Στα χρόνια των πολέμων, Γερμανοϊταλικού και Εμφύλιου, και αρκετά χρόνια μετά υπήρχε οξύ πρόβλημα διατροφής, ο αγώνας των ανθρώπων, ακόμη και στα χωριά, ήταν να βάλουν κάτι στο στομάχι τους να κατασιγάσουν τις διαμαρτυρίες του. Ένα καλό φαγητό ήταν περιζήτητη υπόθεση. Είναι γνωστή η περίπτωση του συντέκνου, που πήγε στο σπίτι του συντέκνου του… όλως τυχαίως την ώρα που καθόταν στο τραπέζι.
– Έλα, σύντεκνε, να κάμομε το γιόμα.
– Ευχαριστώ, σύντεκνε, εδαέ εσηκώθηκα απού το τραπέζι. Ως επαέ είμαι γεμάτος, απάντησε φέροντας την παλάμη του στο λαιμό του οριζόντια.
– Σίμωσε, μπάρε μου, να πιούμενε ένα κρασί μ’ ένα πιταράκι.
Ο σύντεκνος εσίμωσε και, όταν έφυγε, η πεντάχρονη φιλιότσα του είπε:
– Μάνα, κατές πόσα πιταράκια βάνει ο νονός μου από παέ και πάνω, δείχνοντας με την παλάμη της τον λαιμό της, δεκατρία και τέσσερα ποτήρια κρασί.
Από την περίοδο εκείνη, τη μεταπολεμική, διηγούνται πολλά περιστατικά, όπως τα εξής: Τέλη της δεκαετίας του ’50 το Ρέθυμνο συνδεόταν ακτοπλοϊκά με τον Πειραιά με το «Αγγέλικα», ένα πολυτάραχο καράβι που ακόμη και το πλήρωμά του πάθαινε ναυτία. Αγκυροβολούσε έξω από το ενετικό λιμάνι – το νέο δεν υπήρχε ακόμη – και οι επιβάτες και οι αποσκευές μεταφερόταν με μαούνες, που ρυμουλκούσε μια βενζινάκατος, ο «Εωσφόρος», με καπετάνιο και πλήρωμα μαζί τον Μιχάλη Δογάνη.
Μια γριούλα έφτασε με το λεωφορείο στο Πρακτορείο στη Μεγάλη Πόρτα – οδός Μοάτσου – και ένας αχθοφόρος πήρε στο μακρόστενο τρίτροχο καρότσι του τις αποσκευές της για το λιμάνι, ένα βαρύ κοφίνι με τρόφιμα, μια κανίστρα λάδι, μια μπουκάλα κρασί κι ένα εντυπωσιακό πετεινό ζωντανό. Ο αχθοφόρος έβαλε στο μάτι τον πετεινό και τοποθέτησε το κοφίνι έτσι, ώστε όταν κατηφορίσει, να συντρίψει το κεφάλι του. Όταν έφτασαν στο λιμάνι η ψυχή του πετεινού είχε πετάξει στον ουρανό να συναντήσει τον ομότεχνό του με τα πυρφόρα βέλη.
– Τι θα το κάμεις τώρα αυτό το ψοφίμι; Ρώτησε τη γριούλα.
– Θα τονε πάρω μαζί μου, μα ως αύριο δεν παθαίνει τίποτας, είπε αυτή.
– Μα τι λες, θα σε αφήσει ο καπετάνιος να κουβαλάς ψοφίμια στο καράβι του; Αμέσως θα σε κατεβάσει κάτω.
– Ε τότες θα τονε πετάξω στη θάλασσα.
– Δε βλέπεις το Λιμενάρχη; Θα σου βάλει πρόστιμο και θα σε κλείσει στο κρατητήριο.
– Παναγία μου, ίντα θα γενώ; Ίντα πρέπει να κάμω;
– Να το πας στο σκουπιδοντενεκέ του Δήμου, στο Πρακτορείο απ’ όξω.
– Μα θα χάσω το καράβι. Σε παρακαλώ, άμε το εσύ.
– Έχω δουλειά, μα σε λυπούμαι και θα το πάω, θα μου δώσεις όμως ένα τάλιρο για την ώρα που θα χάσω.
Πήρε και τον πετεινό και το τάλιρο.
Ο Λιμενάρχης που τον είδε του φώναξε:
– Βρε κερατά, πήρες τον πετεινό της γριούλας. Το τάλιρο τι το ‘θελες;
Κι αυτός χαμογελώντας σαρδόνια και ενώ τα ρουθούνια ανοιγόκλειναν ηδονικά, καθώς σκεφτόταν το αχνιστό πιλάφι και τον βραστό πετεινό, απάντησε:
– Για το ρύζι.
Την ιστορία μου διηγήθηκαν ψαράδες στο λιμάνι, όταν είχα κι εγώ τη βαρκούλα μου, τη «Νηρηίδα», και ψάρευα.
Λίγα χρόνια αργότερα μια συμπολίτισσα επιστήμονας ερχόταν με το αυτοκίνητό της από το Ηράκλειο βράδυ. Στις ανηφοριές της Δαμάστας – ο εθνικός δρόμος δεν είχε φτειαχτεί ακόμη – άκουσε ένα χτύπημα στο αμάξι της. Σταμάτησε αμέσως, κατέβηκε και βρήκε ένα λαγό χτυπημένο. Στενοχωρήθηκε πολύ και στεκόταν αμήχανη, όταν μια νταλίκα έστριψε και φώτισε τη σκηνή. Ο οδηγός σταμάτησε και κατέβηκε:
– Συμβαίνει κάτι; Χρειάζεστε τίποτε; Ρώτησε
– Αχ κύριε, χτύπησα το ζωάκι χωρίς να το θέλω, σας ορκίζομαι, και δεν ξέρω τι να κάνω τώρα.
Ο οδηγός αξιολόγησε αμέσως την κατάσταση.
– Πρέπει να το θάψετε τώρα, της είπε.
– Μα πώς; δεν ξέρω ούτε έχω εργαλεία.
– Δεν μπορείτε να το αφήσετε να το κατασπαράξουν τα άγρια ζώα.
– Αχ Θεέ μου, τι να κάνω. Μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε εσείς;
– Κοιτάξτε, έχω ένα περιβόλι με λουλούδια και πρασινάδες και θα του άρεσε να κοιμηθεί εκεί, αλλά είμαι κουρασμένος σήμερα. Μπορώ όμως να το θάψω αύριο το πρωί.
– Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Την επόμενη ο λαγός αναπαύτηκε αντί για το ανύπαρκτο ανθισμένο περιβόλι στην κατσαρόλα του οδηγού με μπόλικα κρομμυδάκια.
Το περιστατικό αυτό μου το διηγήθηκε η ίδια η συμπολίτισσα.
Σε μια άλλη περίπτωση ο αλησμόνητος φίλος μου ο Αλέκος Γιατρουδάκης τηλεφώνησε στον θείο του σ’ ένα κοντινό χωριό του Βρύσινα, βραδάκι. Στο τηλέφωνο ήταν η θεία του και μετά τα τυπικά ζήτησε το θείο του.
– Δεν ήρθε, παιδί μου, ακόμη μα η γιώρα τονε βάνει. Πάρε τονε πλια ύστερα.
Τότε ο Αλέκος είχε μια ιδέα:
– Μα ίντα ψήνεις, θεία, και μυρίζει τοσονά όμορφα, ρώτησε, από το τηλέφωνο του μύριζε το τσικάλι!
Η θεία του έπεσε στην παγίδα.
– Ένα λαγό έπιασεν ο θείος σου και τον έστεσα με τα κρομμυδάκια.
– Καλά, θα πάρω πλια ύστερα.
Αντί να πάρει τηλέφωνο ο Αλέκος πήρε ένα φίλο του και πήγαν αυτοπροσώπως. Το βαρέλι με το κρασί ήταν στο μαγατζέ, δίπλα στην κουζίνα, και ο λαγός καταναλώθηκε. Πριν φύγουν, ο Αλέκος είδε τη θεία του να βάζει κουκιά στο νερό για το αυριανό φαγητό.
Ένας στενός φίλος μου, συνταξιούχος τώρα από χρόνια, μου διηγήθηκε το εξής: Ήταν νεοδιόριστος τότε, νεαρός, όταν ένας φίλος του του είπε ότι μια οικογένεια του είχε υποχρέωση και θα του έκανε τραπέζι με όποιον ήθελε αυτός παρέα.
Το τραπέζι ήταν πλούσιο και έφαγαν απολαυστικά. Σε λίγες μέρες ο φίλος μου ρώτησε τον καλεστή του πότε θα ανταποδώσουν το γεύμα.
– Δεν θα το ανταποδώσουμε. Κοίταξε, αυτοί ψάχνουν για γαμπρό της κόρης τους και τους είπα ότι εσύ ενδιαφέρεσαι και θέλεις να τη δεις.
– Βρε άχρηστε, και τι τους είπες μετά;
– Σιγά, εκειά θα κολλούσαμε; τους είπα ότι έχεις κάνει όρκο να μην παντρευτείς γυναίκα πιο ψηλή από εσένα κι αυτή σε περνά δυο δάχτυλα!
Μικροπονηριές για μια καλοπέραση.