O Λουδοβίκος των Ανωγείων έκανε γνωστά τα μοιρολόγια της Κρήτης και κατάφερε αυτά μόνα να δίνουν θέμα σε τηλεοπτικές εκπομπές, μέρες σαν κι αυτές. Είναι όμως και πολλοί λόγιοι του τόπου μας που ανέδειξαν τα Κρητικά μοιρολόγια.
Αναπόσπαστο κομμάτι της όλης μεταθανάτιας, ιεροτελεστίας-διαδικασίας, αποτελούν ως γνωστόν τα μοιρολόγια, που είναι τραγούδια της Ελληνικής λαϊκής μουσικής παράδοσης, έχουν πένθιμο περιεχόμενο και τραγουδιούνται σε περίπτωση πένθους, κυρίως από γυναίκες συγγενείς ή συγχωριανές του νεκρού, καθώς επίσης από γυναίκες (μοιρολογίστρες ) που είναι εξειδικευμένες σ’ αυτό το είδος του τραγουδιού.
Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται, μάλλον, απ’ το «λέγω τη μοίρα», το μοιραίο κακό, αν και, κατά τον Αδαμάντιο Κοραή, η προέλευσή της θα πρέπει να αναζητηθεί στο έθιμο του μυρώματος του νεκρού (μυρολογώ = μυρώνω, κλαίω τον νεκρό), ο οποίος μάλιστα πρότεινε την ορθογραφία «μυρολόγι», η οποία πάντως δεν επικράτησε, πάντως παρόμοια θρηνητικά τραγούδια παρουσιάζονται σε όλους σχεδόν τους λαούς.
Από τα βάθη των αιώνων
Τα μοιρολόγια της ελληνικής παράδοσης, έλκουν την καταγωγή τους από την αρχαιότητα. Οι θρήνοι που αναφέρονται στα Ομηρικά έπη, παρουσιάζουν καταπληκτική ομοιότητα με τα μοιρολόγια των νεοτέρων εποχών τόσο στο τελετουργικό, όσο και στο περιεχόμενο. Στο θρήνο για τον Έκτορα, ο Όμηρος αναφέρεται σε «αοιδούς» και «θρήνων εξέρχους», γεγονός που πιστοποιεί την ιστορική συνέχεια του τελετουργικού. Κάτι ανάλογο με τις σημερινές μοιρολογίστρες πρέπει να υπήρχε και στην Αθήνα, όπως φαίνεται από ένα απαγορευτικό νόμο της εποχής του Σόλωνα.
Στην ουσία, αποτελούν ένα είδος μαγικής και εξορκιστικής τελετουργίας, που βασίζεται στη βαθιά ριζωμένη πίστη ότι ο νεκρός μπορεί να γυρίσει πίσω, να ανακληθεί. Άλλωστε κατά τη βυζαντινή περίοδο τα μοιρολόγια ήταν γνωστά με την ονομασία «ανακλήματα» η «ανακλήσεις». Η δυνατότητα επιστροφής του νεκρού, εκφράζεται τόσο στους Πέρσες του Αισχύλου, όπου η σκιά του Δαρείου εμφανίζεται, ύστερα από έκκληση του χορού των γερόντων, όσο και στη νεότερη λαϊκή παράδοση με το τραγούδι του νεκρού αδελφού κ.α.
Τα μοιρολόγια εκφέρονται πάντα από γυναίκες. Ήδη, από τη βυζαντινή εποχή, οι γυναίκες κάθονταν γύρω από τον νεκρό και έλεγαν τα θρηνητικά τραγούδια (εξόδια, καταλόγια, ανακλήματα), ενώ συγχρόνως εκδήλωναν την οδύνη τους με τράβηγμα των μαλλιών, χτυπήματα στο στήθος, γρατζουνίσματα κ.α. Το τελετουργικό αυτό, παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτο μέχρι σήμερα και μαζί με την ολονυχτία αποτελούσε το κύριο στοιχείο του τελευταίου αποχαιρετισμού, του ξοδιάσματος του νεκρού. Η παρουσία της μοιρολογίστρας, η οποία αμειβόταν για να παραβρεθεί στο ξόδι του νεκρού, επιβλήθηκε στο μέτρο που το νεκρικό τελετουργικό εξελισσόταν σε μια λίγο η πολύ θεσμοποιημένη κοινωνική διαδικασία.
Τα μοιρολόγια μπορεί να είναι παραδοσιακά τραγούδια ή αυτοσχεδιασμοί. Το περιεχόμενο τους εξαρτάται από το φύλο η την ηλικία του νεκρού καθώς και από τη θέση της μοιρολογίστρας μέσα στην οικογένεια (κόρη, σύζυγος, μητέρα κ.α.). Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές. Οι εκκλήσεις για την επιστροφή του νεκρού, οι έπαινοι για τα χαρίσματα του, οι ζοφερές περιγραφές του χάρου και του Κάτω Κόσμου, η απελπισία και η έλλειψη προστασίας της χήρας η των ορφανών ή η οδύνη των συγγενών και φίλων, αποτελούν μερικά απ’ τα πιο συχνά θέματά τους.
Άλλες φορές, ο νεκρός φέρεται να χαιρετάει τον κόσμο και να καλοτυχίζει τα άψυχα φυσικά στοιχεία (βουνά, κάμποι) που δεν πεθαίνουν, ή να αφήνει παραγγελίες στους ζωντανούς οι οποίες, ορισμένες φορές, περιλαμβάνουν και το αίτημα της εκδίκησης, αν ο νεκρός έχει δολοφονηθεί.
Έχουν τα δικά τους τοπικά χαρακτηριστικά
Σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος, τα μοιρολόγια έχουν τα δικά τους τοπικά χαρακτηριστικά, ωστόσο, αυτά που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι τα μοιρολόγια της Μάνης, τα οποία είναι και τα πλουσιότερα από άποψη θεματολογίας. Τραγουδιούνται από γυναίκες που κάθονται κυκλικά στο δάπεδο, αναφέρονται στη ζωή και τη δράση του νεκρού η έχουν ιστορικό, συμβουλευτικό και παρηγορητικό περιεχόμενο και μπορούν ακόμη και να θίγουν παλιές συμφορές ή βάσανα της ίδιας της μοιρολογίστρας.
Τα πιο τυπικά ωστόσο, αποτελούν εκκλήσεις εκδίκησης, γεγονός που οφείλεται στην ιδιαίτερη κοινωνική και οικονομική δομή του χώρου που καθιστούσε τους φόνους συχνό φαινόμενο. Στη Μάνη, το μοιρολόι ως μορφή τραγουδιού αντικατέστησε προοδευτικά όλα τα υπόλοιπα είδη μουσικής έκφρασης και κατέληξε να συνοδεύει ακόμα και τις αγροτικές εργασίες, όπως η συγκομιδή και το άλεσμα.
Τα μοιρολόγια διατηρούν και εκφράζουν την αρχαία και όχι τη Χριστιανική αντίληψη του θανάτου και για το λόγο αυτό πολεμήθηκαν απ’ την επίσημη εκκλησία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, η προοδευτική ^εξαφάνιση τους οφείλεται περισσότερο στη διαμόρφωση νέων κοινωνικών συνθηκών και στην αποσύνθεση της δομής των κοινωνικών και οικονομικών ενοτήτων που χαρακτήριζαν τον Ελληνικό χώρο έως τα τέλη του 190U και τις αρχές του 20oυ αιώνα.
Οι μελέτες του Γιώργη Σμπώκου
Ενδιαφέροντα όσα αναφέρει για το μοιρολόι στο βιβλίο του «Ανώγεια: Ιστορία μέσα από τα τραγούδια τους» ο πολυβραβευμένος συγγραφέας Γιώργος Σμπώκος πρώην δήμαρχος Ανωγείων.
«Μοιρολογητής ή μοιρολογήτρα», γράφει, «ήταν ο κάθε Ανωγειανός ή Ανωγειανή. Ο καθένας είχε καθήκον (ιδιαίτερα οι γυναίκες) να μοιρολογήσει το νεκρό του σπιτιού του ή το συγγενή του. Ακόμη και η μη συγγενής, ξενογειτόνισσα, που πρόσφατα έχασε άνθρωπο στενό κι αγαπημένο, θα ‘ρθει με τ’ όμορφο κι απέριττο μπουκέτο της, με το ταπεινό δώρο της (συνήθως τσιγάρα ήταν ο χαιρετισμός σε νεκρό άντρα) κι αφού τα τοποθετούσε πάνω στο νεκρό, άρχιζε να τον ραντίζει μ’ ανθόνερο και με όμορφα τροπάρια να στέλνει τα πονεμένα χαιρετίσματα της στο ακριβό και πολυαγαπημένο πρόσωπο που άρπαξε ο χάρος.
Ήταν αδύνατο να ταφεί ο νεκρός χωρίς να μοιρολογηθεί. Και τα μοιρολόγια των πιο πετυχημένων μοιρολογητριών αποστηθίζονταν και με τον ιδιαίτερο σκοπό τους γίνονταν ευρύτερα γνωστά. Τα έλεγαν στις αποσπερίδες, στην εξοχή κι η κάθε γυναίκα ή κόρη τα επαναλάμβανε στον αργαλειό της, ασκούμενη κι αυτή για να φανεί αντάξια στους ακριβούς όταν η σκληρή ώρα του χωρισμού τους θα έφτανε.
Και τα μικρά κοριτσάκια ακόμη με πρησμένα μάτια κάθονταν κοντά στο λείψανο κι ώρες ολόκληρες άκουαν τις παινεμένες παλιές μοιρολογήτρες και κατέγραφαν μ’ ανεξίτηλα γράμματα στον άγραφο χάρτη της ψυχής τους ό,τι άκουαν, παίρνοντας έτσι μαθήματα για να συνεχίσουν κάποτε κι αυτά, με τη σειρά τους, την παράδοση και να κρατήσουν ψηλά και πάντα όμορφο και συγκινητικό το ανωγειανό μοιρολόγι.
Κι αργότερα δεν έπρεπε να παραξενευτείς, αν περνώντας ακόμη κι απ’ την αυλή του σχολείου, σε ώρα διαλείμματος, έβλεπες και άκουες κάποιες μαθητριούλες να πηγαινοέρχονται και ν’ αποδίδουν πιστότατα τα μοιρολόγια της μιας ή της άλλης μοιρολογήτρας.
Όλα τ’ ανωγειανά μοιρολόγια έχουν στίχους ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους ή εντεκασύλλαβους:
«Της Παναγίας
Σήμερο μαύρος ουρανός, σήμερο μαύρη μέρα
σήμερο όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερο βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά οι τρισκαταραμένοι.
Η Μάρθα και η Μαγδαληνή, και του Λαζάρου η μάνα,
του Ιακώβ η αδελφή κι τέσσερες αντάμα,
επήρανε στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τσι ‘βγάλε εις του ληστή την πόρτα
«Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου!»
Κι η πόρτα ‘πού το φόβο τζη
άνοιξε μοναχήν τζη.
Τηρούν δεξά, τηρούν ζερβά, κιανένα δεν γνωρίζουν.
Τηρούν και δεξιότερα βλέπουν τον Άι Γιάννη.
«Άι μου Γιάννη, Πρόδρομε και Βαπτιστή του Γιου μου,
μην είδες ‘με το γιόκα μου και το διδάσκαλό σου;»
«Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω
μούδε και χειροπάλαμα για να σου τον εδείξω.
Θωρείς τον ‘κείνο το λιγνό τον παραπονεμένο;
όπου φορεί ποκάμισο στο αίμα βουτημένο;
και που φορεί στη μέσην του το τρίχινο ζωνάρι;
και άπου φορεί στην κεφαλή τ’ ακάνθινο στεφάνι;»
«Που ‘ναι μαχαίρι να σφαγώ, πού ‘ναι γκρεμός να δώσω
που είναι κακοθάνατος να κακοθανατώσω;»
«Μούδε μαχαίρι να σφαγείς, μούδε γκρεμός να δώσεις
μούδε και κακοθάνατος να κακοθανατώσεις;»
Διψώ και δώστε μου νερό τ’ αχείλη μου να γράνω.
Τ’ αχείλη μου ξεράθηκαν εις το σταυρό επάνω».
Αντί νερό του δώκανε το ξίδι με το σπόγγο.
Η Παναγία καθότανε απάνω στο κελί τζη
την προσευχή τζη έκανε για το μονογενήν τζη.
Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τον αρωτούσε:
«Δε μου μιλείς, παιδάκι μου, δε μου μιλείς, παιδί μου;»
«Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις.
Μόνο το Μέγα Σάββατο το τρισευλογημένο,
βάλε νερό στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
και κάμε την παρηγοριά για να την κάμουν κι άλλοι».
Η Παναγιά ως τ’ άκουσε έπεσε λιγωμένη,
ροδόσταμνα τση χύνανε, ώσπου να συνηφέρει.
Η Αγία Ελένη πέρασε εκείνη να την ώρα.
«Ποιος είδε γιο εις το σταυρό και μάνα στο τραπέζι;»
Άψαλτη κι αλειτρούγητη να ‘ν’ η Αγιά Ελένη,
που δεν επαρηγόρησε τη μάνα την καημένη».
Στο βιβλίο εξάλλου του δασκάλου Δημήτρη Παρασύρη για το χωριό του γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα μοιρολόγια των Ζωνιανών που έχουν και μια μοναδική ιδιαιτερότητα στον αριθμό των συλλαβών.
Και από πλευράς περιεχομένου είναι λυρικότατα.
Επικήδειος Γάμος
Από τις σπουδαιότερες μελέτες είναι κι αυτή του Χρίστου Μακρή «Επικήδειος Γάμος».
Αναφερόμενος στο θέμα αυτό ο αξέχαστος λόγιος είχε σταθεί σε μια χαρακτηριστική περίπτωση που συνέβη στα Σελλιά το 1877.
Την εποχή εκείνη είχε ήδη συγκροτηθεί η «Ένωσις Αϊβασιλειωτών», ένα είδος επαναστατικοαστυνομικού σωματείου με κύριο στόχο την πάταξη της ζωοκλοπής. Είναι ευνόητο πως στην «Ένωσιν Αϊβασιλειωτών» συμμετείχαν τα δυναμικότερα αλλά και εντιμότερα στοιχεία της επαρχίας. Ένα απ’ αυτά ήταν και ο Χρίστος παρά την νεανικότητα της ηλικίας του. Κάποια μέρα λοιπόν του 1877, ένας σφακιανός ληστής, ο Κατσουλός, έκλεψε πρόβατα από τα Σελλιά και τα οδηγούσε νοτιοανατολικά με κατεύθυνση το γνωστό σε πολλούς Πλακιά. Χτύπησαν οι καμπάνες συναγερμό και τέσσαρα παλληκάρια όρμησαν προς τον Πλακιά, για να σώσουν τα κλεμμένα πρόβατα, κι ανάμεσά τους κι ο Χρίστος. Στου Κατσουλού το ρυάκι πρόφτασαν τα παλληκάρια τον Κατσουλό με τα κλεμμένα πρόβατα. Ο Χρίστος προπορευότανε, πανύψηλος και ορμητικός, κι ως φαίνεται τρόμαξε ο Κατσουλός. Πριν από μικρό χρονικό διάστημα ένας άλλος Σελλιανός, πρώτος ανιψιός του Χρίστου αλλά συνομήλικος του, ο Μακρής ο Νικολής, και μέλος επίσης και της «Ενώσεως Αϊβασιλειωτών», είχε συναντήσει τον Κατσουλό ανατολικότερα, έξω από το χωριό Κεραμέ. Στη συνάντηση αυτή ο Κατσουλός είχε μαζί του δυο «ζευτικές», δηλ. αγελάδες, κι ο Μακρής ο Νικολής ο ανιψιός, έλεγξε τον Κατσουλό για την προέλευση των αγελάδων, απαιτώντας την άμεση επιστροφή των στον κάτοχό των στα Κεραμέ. Ο Κατσουλός αρνήθηκε και οι δυο άνδρες ύστερα από σύντομη λογομαχία πιάστηκαν στα χέρια. Ο Μακρυδονικολής αφόπλισε τον Κατσουλό και οδήγησε τις αγελάδες στα Κεραμέ. Ο ληστής λοιπόν στη ληστεία των προβάτων μόλις είδε πίσω του τους διώκτες του και μπροστά-μπροστά τον Χρίστο ήταν επόμενο να θυμηθεί την τύχη της ληστείας των αγελάδων και ασφαλώς θα φοβήθηκε το Χρίστο. Πυροβολεί εναντίον του κι ο Χρίστος πέφτει κάτω νεκρός. Στιγμιαία τα ‘χασαν οι σύντροφοι του Χρίστου κι ίσως κι ο φονιάς. Ίσως όμως ο φονιάς και ληστής να κοντοστάθηκε για να δει, μήπως οι άλλοι φύγουν και τον αφήσουν ήσυχο. Στον στιγμιαίο αυτό χρόνο ένας από την παρέα του Χρίστου, ο Γύπαρης ο Μανόλης, που είχε διακριθεί για την ανδρεία του στις μάχες του Περυσινακιού και των Σελλιών το 1867, με καρδίαν λέοντος και ταχυκινησίαν αίλουρου σαλτάρει σαν αστραπή κατά του Κατσουλού και σφάζει τον Κατσουλό «απού το-ν-καφά», γιατί έτσι είναι βασανιστικότερος ο θάνατος, πριν προλάβει να ξαναγεμίσει το όπλο του.
Η συνέχεια των γεγονότων ήταν ραγδαία, άγρια και συγκλονιστική, όπως και ήταν επόμενο να συμβεί ανάμεσα σε ανθρώπους κυριαρχούμενους από ακόρεστη τάση επιβολής και αναγνώρισης και από πρωτογονικό δυναμισμό. Οι Σελλιανοί δεν αρκέστηκαν στην εκδίκηση του σκοτωμού του Χρίστου. Έθαψαν κάπου εκεί το Σφακιανό, χωρίς να επιτρέψουν σε παπά να του «διαβάσει» κηδεία.
Οι Σελλιανοί έπραξαν έτσι όχι μόνο γιατί δεν μπορούσαν να χορτάσουν εκδίκηση, αλλά γιατί, πράττοντας έτσι, πετύχαιναν αιώνια εκδίκηση. Γιατί ήξεραν, ότι, αν αδιάβαστος παραδοθεί στη γη ο φονιάς, τότε, δεν θα ‘ταν δυνατόν να βρει ποτέ η ψυχή του ησυχία στον άλλο κόσμο.
Ο «γαμπρός» ήταν και αρραβωνιασμένος. Σύμφωνα με τα έθιμα, την ώρα που κατέβαζαν τον Χρίστο στον τάφο, συνέβησαν δύο πράγματα. Οι οπλοφόροι, Σελλιανοί και μέλη της «Ενώσεως Αϊβασιλειωτών», έριχναν τους καθιερωμένους πυροβολισμούς για τη στιγμή, τιμητικούς, απειλητικούς και προειδοποιητικούς. Και η τραγική αρραβωνιαστικιά έβγαζε το δαχτυλίδι και το γύριζε πίσω στο νεκρό αρραβωνιαστικό. Η ώρα και η στιγμή εκείνη πρέπει να ήταν αφάνταστα συγκλονιστική και ανατριχιαστική.
Είναι εντυπωσιακή πράγματι η ομιλία αυτή του Χρίστου Μακρή για τον «Επικήδειο Γάμο», καθώς περιέχει πλήθος από λαογραφικά στοιχεία που μας εντυπωσίασαν. Όπως επίσης και παρόμοιες αναφορές του Παύλου Βλαστού. Μόλις μας δοθεί ξανά ευκαιρία, λόγω των ημερών θα επανέλθουμε.
Πηγές:
Κρητολογικά Γράμματα, Ρέθυμνο, Αύγουστος 1992, τεύχος 5/6
Διαδίκτυο-Γ. Σμπώκου: «Ανώγεια: Η ιστορία μέσα από τα τραγούδια τους».
Επιμέλεια: Εύα Λαδιά- Εφημερίδα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» 2 Απριλίου 2010.
Πολιτιστικό Ρέθυμνο: Αφιερώματα