Εντυπωσιακή αποκάλυψη και απροσδόκητο απόκτημα για την πόλη υπήρξε το Τέμενος του Βελή Πασά, το γνωστό ως Τζαμί του Μασταμπά.
Κανένας δε φανταζόταν, μέχρι πρόσφατα, ότι εκεί σε μιαν υποβαθμισμένη γειτονιά, ένα ερειπωμένο τζαμί έκρυβε αυτήν την αισθητική αρχιτεκτονική. Αυτό το κατεστραμμένο, εξαθλιωμένο οικοδόμημα ανεκάλυψε ένας άλλοτε δήμαρχος ότι έχει μια μοναδική, διαχρονική αξία.
Ο βοτανολογικός κήπος αναβιώνει το «γήινο μυθικό παράδεισο» που αντίκρισε έκθαμβος κάποτε εκεί, ο περιηγητής Ευλιγιά Τσελεμπί. Η μεγαλοπρεπής τοξοστοιχία με τις τρεις οξυκόρυφες καμάρες, η σκαλιστή θύρα, ο διακριτικός φωτισμός και τα οπτικά effect δημιουργούν τη νύχτα ένα φαντασμαγορικό σκηνικό. Αρίστη επομένως υπήρξε η επιλογή, να δώσει σ’ αυτόν τον καλαίσθητο προνομιακό χώρο, το νέο μουσικό τοπικό συγκρότημα Vamos, ένα ρεσιτάλ αξιώσεων και να χαρούμε ανάλαφρα ακούσματα (Κυριακή 10 Αυγούστου).
Πρόκειται για δώδεκα νέους, οι οποίοι με φιλοπονία, με έφεση και με αφοσίωση στην έντεχνη μουσική, εν αγαστή συνεργασία και σύμπνοια απεφάσισαν να απαρτίσουν ένα δομημένο αρμονικό μουσικό ensemble.
Η Ελλάδα είχε την εύνοια της τύχης, να γεννήσει και να αναδείξει δυο ιερά τέρατα της μουσικής, των οποίων η αναγνώριση έφτασε να ξεπεράσει τα ελληνικά σύνορα.
«Είμαστε νάνοι πάνω στις πλάτες γιγάντων» έχει πει χαρακτηριστικά για τη σχέση των σημερινών μέτριων τραγουδοποιών με τους δυο μεγάλους Έλληνες συνθέτες, το Μάνο Χατζηδάκη και το Μίκη Θεοδωράκη, ένας από τους νεότερους της σημερινής γενιάς μουσικών.
Πράγματι, αυτοί οι δυο διαμόρφωσαν το μεγαλύτερο κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής μουσικής και έβαλαν τις βάσεις μιας έντεχνης λαϊκής.
Ο διανοούμενος της ελληνικής μουσικής Μάνος Χατζηδάκης κατανόησε σε βάθος την αυθεντικότητα του ρεμπέτικου τραγουδιού, το εξευγένισε, το ‘καμε πιο ραφιναρισμένο και περίτεχνο. Αναγνώρισε και ενσωμάτωσε πλήθος λαϊκών μοτίβων στις συνθέσεις του αναγνωρίζοντας την πηγαία αυθεντικότητά τους.
Ο Μίκης Θεοδωράκης πραγματικός χείμαρρος δημιουργίας καταπιάνεται με ένα μεγάλο εύρος συνθέσεων, δέχεται το μπουζούκι σαν σολιστικό όργανο και το δένει με τα ηχοχρώματα της μεγάλης ορχήστρας.
Αυτές τις δυο δυναμικές μορφές εξετίμησε δεόντως το ορχηστρικό σύνολο Vamos, για να κινηθεί στο πλαίσιο μιας έντεχνης, αισθητικών αξιώσεων μουσικής, χωρίς να ξεπέφτει στην ακαλαίσθητη, κακόγουστη λεγόμενη μουσική του λαϊκισμού και των εκκωφαντικών ήχων.
Πρώτη στο δεδομένο μιας ορχήστρας είναι η αρραγής ενότητα. Η ορχήστρα Vamos αποτελεί ένα ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Με το σωστό συντονισμό και τη συγκεκριμένη ενορχήστρωση μας έδωσε ένα απαύγασμα κρυστάλλινης, όσο και εκφραστικής διαύγειας ήχων. Αυτή η έξοχη συγχορδία μουσικής καλαισθησίας, αυτό το αριστοτεχνικό accordο μας χάρισε μια πανδαισία ηχοχρωμάτων σε άκρως αισθητική απόδοση.
Σ’ αυτά τα υποδειγματικά μουσικά ακούσματα η συμβολή του βιρτουόζου, mairtre του κλαρίνου Βαγγέλη Κ. Παπαδάκη υπήρξε ουσιαστική και η συμμετοχή του βασική.
Με το έμφυτο ταλέντο του αξιοποίησε στα σολιστικά μέρη την αξεπέραστη αισθητική του κλαρίνου, εις το έπακρον. Ερμήνευσε πιστά τις παραλλαγές και αναπτύξεις, που απαιτούν οι αρμονικές συνθέσεις του Χατζηδάκη και συνήρπασε το ακροατήριο.
Εξάλλου το κλαρίνο στην ορχήστρα παίζει πάντοτε έναν ειδικό, ζωτικό ρόλο τόσο ως σολιστικό όργανο, όσο και ως όργανο ορχήστρας.
Αριθμός ο ανάλογος και ο καθορισμένος, για μικρή ορχήστρα, τα τέσσερα βιολιά. Οι τέσσερις βιολονίστες Έντμοντ Αλέξις, Ράις Τσουρά, Tjarda Terpstra και ο Λευτέρης Βαϊγκούσης απέδωσαν αριστοτεχνικά, με τρυφερό τόνο και πλούσια ηχοχρώματα όλα τα κομμάτια.
Το βιολοντσέλο απαιτεί ιδιαίτερη δεξιότητα και ο Σπύρος Ραφτάκης μετέφερε εξαίσια, με ακρίβεια τα μελωδικά στοιχεία των συνθέσεων με τους βαθύτερους μουσικούς φθόγγους του οργάνου. Λέγεται εξάλλου ότι ο ήχος του βιολοντσέλου έχει το προνόμιο, να πλησιάζει εκείνου της φωνής ενός βαθύφωνου, επομένως η επιλογή του Σπύρου Ραφτάκη υπήρξε αρίστη.
Το κόρνο του Θανάση Παπαθανασίου και το ευφώνιο, τρομπόνι του Teo Kraaijuanger, με τους ακόμα περισσότερο βαθείς φθόγγους και τις απέραντες δυνατότητες, προσέγγισαν το μουσικό θέμα σχολαστικά και με περίσσεια χάρη.
Το κόντρα – μπάσο του Κώστα Κεχράκου ενίσχυσε το βιολοντσέλο στα βαθύτερα μέρη. Ο καλλιτέχνης το χειρίστηκε επιδέξια με το τονισμένο πιτσικάτο accompagnamento.
Στο πιάνο – αρμόνιο, με την πολλαπλή χρησιμότητα και τον ενωτικό ρόλο στην ορχήστρα, ο Νίκος Φραγκιαδάκης συμπλήρωσε τα ακάλυπτα κενά.
Στην ορχήστρα έδωσαν ζωντάνια οι αυτοσχεδιασμοί της τζαζ και οι έντονοι ρυθμοί των κρουστών από τον Αλεξέι Κιριτσένκο.
Το μαντολίνο και η κιθάρα του Πρόδρομου Καραδελόγλου με τα εκλεπτυσμένα ηχοχρώματα είχαν μιαν ανεπαίσθητη διαύγεια. Το τραγούδι του μας συγκίνησε και ιδιαίτερα εκείνο του Μάνου Χατζηδάκη «Ήρθε Βοριάς, ήρθε Νοτιάς» που θα το ‘λεγα από τα ωραιότερα ελληνικά τραγούδια.
Από τα άλλα κομμάτια ποιό να ξεχωρίσει κανείς; Το ένα καλύτερο από το άλλο. Από το Waltzer No2 του Shostakovich μέχρι το «Μάλιστα Κύριε» του Ζαμπέτα.
Κατά την υποκειμενική μου γνώμη θα άξιζε μια επιπλέον προσθήκη στο πρόγραμμα, όπως το έξοχο του Χατζηδάκη (Μελισσάνθη) το αθάνατο του Θεοδωράκη (Άξιον Εστί) κ.ά.
Όπως και να ‘χει η ορχήστρα Vamos δε θηρεύει μετριότητες. Η συναυλία στο Παλαιοντολογικό Μουσείο απεκάλυψε μια προσπάθεια ιδιαιτέρων αξιώσεων. Αναμφισβήτητη η ουσιαστική συμβολή μιας λαμπρής ενορχήστρωσης με τα υπέροχα accord του καταξιωμένου Θανάση Παπαθανασίου.
Με τη σύμπραξη και την ενσωμάτωση σ’ αυτήν μιας υψιφώνου (soprano) η ορχήστρα θα γνώριζε μεγάλες πιένες σε tourney σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα σημείωνε θρίαμβο!
Εν κατακλείδι: Η ορχήστρα Vamos συνιστά ένα μουσικό σύνολο ενιαίο, συντονισμένο, συγκροτημένο και συντεταγμένο, με ολόπλευρη πληρότητα. Ένα αρμονικό ensemble υποταγμένο συνειδητά σε αυτόβουλη και αυτόνομη καλλιτεχνική πειθαρχία στο ρυθμό, με αυτενεργή, υποβλητική εκφραστικότητα ούτως ώστε η παρουσία μαέστρου να ‘ναι περιττή.
Τα πνευστά (κλαρίνο, κόρνο, τρομπόνι) συνδυάζονται άψογα με τα έγχορδα (βιολιά, βιολοντσέλο) καθώς και με τα κρουστά, για να μας δώσουν αυτήν την αξεπέραστη μουσική ποιότητα.
Η ορχήστρα Vamos έχει όλα τα εχέγγυα για να σταθεί σε ένα ευρωπαϊκό επίπεδο.
Υποσημείωση:
Ένα τέτοιο ανθηρό, πρωτοποριακό μουσικό συγκρότημα θα ‘ταν αναμενόμενο να τύχει μιας ανάλογης, ευρύτερης υποδοχής και συμμετοχής του κοινού, όμως το ακροατήριο δεν ήταν το ανάλογο και το αντίστοιχο.
Θα ‘ταν ευχής έργο με μια εμπνευσμένη, πολύπλευρη διαφήμιση, με σχετικές ανακοινώσεις και προγράμματα στον τύπο και με αφισοκολλήσεις στους δρόμους, στα πρακτορεία και στα ξενοδοχεία, να σημείωνε μια βέβαιη, θεαματική προσέλευση και επιτυχία στην «Ερωφίλη».
Όμως ποτέ δεν είναι αργά. Μια επανάληψη της συναυλίας και με αυτές τις προϋποθέσεις, η ορχήστρα θα τύχαινε ευρύτερης αναγνώρισης όπως το αξίζει και η πόλη θα ‘δειχνε στους ξένους ένα ακόμα περισσότερο ελκυστικό πολιτισμένο πρόσωπο.