Και αυτό, όχι μόνο γιατί ακριβώς σαν σήμερα πριν από 100 χρόνια (28 Νοεμβρίου 1912) έπεσε στο πεδίο της μάχης ο «στρατιώτης ποιητής» με το ισπανοελληνικό αίμα και την καθαρή ελληνική συνείδηση. Είναι και τα «σημεία των καιρών» μας που ενισχύουν συνειρμικά και αναπόφευκτα την επικαιρότητά του.
Ο Μαβίλης γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1860 στην Ιθάκη, αλλά μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Ο πατέρας του ήταν Πρόεδρος των Δικαστηρίων της Ιονίου Πολιτείας και ο παππούς του πρόξενος της Ισπανίας στην Κέρκυρα. Στα δεκαεπτά του ήρθε στην Αθήνα και μετά από ένα χρόνο φιλολογικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο, έφυγε για τη Γερμανία, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας, φιλοσοφίας, γλωσσολογίας σε πολλά γερμανικά πανεπιστήμια και έμαθε ιταλικά, αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, γερμανικά και λατινικά.
Ο Λορέντζος Μαβίλης, αναμφισβήτητα, συνιστά μια πολύπλευρη προσωπικότητα με πολυδύναμη δράση. Το όνομά του όμως αναφέρεται σε συνάρτηση με δυο λέξεις: «Σονέτο» και «Δρίσκος».
Πράγματι ο Μαβίλης αναδείχθηκε σε αξεπέραστο πρωτομάστορα του σονέτου, του ποιητικού είδους που «τον άξιο ποιητή τον ξεχωρίζει τροπαιοφόρα» κατά τον Παλαμά. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το υπόλοιπό συγγραφικό του έργο, πεζό ή ποιητικό, όσο κι αν περνά συγκριτικά σε δεύτερη μοίρα, είναι ευκαταφρόνητο. Ο Μαβίλης, όμως, είναι ο άνθρωπος για τον οποίο ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έγραψε ότι «στάθηκε ένας από τους σπάνιους εκείνους ποιητές που το καλύτερό τους ποίημα είναι η ζωή τους».
Πράγματι, τίποτε δεν στάθηκε αρκετό να συγκρατήσει το ενδιαφέρον του «νεοϊππότη του Νότου» όσο η αίσθηση του χρέους απέναντι στη λευτεριά της πατρίδας του, που θέλησε να υπηρετήσει όχι μόνο ως «ρητήρ λόγων» αλλά κι ως «πρηκτήρ έργων».
Είναι αξιοσημείωτο, εξάλλου, ότι η μακρόχρονή απουσία του στην Ευρώπη και κυρίως οι δωδεκάχρονες σπουδές του σε πανεπιστήμια της Γερμανίας, όσο κι αν τον εφοδίασαν με πλούσια εμπειρία και πολυγλωσσία δεν τον μετέτρεψαν τελικά σε ανερμάτιστο κοσμοπολίτη ούτε τον απομάκρυναν από τις σολωμικές «μεγάλες ουσίες της ζωής».
Η πεισιθάνατη όμως απαισιοδοξία του Σοπενχάουερ και της ινδικής φιλοσοφίας, που βρήκε πρόσφορο έδαφος στην υπερευαίσθητη ψυχή του Μαβίλη, και το πάθος του για ζωή το μορφοποιημένο σε πατριδολατρία συγχωνεύτηκαν σε μια δισυπόστατη ψυχοσύνθεση που εκδηλωνόταν με ένα ηρωικό πεσιμισμό.
Θα έλεγε κανείς ότι μέσα από τον εθνισμό του και τους αγώνες του για την πατρίδα ερμήνευε τα μεταφυσικά προβλήματα της ζωής και του θανάτου. Η ποιήτρια Μυρτιώτισσα αναφέρει μεταξύ των άλλων για τον αγαπημένο της: «Ζητούσε μες στα ιδανικά την απολύτρωση κι αναζητώντας στάθηκε στο μεγαλύτερο: την Πατρίδα. Έγινε πατριδολάτρης μέχρι μανίας. Από εκεί άντλησε το τελευταίο, το υπέρτατο ιδανικό του: το θάνατο. Η λατρεία της Πατρίδας και του θανάτου! Ν’ αγκαλιάσει το θάνατο πολεμώντας για την Πατρίδα! Κι άδραξε την ευκαιρία, μιαν ακόμη φορά, γιατί καθώς ξέρουμε κι άλλες φορές είχε πολεμήσει για την Πατρίδα του με την ίδια πάντα λαχτάρα».
Έτσι το 1896 παίρνει μέρος στην Κρητική Επανάσταση με ένα αντάρτικο σώμα που συγκρότησε με φίλους του και σ’ ‘ένα σονέτο του (το «Exelsior») γράφει για τους Κρητικούς πολεμιστές ότι «τους θεριεύει η ελπίδα του θανάτου/ με τ’ αγιασμένα δαφνοστεφανά του». Η ίδια η Κρήτη μάλιστα στο ομώνυμο σονέτο του υπόσχεται στους «πρόσφυγες της ζωής δώρα άγια τρία: Θάνατο, Αθανασία κι Ελευθερία».
Η αποτυχημένη Κρητική Επανάσταση και η μεγάλη εθνική ήττα στον πόλεμο του 1897, όπου συμμετείχε με σώμα 70 εθελοντών που συγκρότησε και συντηρούσε ο ίδιος, καταδύεται σε βαθιά θλίψη από την οποία αναδύεται χάρη στην αναγεννητική πνοή του αναίμακτου Κινήματος στο Γουδί (1909) και στην εμφάνιση του Βενιζέλου, που ακολούθησε με ενθουσιασμό. Το 1910 εκλέγεται βουλευτής Κερκύρας στη Αναθεωρητική Βουλή με βασικές αρχές του: «Δεν υπάρχουν για μένα άλλα ελατήρια ισχυρότερα από το χρέος μου προς την πατρίδα», «ό,τι κατορθώσω εις την ζωή μου, θα το κατορθώσω μένοντας συνεπής» και «Πρόγραμμά μου έχω την ευημερία της Κερκύρας διά της ευημερίας του Έθνους και όχι εις βάρος του Έθνους». Από το βήμα της Βουλής αυτής, εξάλλου, ο γνήσιος αυτός εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής και της Σολωμικής παράδοσης εκφωνεί τότε τον περίφημο λόγο του υπέρ της δημοτικής γλώσσας, που αποτελεί σταθμό στην ιστορία του Γλωσσικού Ζητήματός μας. Τότε διατύπωσε το γνωστό και πάντα επίκαιρο επίγραμμά του: «Δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα, υπάρχουν μόνο χυδαίοι άνθρωποι».
Η ευφορία του όμως αυτή ήταν απλώς ένα διάλειμμα. Το Σεπτέμβριο του 1911 γράφει στο φίλο του Σπύρο Θεοτόκη: «…Αποφάσισα να μην πολιτευτώ άλλο. Θα αποτραβηχτώ από την πολιτική και θα περιμένω, όταν σημάνει η σάλπιγγα, να πάω κι εγώ να αφήσω τα ελεεινά μου κότζια σε μια ρεματιά της ονειρεμένης Ήπειρος»… Έτσι απλά ο «αριστοκράτης ποιητής-φιλόσοφος» Λορέντζος Μαβίλης αντάλλαξε την έδρα του βουλευτή με την στολή του πολεμιστή.
Το 1912 σε ηλικία 52 ετών συμμετέχει εθελοντικά στο Α` Βαλκανικό Πόλεμο ως λοχαγός του σώματος των Γαριβαλδινών ερυθροχιτώνων (βλ. φωτογραφία) και πολεμά στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία και, τέλος, στη Ήπειρο.
Στις 28 Νοεμβρίου 1912 ψηλά στο Δρίσκο, λίγο έξω από τα Γιάννενα, καθώς εμψύχωνε -όρθιος όπως πάντα- τους στρατιώτες του μέσα σ’ ένα χαλάζι από σφαίρες τραυματίστηκε θανάσιμα στο πρόσωπο! Σε μια στιγμή που όλα έδειχναν ότι οι Έλληνες νικούσαν και σίμωνε η λευτεριά. Πάνω στο Δρίσκο ο εθνιστής -όχι εθνικιστής- ποιητής έγραψε τον ωραιότερο επίλογο του σονέτου της ζωής του: βρήκε τον «κάλλιστο» θάνατο, την «ευθανασία»!
Λέγεται ότι τα τελευταία λόγια του πριν ξεψυχήσει ήταν: «Επερίμενα πολλές τιμές από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου».
Θα ‘λεγε κανείς ότι εκπλήρωσε την ευχή που κάνει στο σονέτο του «Ελιά», όπου μακαρίζει το ευλογημένο δέντρο της προσφοράς για το ευτυχισμένο τέλος του εν μέσω του «ερωτιάρικου κυνηγιού των πουλιών» που συμβολίζει τη συνέχεια της ζωής: «Ώ να μπορούσαν έτσι να πεθαίνουν/κι άλλες ψυχές της ψυχής σου αδερφάδες».
Ταιριαστό του, όμως, επιτύμβιο επίγραμμα θα ήταν οι τρεις τελευταίοι στίχοι του σονέτου που είχε αφιερώσει στον «ποιητή και μάρτυρα αντάμα» Χάρρις, τον Άγγλο φίλο του και συμπολεμιστή που σκοτώθηκε δίπλα του στη μάχη των Πέντε Πηγαδιών στην Ήπειρο: «…Του Απόλλωνα όχι η χάρη, η δόξα μόνη/ σου ‘λειπε του θανάτου- κι ένα βόλι/ σ’ έστειλ’ ήρωα στο Ηλύσιο περιβόλι».
Σαν σήμερα, 100 χρόνια πριν, μπορεί η εχθρική σφαίρα να του έκοψε τη γλώσσα και το νήμα της ζωής του, όμως η φωνή του εξακολουθεί να φτάνει δραματικά επίκαιρη και έντονα παραπονεμένη ή θυμωμένη στις μέρες μας μέσα από το σονέτο του «Πατρίδα»(1878): «Μάννα μου Ελλάδα, τι δεν είσαι τώρα /σαν πρώτα ορθή, ψηλή, στεφανωμένη/ με δάφνες, τι δεν είσαι με τα δώρα/ της αθάνατης Νίκης στολισμένη;/ Αχ! πότε θάρθη, πότε θάρθη η ώρα/ να ματαστράψη η όψη σου η σβησμένη, /και την ερημωμένη σου τη χώρα/ μ’ ελπίδα να φωτίσης, ω αντρειωμένη;/Πατρίδα μου σηκώσου! Ας λάμψη πάλι/ στον αιθέρα ψηλά το μέτωπό σου…».
Ο ίδιος, άλλωστε, από την παραλίμνια σκοπιά του στα Γιάννενα εξακολουθεί μαρμαρωμένος να αγναντεύει απέναντι ψηλά το Δρίσκο, σε πείσμα των ανιστόρητων που τον έχουν… παρασημοφορήσει με τα ποικιλόχρωμα γκράφιτί τους!…
Στο Ρέθυμνο η θεατρική παράσταση «Χόρεψέ με πατέρα» της Κατερίνας Αντωνιάδου
H θεατρική παράσταση «Χόρεψέ με πατέρα» της Κατερίνας Αντωνιάδου έρχεται στο Ρέθυμνο στο Θέατρο Αντίβαρο για δυο παραστάσεις σήμερα Σάββατο...