Περιορισμένη αγοραστική κίνηση, μείωση τζίρου και αύξηση οφειλών στην εφορία και τα ταμεία είναι η εικόνα που καταγράφουν στην πλειοψηφία τους οι εμπορικές επιχειρήσεις με τους περισσότερους να αδυνατούν να ανταποκριθούν τόσο στα λειτουργικά έξοδα των επιχειρήσεων τους, όσο και στη δυσβάσταχτη φορολογία που έχει επιβληθεί στον κλάδο.
Χωρίς να έχουν πρόσβαση στις τράπεζες και με τα χρέη σε εφορία και ασφαλιστικά ταμεία καθημερινά να συσσωρεύονται, οι έμποροι του Ρεθύμνου προσπαθούν με μεγάλες δυσκολίες να κρατήσουν ανοιχτά τα καταστήματα τους.
Για τον χειρότερο χειμώνα των τελευταίων ετών κάνουν λόγο οι έμποροι του Ρεθύμνου. Η κίνηση στην τοπική αγορά είναι περιορισμένη από τις αρχές της εκπτωτικής περιόδου, με ελάχιστες και πολύ στοχευμένες αγορές από πλευράς των καταναλωτών, όμως πλέον και αυτές έχουν σχεδόν μηδενιστεί με τα μηνύματα που φτάνουν από την εμπορική αγορά της πόλης να είναι απογοητευτικά. Τα στοιχεία, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Εμπορικού Συλλόγου, Γιώργο Πολιουδάκη, καταγράφουν μια πτώση της κίνησης που ξεπερνά το 10% σε σχέση με πέρυσι, ποσοστό που κρίνεται ιδιαίτερα μεγάλο με δεδομένο, όπως τονίζει ο κ. Πολιουδάκης, ότι και πέρυσι η αγοραστική κίνηση στην περίοδο των εκπτώσεων ήταν μειωμένη.
Ο προβληματισμός του εμπορικού κόσμου είναι έντονος και αφορά ακόμα και την ίδια τη βιωσιμότητα των εμπορικών επιχειρήσεων, αφού η καλοκαιρινή περίοδος δεν είναι αρκετή για τους επιχειρηματίες του Ρεθύμνου, που καλούνται να ανταπεξέλθουν στα λειτουργικά έξοδα και την υπερφορολόγηση σε όλη τη διάρκεια του έτους. Οι αυξημένες οικονομικές υποχρεώσεις εξανεμίζουν πάνω από το 75% των εσόδων των εμπορικών επιχειρήσεων.
Τις αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στον κλάδο του εμπορίου σε πανελλαδικό επίπεδο διαπιστώνει η 18η ετήσια έκθεση της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) για το ελληνικό εμπόριο, που παρουσιάστηκε χθες.
Σύμφωνα με την έκθεση στο 11% φθάνει η συνεισφορά του εμπορίου στο ΑΕΠ της χώρας, ενώ καταγράφεται αύξηση του Γενικού Δείκτη Κύκλου Εργασιών (ΔΚΕ) στο λιανικό εμπόριο κατά 2,1% και ενίσχυση του χονδρικού εμπορίου κατά 7,2%.
Το εμπόριο παραμένει ο σημαντικότερος εργοδότης της χώρας, με 18% των εργαζομένων στη συνολική απασχόληση και 21% στη μη αγροτική απασχόληση. Το 2018 δημιουργήθηκαν 6.200 νέες θέσεις εργασίας στον κλάδο, ενώ ένας στους πέντε νέους κάτω των 25 ετών που εργάζεται στον μη αγροτικό τομέα απασχολείται στο εμπόριο.
Αναφορικά με τις ΑΕ και τις ΕΠΕ, καταγράφηκε αύξηση, για δεύτερο συνεχόμενο έτος, κατά 7,9% των πωλήσεών τους αλλά και αύξηση των συνολικών καθαρών κερδών κατά 8,5%.
Από την άλλη, σε σχέση με τις μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις, σημαντικό στοιχείο αποτελεί η διαπίστωση πως το 25% των εμπορικών επιχειρήσεων ξεκίνησε τη λειτουργία τους κατά την τελευταία δεκαετία. Την ίδια στιγμή, το 56% των επιχειρήσεων εμφανίζει μείωση του κύκλου εργασιών, το 27% έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία, ενώ επίσης 27% των επιχειρήσεων παρουσιάζει οφειλές προς τον ΕΦΚΑ, στοιχεία που παρουσιάζουν σταθερότητα σε σύγκριση με το αντίστοιχο πρώτο εξάμηνο του 2017.
Η κα Βάλια Αρανίτου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα πολιτικής επιστήμης του πανεπιστημίου Κρήτης και διευθύντρια του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ, η οποία επιμελήθηκε και παρουσίασε την ετήσια έκθεση, σημείωσε σχετικά: «Η ετήσια έκθεση αποτυπώνει τις τάσεις του ελληνικού εμπορίου. Είναι το πλέον χρήσιμο εργαλείο, το οποίο μας αναδεικνύει τη σημασία του κλάδου στην ελληνική οικονομία καθώς και την κομβική του συμμετοχή στην ανάπτυξη της χώρας. Η ΕΣΕΕ, ως κοινωνικός εταίρος, διαμορφώνει την απαραίτητη τεκμηρίωση και τα εργαλεία για τη χάραξη των πολιτικών για το ελληνικό εμπόριο και τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα».
Η κ. Αρανίτου σημείωσε ότι το 56% των επιχειρήσεων εμφανίζεται να πήγαν χειρότερα το 2018, αλλά είναι καλύτερο το νούμερο, καθώς ήταν 62% το στοιχείο αυτό για το 2017. Ανέφερε, τέλος, πως το φορολογικό είναι το μεγάλο πρόβλημα των επιχειρήσεων όλων των μεγεθών, όπως και η έλλειψη ρευστότητας και η μείωση της καταναλωτής δαπάνης.
«Το εμπόριο φαίνεται να βρίσκεται σε φάση εγγενούς ρευστότητας. Η δημοσιονομική εξισορρόπηση και η ύφεση που ακολούθησε επιτάχυναν τους επιμέρους μετασχηματισμούς στο λιανικό εμπόριο και ιδιαίτερα στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, προωθώντας επί της ουσίας μία «δημιουργική καταστροφή» από τα πάνω. Ωστόσο, αν θεωρήσουμε ότι βρισκόμαστε στην ολοκλήρωση αυτής της μεταλλαγής, οι αντιφάσεις, αντί να αμβλύνονται, μοιάζουν να οξύνονται. Με άλλα λόγια, μοιάζει να εμπεδώνεται ένας ιδιότυπος διυσμός τόσο μεταξύ των μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων, όσο και στο ίδιο το οικοσύστημα των μικρών επιχειρήσεων» σημείωσε, κατά την παρουσίαση της έκθεσης, ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Γιώργος Καρανίκας.
Όπως είπε, «μεταβατική και κρίσιμη είναι αυτή η εποχή για το εμπόριο, διότι, αν και η πίτα παραμένει στα ίδια επίπεδα και διαφαίνεται μια θετική προδιάθεση, ωστόσο φαίνεται να χάνεται από την αγορά μεγάλο μέρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων κι αναζητούνται τρόποι για να μικρύνει η ψαλίδα στην αγορά που μεγαλώνει υπέρ των μεγάλων».
Από την πλευρά του, ο Γιώργος Αργείτης (ΙΝΕ – ΓΣΕΕ) υπογράμμισε πως αν έχει διασωθεί ο κλάδος μέσα στην κρίση, είναι διότι η κατανάλωση είναι πάνω από το διαθέσιμο εισόδημα. Κι αυτό διότι φαίνεται ότι προτίμησαν οι καταναλωτές να διασφαλίσουν ένα επίπεδο κατανάλωσης διακόπτοντας αποπληρωμές δανείων και οφειλών, την ώρα που ο κλάδος του εμπορίου παράγει χαμηλής αμοιβής εργασίας υπονομεύοντας το μέλλον του.
Ο Νίκος Βέττας (ΙΟΒΕ) σχολίασε πως «είναι λάθος να νομίζουμε ότι έχουμε γυρίσει σε κανονικότητα. Η σημερινή έκθεση παρουσιάζεται σε μια συγκυρία που φαίνεται να έχει ξεκινήσει η ανάπτυξη. Αλλά η ανάκαμψη δεν έχει εκείνα τα δομικά χαρακτηριστικά που θα την οδηγήσουν σε σταθερή ανάπτυξη». Όπως εξήγησε, η στροφή προς τις εξαγωγές έγινε σε μικρό βαθμό και σχετικά αργά σε σχέση με άλλες χώρες που μπήκαν σε πρόγραμμα, όπως η Ελλάδα, ενώ δεν υπήρξε αποτελεσματική μείωση της παραοικονομίας.
Επίσης, ανέφερε ότι το μέγεθος της επιχείρησης και η απασχόληση είναι ένα θέμα που θέλει ενδελεχή μελέτη και τόνισε την ανάγκη οι μικρεìς επιχειρήσεις να διασυνδεθούν, καθώς και να διασυνδεθεί το ψηφιακό με το παραδοσιακό εμπόριο και το εμπόριο με τον τουρισμό.
Ο Διονύσης Γράβαρης (ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ) είπε ότι «ανάκαμψη δεν σημαίνει βιωσιμότητα. Η εικόνα της ελληνικής οικονομία και ειδικά το εμπόριο είναι σαν να έχει βγει από μάχη. Υπάρχουν διαρθρωτικά προβλήματα τα οποία δεν έχουμε λύσει κι έχουν δημιουργηθεί και νέα, όπως ότι αυξήθηκε ο βαθμός συγκεντροποίησης».