Του ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Η κρίση που βιώνει τα τελευταία πέντε περίπου χρόνια ο τόπος μας είναι πραγματικά πρωτόγνωρη, με πολλαπλές επιδράσεις και συνέπειες στην ατομική και συλλογική ζωή. Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών επηρεάστηκε, δοκιμάστηκε, σε κάποιες περιπτώσεις αιφνιδιάστηκε, συνολικά προβληματίστηκε και αντέδρασε με διάφορους τρόπους και μέσα. Έντονο υπήρξε το φαινόμενο του κλονισμού ή της ανατροπής του ρυθμού της ζωής, της υποχρεωτικής αλλαγής συνηθειών, κυρίως στο οικονομικο-καταναλωτικό πεδίο, αλλά και της αμφισβήτησης κάποιων αρχών που μέχρι τότε θεωρούνταν απαράβατες. Αναθεωρήθηκε βίαια μια αντίληψη και ανακόπηκε μια πορεία -η διαρκής εξελικτική άνοδος του βιοτικού-οικονομικού επιπέδου. Ενός επιπέδου που για χρόνια θεωρούνταν δεδομένο κοινό δικαίωμα, «κεκτημένο» στη συνείδηση των περισσότερων, είτε χωρίς να προσπαθήσουν είτε διεκδικώντας το με κάθε μέσο, θεμιτό ή πέραν του θεμιτού.
Η εξέλιξη αυτή, σαφώς, εκτός από την οικονομική της διάσταση, ήταν και ένα γεγονός ύψιστης πολιτικής σημασίας, και με τη στενότερη έννοια, αυτήν που αναφέρεται στις πολιτικές διεργασίες που την προκάλεσαν και προκάλεσε και με την ευρύτερη, αυτήν που αφορά στη συνταραχτική και συχνά τρικυμιώδη απήχησή της στην κοινωνία. Το κοινωνικό σώμα αντέδρασε με ποικίλους τρόπους. Από την αβεβαιότητα, το φόβο, τον πανικό, μέχρι την απορία, τη διαμαρτυρία, την αγανάχτηση, την οργή. Οι πολίτες ανάλογα με τη δυνατότητα πρόσληψης και ανάλυσης των εξελίξεων, με την ιδεολογική τους τοποθέτηση, με το πόσο έντονα βίωσαν τις επενέργειες της κρίσης, αλλά και με την ιδιαιτερότητα του θυμικού τους, τοποθετήθηκαν απέναντι στα γεγονότα και εκδηλώθηκαν με τρόπους που προκάλεσαν τρανταγμούς σε παραδοσιακές αξίες και θεσμούς.
Οι αντιδράσεις υπήρξαν βέβαια καταρχήν δικαιολογημένες και αναμενόμενες, αν εξαιρεθούν όσες προκλήθηκαν από επιτήδειους, ύποπτης προέλευσης και σκοπιμότητας «αξιοποιητές» και εκμεταλλευτές κάθε κρίσιμης περίστασης για το δικό τους «αγωνιστικό επαναστατικό» όφελος.
Ήταν καταρχήν δικαιολογημένες, κυρίως γιατί οι μέχρι τότε «υπεύθυνοι ταγοί» δεν είχαν φροντίσει να προετοιμάσουν τους πολίτες για τον επερχόμενο κίνδυνο και να προβούν από πολύ νωρίς στις αναγκαίες ενέργειες για την ανάσχεσή του. Δεν είχαν φροντίσει να επισημάνουν εγκαίρως την από πολύ πριν διαφαινόμενη οικονομική κατάρρευση, είτε από άγνοια και ανικανότητα εκτίμησης της κατάστασης είτε από -την ασυγχώρητη για υπεύθυνους πολιτικούς- ανεμελιά και μακαριότητα που δημιουργούσε το -με δανεικά, όπως αργά καταλάβαμε- ευμαρειώδες κλίμα της προηγούμενης εικοσαετίας και της φιέστας του 2004, είτε από τον πολιτικά εγκληματικό υπολογισμό του λεγόμενου και ανήθικα εκτιμώμενου πολιτικού κόστους.
Με την εκδήλωση της κρίσης είχαμε τις γνωστές καταιγιστικές εξελίξεις, πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές. Είχαμε την προσφυγή για βοήθεια στο ΔΝΤ, είχαμε τη «βοηθητική» παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είχαμε αλλαγές σε κυβερνητικό επίπεδο, αναγκαστικές κυβερνήσεις συνεργασίας, αναστροφές προηγούμενων πολιτικών τοποθετήσεων, αλλεπάλληλες εκλογές, ανατροπή του πολιτικού – κομματικού σκηνικού. Παραδοσιακά πολιτικά σχήματα απαξιώθηκαν και συρρικνώθηκαν, ποικίλα άλλα αναδείχτηκαν και άλλα αύξησαν εντυπωσιακά την επιρροή τους. Τα τελευταία εκμεταλλεύτηκαν τις επιπτώσεις της κρίσης και αξιοποίησαν προς όφελός τους την αγανάχτηση και την οργή των πολιτών, προβάλλοντας έντονα αντιρρητικό λόγο με συχνά ακραία διατύπωση απέναντι στις επιλογές των κυβερνώντων, διαχειριστών της κατάστασης.
Από το σημείο αυτό και μετά η πολιτική αντιπαράθεση επικεντρώθηκε στο σχήμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο, με τη μια πλευρά να υποστηρίζει ότι τα μνημονιακά μέτρα ήταν η μόνη διέξοδος για τη σωτηρία της χώρας και την άλλη ότι ήταν η καταστροφή της.
Διαμορφώθηκε έτσι ένα έντονα πολωτικό κλίμα, χωρίς διάθεση ενδιάμεσης τοποθέτησης, χωρίς πρόθεση συνδιαλλαγής και συνεννόησης για την από κοινού αντιμετώπιση της δύσκολης συγκυρίας. Ο όρος «μνημόνιο» απόχτησε ειδική, αυτόνομη για τις περιστάσεις πολιτική σημασία, δαιμονοποιήθηκε, χωρίς τις περισσότερες φορές να εξετάζονται το πραγματικό του περιεχόμενο, οι προϋποθέσεις και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες επιβλήθηκε.
Τα λεξικά γράφουν ότι μνημόνιο (συνώνυμο του υπόμνημα) στο Διεθνές Δίκαιο σημαίνει: έγγραφο που χρησιμοποιείται στις διακρατικές σχέσεις και περιέχει απόψεις, προτάσεις, διεκδικήσεις, όρους, που ρυθμίζουν τις σχέσεις κρατών ή Οργανισμών.
Στην περίπτωσή μας, λοιπόν, τι συνέβη; Ανάμεσα στην Ελλάδα, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ συντάχτηκε ένα μνημόνιο, μια συμφωνία που προέβλεπε ότι για να χορηγηθούν χρήματα, δάνεια από τους Οργανισμούς αυτούς, τα οποία η Ελλάδα έχει απόλυτη ανάγκη και που λόγω υπερχρέωσης δεν μπορούσε να τα λάβει από την ελεύθερη αγορά, θα έπρεπε να τηρηθούν οι αυστηροί όροι που όριζε η συμφωνία αυτή. Οι όροι ήταν σκληροί: περικοπές μισθών, συντάξεων, απολύσεις για τη μείωση του προσωπικού του Δημοσίου, αύξηση της φορολογίας, επιβολή νέων φόρων κ.λπ., που όλοι μαζί μείωσαν δραματικά το εισόδημα της πλειοψηφίας των πολιτών και υποβάθμιζαν το βιοτικό τους επίπεδο. Υπήρχαν βέβαια και άλλοι που στόχευαν στην οικονομική εξυγίανση του Δημοσίου και των Οργανισμών του, στον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας του κράτους με ρυθμίσεις αυτονόητες εδώ και χρόνια για τις προηγούμενες χώρες, στην πάταξη της φοροδιαφυγής, στην εν γένει αλλαγή της εργασίας νοοτροπίας των Ελλήνων.
Ζητήματα που προκύπτουν άμεσα και περιμένουν σαφή απάντηση:
Είναι πραγματικά υπερδανεισμένη και υπερχρεωμένη η Ελλάδα, περισσότερο από όσο αντέχουν η οικονομία και οι παραγωγικές της δυνατότητες; Μήπως είναι μύθος για να ασκούνται πολιτικές από ντόπιους εξωνημένους παράγοντες -ακούστηκε κι αυτό- που εξυπηρετούν ξένα συμφέροντα; Την απάντηση δυστυχώς τη δίνουν στοιχεία και αριθμοί που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν.
Μπορούσαμε να επιβιώσομε χωρίς νέα δάνεια; (Έστω και για την αποπληρωμή μέρους των παλαιότερων). Η απάντηση δυστυχώς και πάλι είναι η ίδια με την προηγούμενη.
Με την απλή σκέψη του μέσου πολίτη αναρωτιέται κανείς: αν έτσι έχουν τα πράγματα, αφού χωρίς δανεισμό δεν μπορούσαμε να επιβιώσομε κι αφού από την ελεύθερη αγορά αυτό ήταν αδύνατον, έπρεπε να αφεθούμε στην πτώχευση και στις συνέπειές της, να προσπαθήσομε να την αποτρέψομε ή υπήρχε κι άλλη λύση; Κάποιοι υποστήριξαν το πρώτο, χωρίς όμως να αναφέρονται αναλυτικά στις επιπτώσεις, άρα χωρίς πειστικά επιχειρήματα. Ως κυριότερο επιχείρημά τους φάνηκε το «χειρότερα από ότι είμαστε, δεν γίνεται να πάμε, ας πτωχεύσομε, λοιπόν, ας γυρίσομε στη δραχμή. Ακόμη κι αν φύγομε από την Ευρώπη θα κάνομε μια νέα αρχή, θα δυσκολευτούμε ένα διάστημα, στο τέλος θα τα καταφέρομε». Πιο πολύ με το «να καώ, να καθαρίσω» έμοιαζε.
Ισχυρά υποστηριζόμενη άποψη είναι ότι θα μπορούσαμε να απαιτήσομε τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απειλώντας ότι η δική μας οικονομική κατάρρευση (πτώχευση, έξοδος από το ευρώ) θα συμπαρέσυρε και την Ευρώπη σε ανάλογες περιπέτειες. Άρα θα έπρεπε να μας στηρίξουν με όρους που θα θέταμε εμείς.
Καταρχήν αυτός που βρίσκεται στην έσχατη ανάγκη, έχει τη δυνατότητα να απαιτεί και να απειλεί; Μπορεί να επιβάλει όρους; Αλλά ακόμη κι αν συμπαρασύραμε την Ευρώπη, ποιο επωφελές αποτέλεσμα θα προέκυπτε για μας; Θα μας ικανοποιούσε η μοίρα της κοινής καταστροφής; Και σ’ αυτή την περίπτωση στη χειρότερη θέση είναι οι πιο αδύνατοι.
Βέβαια, οι υποστηρικτές της άποψης αυτής θεωρούν ότι η απειλή θα λειτουργούσε αποτρεπτικά και οι Ευρωπαίοι θα μας στήριζαν χωρίς προϋποθέσεις και μνημόνια. Δεν μπορούν όμως, σε καμιά περίπτωση να το διασφαλίσουν αυτό, αν λάβομε υπόψη τις αυστηρές αρχές και την απόλυτη σε ζητήματα τάξεως βορειοευρωπαϊκή, και ιδιαίτερα τη γερμανική νοοτροπία. Εξάλλου, απ’ ότι φάνηκε, είχαν επεξεργαστεί σχέδια ευρωεκδίωξής μας με τις ελάχιστες συνέπειες γι’ αυτούς.
Άλλη άποψη ήταν η «μονομερής διαγραφή του χρέους». Δηλαδή από μόνοι μας, με δική μας απόφαση να αρνηθούμε να πληρώσομε αυτά που χρωστάμε, αυτά που με ελεύθερη και συχνά βουλιμική διάθεση δανειστήκαμε. Ανεξάρτητα από την -με όρους του κοινού νου- ηθική αποτίμηση αυτής της άποψης, τα απλοϊκά αλλά βάσιμα ερωτήματα είναι: Αν είναι τόσο απλό κι εύκολο, γιατί να πληρώνει κανείς αυτά που χρωστά; Ποιος θα μας ξαναδανείσει μετά; Είμαστε έτοιμοι να δρομολογήσομε τη διαβίωσή μας βασιζόμενοι μόνο στις δικές μας δυνάμεις; Μπορούμε να αποδεχτούμε ότι θα ξεκινήσομε από την αρχή, ότι θα υπομείνομε ελλείψεις και στερήσεις αναπόφευκτες, ότι θα αλλάξομε εντελώς βιοτική νοοτροπία; Εύκολα τα λόγια, δύσκολη η πράξη.
Έμενε, λοιπόν, η προσπάθεια αποτροπής. Η αποτροπή σημαίνει την προσφυγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΚΤ κλπ.) και στο ΔΝΤ. Επιλέγοντάς την όμως επιλέγαμε και τους όρους (μνημόνιο). Το μνημόνιο, εκτός των άλλων, ήταν κι ένα είδος εξασφάλισης ότι οι δανειστές κάποια στιγμή θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους. Μπορεί να θεωρηθεί αθέμιτη και εκβιαστική απαίτηση αυτό, από τη στιγμή μάλιστα που, κατά γενική παραδοχή, τα επιτόκια δανεισμού ήταν χαμηλότατα και όταν δανειζόμαστε και από χώρες της Ε.Ε. κατά πολύ πιο αδύναμες οικονομικά από εμάς; Και πως δικαιολογείται η αναφορά σε τοκογλύφους; Στο κάτω κάτω και τα από τα προηγούμενα χρόνια ανεξέλεγκτα δανεικά δεν μας τα επέβαλε κανείς. Εμείς ως κράτος και ως πολίτες τα ζητούσαμε και τα παίρναμε για να συντηρήσομε την υπνωτιστική απατηλή ευμάρειά μας.
Η όλη, λοιπόν, περί το μνημόνιο συζήτηση φαίνεται προσχηματική. Αναδείχτηκε ένα νέο δίπολο (μνημόνιο – αντιμνημόνιο) κατά τα παλαιότερα (βενιζελικοί αντιβενιζελικοί, δεξιοί – αριστεροί) και γύρω από αυτό, χωρίς την ανάδειξη της ουσίας των ζητημάτων, χωρίς αυτογνωσία και ειλικρίνεια παίζεται το πολιτικό παιχνίδι.
Εδώ και χρόνια μεγάλη μερίδα των Ελλήνων, απηυδισμένη από τις δυσλειτουργίες του κράτους, από την ανοργανωσιά του συστήματος, από την έλλειψη ουσιαστικού παραγωγικού ελέγχου, από τις παρενέργειες του ωχαδερφισμού που κυριαρχεί σ’ όλα τα επίπεδα, ευχόταν να βρεθεί η ευκαιρία για ένα γενναίο εκσυγχρονισμό της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, περίμενε να δοθεί η δυνατότητα για μια νέα πορεία με όρους και δεδομένα ευρωπαϊκά. Η κρίση ώθησε αναγκαστικά προς αυτή την κατεύθυνση.
Το ερώτημα, πρωταρχικό και καίριο είναι: Θέλομε να αλλάξομε πορεία; Θέλομε να εκσυγχρονίσομε τους όρους λειτουργίας του κράτους σε όλους τους τομείς, να ακολουθήσομε, όσο γίνεται, τον ευρωπαϊκό βηματισμό και να προσαρμοστούμε στους κανόνες διοίκησης των προηγμένων χωρών ή θέλομε να παραμείνομε στη νόθα βαλκανική, μισοευρωπαϊκή, μισοανατολίτικη νοοτροπία μας;
Η κάθε επιλογή έχει το κόστος και τις συνέπειές της.
Η πρώτη συνεπάγεται τη -σταδιακή έστω- προσαρμογή στις κατευθύνσεις που ορίζει η για οικονομικούς λόγους αναγκαστική συμφωνία -το μνημόνιο- που υπογράψαμε με τους Ευρωπαίους και άλλους δανειστές.
Θα μπορούσαν οι όροι της να μην είναι τόσο ασφυκτικοί, ώστε να μην προκληθούν τόσοι τρανταγμοί; Θα μπορούσε να υπάρξει σθεναρότερη διαπραγμάτευση; Αναμφίβολα. Κι εδώ πάλι αναδείχτηκε η σε μεγάλο βαθμό ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού στις κρίσιμες αυτές περιπτώσεις, που όμως είναι άσκοπο να την προσωποποιούμε, αφού αυτό συνιστά κοινή ευθύνη, ένδειξη της συνολικής πολιτικής μας ανωριμότητας ως λαού, που καταδεικνύεται και από τις συνήθως ανερμάτιστες πολιτικές τοποθετήσεις και αντιδράσεις μας.
Η δεύτερη επιλογή, η αντίσταση σε κάθε αλλαγή και εκσυγχρονισμό, προϋποθέτει ότι είμαστε ικανοποιημένοι από την υπάρχουσα και προϋπάρχουσα κατάσταση, άρα υφιστάμεθα και τις συνέπειές της χωρίς απαιτήσεις, παράπονα και διαμαρτυρίες, αλλά και χωρίς να καταλογίζομε σε άλλους (ξένους κ.λπ.) ότι μας υπονομεύουν, μας εκμεταλλεύονται κ.λπ.
Είναι πραγματικά ακατανόητο και αντιφατικό οι αυτοαποκαλούμενοι προοδευτικοί, ανατροπείς κλπ. -άτομα και παρατάξεις πολιτικές, συνδικαλιστικές- να αντιστέκονται λυσσαλέα σε κάθε προσπάθεια να αλλάξει και να εκσυγχρονιστεί μια κατάσταση -γενικά και επιμέρους- αποδεδειγμένα τελματωμένη και ανίκανη να εξυπηρετήσει τις σύγχρονες ανάγκες, μια κατάσταση που μόνο από ευήθεια ή ιδιοτέλεια μπορεί κανείς να αποδεχτεί. Αγκιστρωμένοι σε ετικέτες και χαρακτηρισμούς παρωχημένους, θεωρώντας πως και μόνο η επίκλησή τους αρκεί για να τους δώσει ηθική και ιδεολογική πρωτοκαθεδρία και με απώτερο σκοπό την κατάκτηση της εξουσίας, καπηλεύονται τη δύσκολη συγκυρία, συνθηματολογούν ασύστολα και υπόσχονται. Τι; Την επιστροφή στα ίδια τα παλιά. Δαιμονοποιώντας αυτό που ονομάζομε μνημόνιο και εκφέροντάς το ως κύριο όρο μιας δήθεν επαναστατικής – ανατρεπτικής συνθηματολογίας, αόριστης και απατηλής κατ’ ουσίαν, δεν προσφέρομε υπηρεσία στο δοκιμαζόμενο τόπο μας, ούτε οδηγούμαστε σε ελπιδοφόρα διέξοδο. Πολύ περισσότερο αν το «αξιοποιούμε» για να εισπράξομε πολιτικά οφέλη.
Ακόμη κι αν κάποιοι φανατικά το θεωρούν ως «πράξη υποτέλειας ή υποδούλωσης», μπορεί να αποτελέσει την αφορμή μιας καινούριας εκκίνησης προς μια πορεία απαλλαγμένη κατά το δυνατόν από τις «αμαρτίες» του παρελθόντος. Μια πορεία που θα τη σηματοδοτήσουν νέες πρακτικές -έστω και επιβαλλόμενες καταρχήν- όσον αφορά τις σχέσεις κράτους – πολίτη, νέο πνεύμα όσον αφορά τα εργασιακά ήθη, μια νέα εν γένει νοοτροπία που θα διέπεται από το γνήσιο, ανιδιοτελή πατριωτισμό -πέρα από βλακώδεις και επικίνδυνες εθνικορατσιστικές εξάρσεις- αυτόν που είναι αναγκαίος σε δύσκολες περιστάσεις, σαν κι αυτόν που υπήρξε θεμελιακή προϋπόθεση κάθε φορά που στον τόπο μας επιτεύχθηκε κάτι σημαντικό και που βασικά συστατικά του είναι η διάθεση για συνεννόηση, συνεργασία και σύμπνοια. (Μακάρι τα προηγούμενα να μην τα επιβάλουν άλλου είδους δυσκολίες).
Το λεγόμενο, λοιπόν, μνημόνιο μπορεί να αποτελέσει το εγερτήριο «κέντρισμα» για ένα «ξύπνημα» δημιουργικό και πολλαπλά προσοδοφόρο, αρκεί να το δούμε ως γεγονός προσδιορισμένο από τις αντικειμενικές του διαστάσεις κι όχι ως κούφιο ρητορικό πολιτικό σύνθημα.