Ήταν Πάσχα του 1959 κι εγώ τριτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής Αθηνών. Είχα κατεβεί στο χωριό, κρατούσα όμως και τα βιβλία μου, γιατί αμέσως μετά είχα εξετάσεις.
Ένα βράδυ, την ώρα του φαγητού, ο πατέρας μου μου είπε:
- Δημήτρη, μια μέρα, αν σου ταιριάσει, πετάξου στα «Τσικαλοχώματα» να δεις τι κάνουν τα μουρέλα που φυτέψαμε. Απής τα κέντρισα δεν εξαναπήγα και θα ‘ναι γεμάτα παρανοιξίδια.
Αυτό μου υποδείκνυε έμμεσα να τα καθαρίσω. Τα είχαμε φυτέψει πριν από τέσσερα χρόνια και είχαν κεντριστεί πριν από τρία, εικοσιένας αγρούλιδοι τον αριθμό.
Το ίδιο βράδυ έβαλα στο βουριάλι μου το κλαδευτήρι, το σαρακάκι μου, αλλά και το μαχαιράκι του κεντρίσματος και στο νερό μια δεσμίδα χόρτο, που χρησιμοποιούσαμε τότε για το δέσιμο στο κέντρισμα. Κοντά στον φράχτη ήσαν τέσσερα αγκουτσάκια και σκόπευα να τα εμβολιάσω, αν είναι έτοιμα, αν «σκίζουν».
Η ανατολή του ήλιου με βρήκε στα «Τσικαλοχώματα», στις υπώρειες του Κέντρους. Ήταν μια μαγική ώρα της Φύσης. Διαυγής ουρανός, ατμόσφαιρα νωχελικά ακίνητη με ίχνη της νυκτερινής δροσιάς, απέραντη έκταση πράσινη, όσο φτάνει το μάτι.
Στο πράσινο φόντο κυριαρχούσε κεντημένο το χρυσό κίτρινο του ασπάλαθου, της αγκαραθές και του σπάρτου και το μουντό του αχινόποδα, δίπλα το βαθύ μπλε του λούπινου και το ανοιχτό του αγογλώσσου, μικρά θραύσματα λες του ουρανού που έπεσαν στη γη, το καρνάδο κόκκινο της παπαρούνας και το βελουδένιο βαθύ κόκκινο της σερνταλίδας, το μωβ της φασκομηλιάς και της ελυγιάς, το λευκό του αγριόσκορδου και του ασκορδούλακα, όλα μαζί υλική έκφραση της θεϊκής Αρμονίας.
Τα έντομα βομβούσαν από άνθος σε άνθος αντλώντας το νέκταρ, την πηγή της ζωής τους, και συντελώντας στην επικονίαση, στην ιερή πηγή της ζωής των άλλων. Ο εντεινόμενος βόμβος τους έφερε στη μνήμη μου το σονέτο του γλυκύτατου Λορέντζου Μαβίλη:
«Εδώ βουίζει μέλισσα, εκεί σφήκα.
Τη Φύση στην καλή της ώρα βρήκα».
Ένας πέρδικος λίγο πιο ψηλά πάνω σ’ ένα βραχάκι που υψωνόταν πάνω από το σπαρμένο τραγουδούσε αμέριμνος καθησυχάζοντας ασφαλώς το ταίρι του που επώαζε τα αυγά τους κάπου μέσα στο στάρι.
Έμεινα για λίγο εκστατικός και γοητευμένος, παραιτημένος από την ανθρώπινη διαφοροποίησή μου, βυθισμένος στο βίωμα της ενότητας με τη Φύση. Εθυμήθηκα τον παππού μου, τον πολυταξιδεμένο και πολυδιαβασμένο Θόδωρο. Τρεις μέρες πριν φύγει, σε βαθύ γήρας, όταν οι γιατροί είχαν εξαντλήσει τις δυνατότητες της επιστήμης τους, τον στήριξα καθιστό με μαξιλάρια έτσι που να βλέπει την πλαγιά απέναντι, τα θερισμένα χωράφια, τις θημωνιές στα αλώνια, τους δουλευτές της γης και τα ζώα που μάζευαν την παρασταχίδα. Σε λίγο μου είπε: «Όμορφος που ‘ναι ο κόσμος, παιδί μου».
Στην παρατήρησή του υπολάνθανε η πίκρα για την αιωνιότητα της ομορφιάς της Φύσης και την προσωρινότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Αλλά κάποια στιγμή θυμήθηκα ότι είχα πάει εκεί για δουλειά και συνήλθα από την αισθητική μέθη. Τα μουρέλα είχαν ανεπτυγμένα τα ήμερα μπόλια, αλλά περιστοιχιζόταν από πολλαπλάσια άγρια παρανοιξίδια, πολλά από τα οποία είχαν μήκος ενάμισυ μέτρο. Άρχισα να τα καθαρίζω από το ανατολικότερο, για να μη με νταλώνει ο χαμηλός ήλιος. Έκανα τα άγρια βλαστάρια μεγάλη δέσμη και στο τέλος έκοβα με το σαρακάκι το άκρο του βασικού στελέχους, τρεις – τέσσερις πόντους πάνω από το μπόλι, λοξά για να μη μαζεύει νερό. Όταν αναπτυχθεί το μπόλι, με τα χρόνια, θα ενσωματώσει το υπόλοιπο. Στο τέλος έκοβα όσα πολυετή φυτά είχαν αναπτυχθεί στον κύκλο του λάκκου του μουρέλου, κυρίως αγουδούρους και ανεμοχορτίδες, που είχαν επωφεληθεί από τα κοπράχερα που είχαμε προσθέσει στο χώμα της φύτευσης. Έκοβα και τους αγκαβάνους, εκτός από ένα, που ήταν πολύ θρεμμένος και σκόπευα να φάω το τρυφερό μέρος του βλαστού του.
Η δουλειά αυτή με απασχόλησε εντατικά περισσότερο από τρεις ώρες. Όταν τελείωσε πήγα στα αγκουτσάκια. Καθάρισα το πρώτο και δοκίμασα να δω αν σκίζει, αλλά ήταν στυφό, ήταν νωρίς ακόμη. Προχώρησα να καθαρίσω το δεύτερο, αλλά από το τρίτο χαμοφτερούγισε ένα μαυροπούλι και τρύπωσε στους επόμενους θάμνους. Κατάλαβα ότι κάπου εκεί θα είχε τη φωλιά του όπου πύρωνε τα αυγά του, και δεν πλησίασα. «Θα τα φτειάξω τον Ιούνιο που θα ‘ρθω», σκέφτηκα. «Μέχρι τότε θα ‘χουν πετάξει τα μαυροπουλάκια».
Έμενε να μαζέψω τα κομμένα κλαδιά. Έφτειαξα δυο λυγοδέτες από αγρουλιδένιες βίτσες και τους άπλωσα παράλληλα σε απόσταση 50 – 60 πόντους. Επάνω τους έβαλα τα μισά από τα παρανοιξίδια που είχα κόψει και σχημάτισα ένα παχύ στρώμα. Επάνω εκεί, ανάμεσα στους λυγοδέτες, έβαλα τα 21 κουτσουράκια που είχα κόψει από τα μπόλια και πρόσθεσα τα υπόλοιπα παρανοιξίδια. Κατόπιν έδεσα σφικτά τους λυγοδέτες και τα κουτσουράκια εγκλωβίστηκαν μέσα στον φυτικό φάκελό τους. Ήταν μια μεγάλη δεματέ.
Τώρα ήμουν ελεύθερος και ….. πεινασμένος. Η γενναιόδωρη Φύση μου πρόσφερε πολλά για το πρόγευμά μου: γαλατσίδες, πηγουνίτες, βλαστούς αγκαβάνου και άφταστου, φασκόμηλα, γλυκοσυρίδες, γερατζούνια, σερνταλίδες, όλα τρυφερά και νόστιμα. Επωφελήθηκα με τον ζήλο πρωτόγονου τροφοσυλλέκτη.
Ήταν πια «σταλιστό», η ώρα που οι αγρότες τελειώνουν την πρωϊνή εργασία τους στα χωράφια και επιστρέφουν στο χωριό. Κρέμασα στη ράχη μου το βουριάλι με τα εργαλεία μου και σήκωσα στους ώμους μου τη δεματέ με τα κλαδιά. Δεν ήταν ελαφριά, αλλά κατάφερα να την κατεβάσω στην αυλή μας. Οι δυο αίγες μας θα απολάμβαναν τα φύλλα και τις τρυφερές κορυφές και όταν ξεραινόταν οι βίτσες θα ήταν καλό προσάναμμα για την παραστιά μας.
Μια μέρα, ίσως αύριο, θα πάρω το μεγάλο καλάθι και την παλιά λεμπίδα και θα κατεβώ στα Αντρεδιανά και την ποταμίδα, στις δροσοποτάδες. Θα βρω τσιτσιρόλια, δηλαδή ακουρνοπόδους, αχατζίκους, λάπαθα, μυρωδούσες, κορδοκαρές, λαγουδογένι, αγριοπρασάκια, μάραθα, μαρουλίδες, τσιλιμιγκόνια, γλυκοβύζα και ότι άλλο ταιριαστό συναντήσω. Τα περιμένει ο συντριμμάς στην κουρούπα, κάτω από την άσπρη φαντή πετσέτα και το ξύλινο καπάκι, τελευταίο υπόλειμμα από τη χριστουγεννιάτικη θυσία του οικογενειακού μας χοίρου.