λέγανε φεύγουνε οι Γερμανοί. Οι τελευταίοι Γερμανοί εσταθήκανε εκεί που είναι σήμερα το νηπιαγωγείο και κατεβήκανε από το αυτοκίνητο, όταν τους είδαμε δεν μας αφήσανε κι είχανε μια μπαταρία, δεν κατέχα εγώ τι ήτανε τότε μπαταρία και ενώσανε δυο καλώδια κι ανατίναξαν τη γέφυρα. Μας λέγανε να φύγουμε και όταν γίνηκε η έκρηξη οι σκόνες ήρθανε μέχρι επαέ. Τη θυμούμαι τη γέφυρα γιατί με έπαιρνε ο πατέρας μου να πάμε στη χώρα και περνούσαμε από εκεί, μα δεν είχα παρατηρήσει πως ήτανε κτισμένη, ήμουν παιδί ακόμα. Μετά την ανατίναξη όλα είχαν πέσει και κάνανε από δίπλα μια άλλη γέφυρα και γύρω από την παλιά ήταν ναρκοπέδιο και δεν αφήνανε κανένα να πλησιάσει. Πηγαίνανε ορισμένοι και κόβανε τις λυγιές και τότε πήγε να κόψει τις λυγιές να κάμει λυγοδέτες ο Σαψωστελής και έκοψε τον πόδα του και μετά από πολλά χρόνια κάνανε την άλλη γέφυρα που την είχε αναλάβει ο Χατζηδάκης ο Βασίλης, ήτανε υπεύθυνος και είχε τους Ατσιπουλιανούς και κόβανε τους βράχους και μπαζώνανε και κάνανε τη γέφυρα. Τότε ο δρόμος περνούσε μέσα από το στρατόπεδο και το δεξιό ρούμα ήταν της Μαριάς το ρούμα και το δυτικό ήταν ο Ματζουράνης. Η γέφυρα ήταν ένα ωραίο στολίδι και στο καφενείο του θείου μου του Αναστάση του Μυστράκη απέναντι από τον κήπο θυμούμαι ήτανε μια μεγάλη φωτογραφία με τη γέφυρα. Ήταν ένα ωραίο πράμα και φαινότανε καλά, δεν ξέρω τι απέγινε όταν έκλεισε το μαγαζί. Από τους Γερμανούς θυμούμαι όπως ήμουνα παιδάκι και πηγαίναμε στου Χατζή το οικόπεδο, εκεί που ήταν η Παράδεισος ήτανε τα μαγειρεία και ψήνανε και πηγαίναμε όλα τα παιδιά, ο Τρικούπης ο λεγόμενος, του Σωμαθιανού τα κοπέλια και περιμέναμε με ένα κονσερβοκούτι κι απείς θελα αποφάνε αυτοί, ορισμένοι Γερμανοί που ήτανε καλοί, μπορεί να ήτανε και Αυστριακοί, χωρίς να τους δει αυτός που είχε το πέταλο, άλλος θελα μας δώσει γαλέτα και κάτι πλακάκια ζάχαρη. Όταν φεύγανε οι Γερμανοί και κατεβήκανε οι απελευθερωτές, οι αντάρτες λεηλατούσανε και ότι εύρισκε ο καθένας έκλεβε στους τρεις στρατώνες, που τώρα τους έχουν χαλάσει. Όταν φεύγανε τα αυτοκίνητα περνούσανε συντεταγμένα, μπροστά πηγαίνανε οι μηχανές, από πίσω ήτανε τα πολυβόλα, το τελευταίο είχε τραυματίες και αυτούς που ανατινάξανε τη γέφυρα. Ήτανε και μερικοί τραυματίες ξαπλωμένοι ή άρρωστοι. Ήμουν με τη μάνα μου στον Αη Λευτέρη και ξανοίγαμε. Κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει την καταστροφή. Το αντάρτικο υπήρχε, μα μόνο οι κουμουνιστές κάνανε φασαρίες, δεν κάνανε τίποτε και πάνω από τη γέφυρα στην Τζιανανή, σε κάτι ελιές πιο πάνω είχανε παρατηρητήριο και μετά ήρθανε από τους Καψίκους στο χωριό και παίξανε τις καμπάνες».
Γαγάνης Κωστής,
γεννημένος το 1927
«Η γέφυρα ήτανε πέτρινη όλη, με μία μεγάλη φωτιά στον πάτο κι από πάνω ήτανε τρεις καμάρες και η μια συγκοινώναγε με την άλλη. Απάνω είχενε πάλι μπετένια πέτρινα γύρου-γύρου για να μην είναι επικίνδυνα γιατί ήτανε πολύ ψηλή η γέφυρα. Περνούσανε μέχρι και δυο αυτοκίνητα, είχενε το κανονικό της πλάτος και το μπεντένι ήταν μέχρι και ένα μέτρο και είκοσι. Δεν είχε κάποια επιγραφή, κάποιο σημάδι. Το κτίσιμο ήτανε με πελέκια και το δάπεδο της ήτανε με άσπρα χαλίκια. Η γέφυρα εξυπηρετούσε πολύ τον κόσμο και είχε πολλή κίνηση γιατί ήτανε ο κύριος δρόμος για τα Χανιά, όλα τα φορτηγά, όλες οι μεταφορές από την πρώτη ύλη, όλοι οι παραγωγοί έστελναν τα εισοδήματά τους στα Χανιά, για να τα στείλουνε πάνω, το βαλανίδι, το χαρούπι, το λάδι. Οι Γερμανοί δεν είχανε φρουρούς στη γέφυρα, όταν φύγανε οι Γερμανοί και φοβόντουσαν ανάποδες καταστάσεις, βάζανε καμιά σκοπιά στη γέφυρα και ήτανε και τα ΤΕΑ, η πολιτοφυλακή, βάζανε μια σκοπιά και η αστυνομία, είχανε στο χωριό τότε σταθμό, και φυλάγανε την γέφυρα. Ήτανε Οκτώβρης εκείνη τη μέρα που οι Γερμανοί θα αποχωρούσαν και ακούστηκε πως ανατινάχτηκε η γέφυρα πήγα να δω από περιέργεια πως ήταν που ανατινάχτηκε η γέφυρα. Ήτανε στο χωριό ένας λόχος Γερμανοί, διακόσια περίπου άτομα και στην αρχή μένανε σε σκηνές. Μετά χτίσανε τις στρατώνες και μένανε στις στρατώνες. Είχανε μαγειρεία στην Παράδεισο και από του Πελεκάνου το περβόλι μέχρι το Λαγγό, την Κατεβατή είχανε τον καταυλισμό, είχανε τα αυτοκίνητα, βαρέλια, πετρέλαια, είχανε προχώματα ανοιγμένα σαν οχύρωμα, παραβλέπανε οι σκοποί, γιατί και οι δικοί μας εκλέφτανε ορισμένοι. Ήταν οι κεντρικός καταυλισμός εδώ πέρα και από εδώ γινότανε ανεφοδιασμός και τα πήρανε όλα και φύγανε την ίδια μέρα που ανατίναξαν τη γέφυρα. Τα φορτώσανε όλα και τα πήγανε στα Χανιά. Μετά κάναμε ένα στρατάκι γιατί κάθε μέρα κατεβαίναμε στο Ρέθυμνο και με τα πόδια. Τις πέτρες τις βάλανε στη μικρή γέφυρα που κάνανε δίπλα για να περνάνε τα αυτοκίνητα. Μετά οι μαστόροι φτιάξανε την κανονική γέφυρα, μα δεν θυμάμαι να σου πω πόσος καιρός πέρασε. Τότε είχενε ο Λευτέρης ο Παπαλέξης ένα φορτηγό και είχενε βάλει από την μια και από την άλλη κάθισμα και έκανε κανονική γραμμή, πρωί βράδυ. Ταλαιπωρήθηκε ο κόσμος μέχρι να φτιάξουνε την άλλη γέφυρα. Η γέφυρα για μας ήτανε μια εξυπηρέτηση και όλοι καμαρώναμε, σαν παιδιά πηγαίναμε εκεί, τέτοια γέφυρα δεν υπήρχε πουθενά, τρεις καμάρες και μια απού ήτανε στον πάτο τέσσερεις, σου κίναγε την περιέργεια και όποιος θα περνούσε για πρώτη φορά την αποκαμάρωνε, στο ρέμα πήγαινε πολύς κόσμος, μαζεύανε λυγοδέτες για να δένουνε τα σπαρμένα, κόβανε τα κλαδιά, μαζεύανε τα χαρούπια, πηγαίναμε στον Αη Αντώνη και περπατούσαμε μέχρι πιο κάτω στη Ζωοδόχο Πηγή, δεν τα αφήνανε τότε, εντωμεταξύ ο τόπος δουλευότανε και τα νερά κατέβαιναν και το ρέμα στον πάτο ήτανε μέχρι και τρία μέτρα πλάτος».
Νικόλαος Δαλέντζας,
γεννημένος το 1936
«Το 1944 χαλάσανε οι Γερμανοί τη γέφυρα, την Ατσιπουλιανή Καμάρα τη λεγόμενη, εκεί στον Κόμβο δίπλα. Τη θυμούμαι εγώ επτάμισυ οκτώ χρονών κοπέλι. Πηγαίναμε εκεί, ανεβαίναμε στα μπεντένια, ήτανε τα μπεντένια τσαγρί σοβά σοβαντισμένα, πενήντα πέντε πόντους στο φάρδος και φυσιολογικά το ύψος, ενενήντα πόντους-ένα μέτρο και δεν έφτανα να αποκρεμαστώ να δω το ρούμα και έθετα απάνω στο μπεντένι. Είχενε δυο καμάρες μεγάλες και περνούσανε τα νερά που έφερνε της Μαριάς το ρούμα και ο Μαντζουράνιος. Ο Ματζουράνιος ξεκίναγε από τα υψίπεδα στις Κουκουναρές στου Σωματά από κάτω και έπαιρνε τα νερά που κατέβαιναν από τους Αρμένους, περνούσε τον Αη Γιώργη, τους Καψίκους και μετά στα όρια της Τζιανανής και έσμιγε με της Μαριάς, περνούσανε τα νερά κάτω από την καμάρα την ενετική και από τον Άγιο Αντώνη και επηγαίνανε στη Ζωοδόχο Πηγή που βρίσκεται σήμερο στο στρατόπεδο μέσα. Όλες αυτές οι περιοχές είναι στα όρια του Ατσιποπούλου που πιάνει μια περιφέρεια και μέσα στο Πανεπιστήμιο γιατί ο Ματζουράνιος ήταν το όριο ανάμεσα στου Γάλου και το Ατσιπόπουλο.
Αυτοί λοιπόν οι Γερμανοί, λέγανε ότι μπορεί να έχουνε βάλει τους δυναμίτες από το 1942 και μια μέρα ένας έσερνε το γιο του το μεγάλο, ο Σαμψών ο Στελιανός, κατά το Μάη να πάνε να κόψουνε λυγοδέτες να δέσουνε τα σπαρμένα. Αυτός είχενε μια μεγάλη χαλέπα κάτω από του Κόμπου το αμπέλι σπαρμένη. Αντί για σύρμα κόβανε τα νέικα κλαδιά από τους σκίνους, τις λυγιές, τις χαρουπιές και αυτά τα λέγαμε λυγοδέτες. Τότε πάτησε μια νάρκη και του έκοψε το πόδι. Αυτό έγινε μέσα στην κατοχή γιατί τη γέφυρα την είχανε ναρκοθετημένη. Λένε πως πολλές φορές είχανε σκοπό εκεί, μα εγώ δεν τον είδα. Την ημέρα που εσίμωσε ο καιρός για να φύγουνε, είχενε γινωθεί το πράμα, Πέμπτη μέρα στις 12 του Οκτώβρη, γιατί θυμούμαι ότι στις 9 του Οκτώβρη, Δευτέρα πρωί, οι Γερμανοί σκοτώσανε τον πατέρα μου. Ήμουνα εγώ στα Λιβάδια και έβλεπα τις μαρταρές που είχαμε εκειά και τότες ακούσαμε μια έκρηξη, τράνταξε η γης, θα ήτανε πριν το κολατσιό, δέκα η ώρα περίπου, ρολόγια δεν είχαμε να ξανοίγουμε, εμείς επιέναμε τότες με τον ήλιο. Είδαμε τα χώματα που πηγαίνανε απάνω, μια σκόνη που έβγαινε απάνω γιατί ήτανε άπνοια και λέμε τι γίνηκε; Εχαλάσανε τη γέφυρα οι Γερμανοί, αφού είχανε περάσει και είχανε ένα τζιπ από πίσω και σ’ αυτό ήτανε Ιταλοί και βάζανε φωτιά στα κτίρια και χαλούσανε τις γέφυρες και πήγανε στα Χανιά, για να μη τσι ζυγώνουνε από πίσω. Ποιος θελα τσι ζυγώνει; Απίς εγίνηκε η έκρηξη σε κανένα τέταρτο, εκατεβήκανε από τα Λιβάδια οι αντάρτες, από πιο πάνω που είχανε το αντάρτικο και παίζανε μπαλωτές και κατεβαίνανε για να πάνε στα πλιάτσικα, να τα λέμε δα ξεσκέπαστα, και η αδερφή μου η Μαρία τους είπε «δεν εκατέχετε να πάτε να παίζετε τις μπαλωτές νωρίτερα, να μη χαλάσουνε την καμάρα», και μας απειλήσανε «εσείς να μη μιλείτε», μας είπανε. Μετά την ανατίναξη οι Γερμανοί από εδώ τα είχανε μαζεμένα, εκεί που είναι το Δημαρχείο εδά και πιο κάτω είχανε τρεις στρατώνες. Από αυτές η μια εχάλασε γρήγορα και οι άλλες πιο μετά και τώρα είναι σπίτια. Αφού φύγανε πήγε ο καθένας να πάρει ότι βρει, ήταν αναρχία εκείνη την εποχή, να μην ξανάρθει. Αυτές οι στρατώνες εγινήκανε με αγγαρεία, κουβαλούσανε τις πέτρες με τσι γαϊδάρους, τον ασβέστη, ήτανε ασβεστοκάμινα στο χωριό. Αγγαρεύανε τους χωριανούς να πάνε σε δουλειές και μέχρι το Αγιασμάτσι στα έργα τα καταναγκαστικά, εκειά ανοίξανε ένα δρόμο από τον Άγιο Ανδρέα να πάνε στο Πάνω Βαρσαμόνερο και τις γυναίκες να τσι πλύνουνε. Πηγαίνανε τσι Ατσιπουλιανούς στα Περβόλια να βγάζουνε άμμο με τα βαγόνια και όλα αυτά για να πάρουνε μια κουραμάνα το βράδυ. Δεν τσι θέλανε στο χωριό, μα δεν μπορούσαμε να κάνουμε και αλλιώς.
Αυτή η γέφυρα είχε τοίχους ίσιους, όσο ήτανε κάτω ήτανε και απάνω, είχε από ότι φάνηκε από το χάλασμα είχε και μπάζα μέσα. Ήτανε κτισμένη με πέτρες και φαινότανε από τον Άγιο Αντώνη το βορινό πλάι και από τη μεριά του χωριού το άλλο. Μια μεγάλη καμάρα από κάτω και τρία καμαράκια από πάνω. Άμα γίνηκε η έκρηξη όλη η γέφυρα χάλασε και απομείνανε στις άκρες μόνο κάποια κομμάτια και η άσφαλτος είχε και μετά το ρέμα σκάσει και από τις δυο μεριές στο δρόμο. Οι πέτρες στρωθήκανε στο πάτο του ρουμάτου και, όπως λένε, μετά, το 47, έκανε μεγάλη πλημμύρα με χιονιά και τότε τα πήρε και τα έστρωσε στο ρούμα μέσα τα μπάζα και ίσιωσε το ρούμα. Όταν έκτισαν τη μικρή γέφυρα τις πέτρες τσι βγάλανε από τη χαλέπα του Νταλέτζα και από την άλλη μπάντα. Μετά φτιάξανε τη γέφυρα του Καραμανλή, γιατί αυτός έκαμε τα εγκαίνια το 1957. Είχανε γραμμένο τότε «καλώς ορίσατε στη γέφυρα Καραμανλή». Με τα καρότσια γεμίσανε το ρούμα, από την μπάντα της Τζιανανής κάνανε τρύπα, πούγκα, ακόμα φαίνεται από το δρόμο πόσο κόψιμο κάνανε και με τις πέτρες αυτές γεμίσανε την καινούρια γέφυρα. Η ενετική καμάρα ήτανε δίπλα από την νότια πλευρά της γέφυρας του Καραμανλή.
Η γέφυρα ήτανε ένα αξιοθέατο και έπρεπε να υπάρχει, αλλά ήντα υπάρχει και θα υπάρχει και αυτή. Ύστερα είχε το χωριό ένα αξιοθέατο στην πλατεία του χωριού, την Παναγία που πράγματι άξιζε τον κόπο, να μείνει το παλιό καμπαναριό. Το είχανε κτισμένο, από ότι μου είχε πει η μαμά μου που πούργευε και έκτιζε, τα πολλά λεφτά τα έβαλε ο Ροδινός ο Γιάννης, το 20 και το αλλοίωμα της εκκλησίας, από ρυθμός βασιλικός έγινε βυζαντινός, σταυρωτός. Το σταυρό τον έκαμε ο Ροδινός και τη σκεπή της εκκλησίας και το καμπαναριό και την μεγάλη καμπάνα. Λένε πως είχε στον Πειραιά εργοστάσιο και μπορούσε να κάνει μεγάλα πράματα.
Έγινε και βομβαρδισμός το 41στο Ατσιπόπουλο όταν ήρθαν οι Γερμανοί και τότε σκοτώθηκε η Ελένη Λιονή. Δεν έσκασαν όλες οι βόμβες, μα αυτή που έπεσε στου Ηλιομάρκου το σπίτι έσκασε και από κάτω στου Βαλαρή το οικόπεδο ήτανε ένα μεγάλο βελανίδι και εκειά ήτανε από κάτω μερικές οικογένειες Ατσιπουλιανοί, μεταξύ αυτών ήτανε και η Ελένη η Λιονή με τον άντρα της και με τα κοπέλια της και όταν ήρθαν τα στούκας πάνω από το χωριό με μια ριπή την σκοτώσανε και την κάνανε αυτή τη δουλειά γιατί επαέ ένας Τσίβης Λευτέρης είχε χωροφύλακες και τσι γύμναζε στο γήπεδο και αυτό το ήξεραν οι Γερμανοί και είχε σημειωθεί από τα στούκας. Και τον πατέρα μου τον σκοτώσανε γιατί δεν πήγαινε στις αγγαρείες, ήταν αντάρτης και ήτανε σαν τον φυγόδικο, εντωμεταξύ είχε φυλάκιο με τον Σκανταλαντώνη στο Άγιο Πνεύμα μαζί με μια δεκαρέ άλλους και τους βλέπανε οι Γερμανοί από τις στρατώνες με τα κιάλια. Του την είχανε στήμενη στη Κατεβατή και τελείωσε».
είναι φιλόλογος
Σημ. Οι φωτογραφίες
είναι ακουαρέλες ,
δημιουργίες του συγγραφέα
του κειμένου