Οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως σκιαγραφούνται σε ειδική έκδοση του ΟΟΣΑ για τις ΜμΕ και την επιχειρηματικότητα, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, μειονεκτούν σαφώς σε σύγκριση με τις αντίστοιχες άλλων χωρών. Η κρίση της ελληνικής οικονομίας άφησε ασφαλώς το αποτύπωμά της στην εικόνα των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που αποκαλούνται συχνά και ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας.
Στην έκθεση σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι οι πιστωτικές συνθήκες στην Ελλάδα δεν επανήλθαν στα προ κρίσης επίπεδα. Το 2017, το 23% των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων ανέφερε την έλλειψη χρηματοδότησης ως το πιο σοβαρό τους πρόβλημα, ενώ κατά μέσον όρο στην Ε.Ε.-28 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 7%. Ο αριθμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που αιτήθηκαν χρηματοδότηση υποδιπλασιάστηκε μεταξύ 2010 και 2017, σημειώνει η έκθεση. Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ «η διεθνοποιημένη επίδοση των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων παραμένει μία από τις πιο αδύναμες στην Ε.Ε., με περίπου το 10% να πραγματοποιεί εξαγωγές».
Αναντιστοιχία εκπαίδευσης
Μεγάλο μειονέκτημα εξάλλου για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αλλά και για τους εργαζομένους αποτελεί η αναντιστοιχία εκπαίδευσης και αναγκών των επιχειρήσεων, η οποία παρατηρείται παρά τα υψηλά ποσοστά συμμετοχής στην εκπαίδευση. Οι Έλληνες εργαζόμενοι, σχολιάζει ο ΟΟΣΑ, είναι μεταξύ αυτών που αναφέρουν συχνά ότι έχουν υπερβολικά προσόντα για τη θέση εργασίας τους. Επίσης, οι ενήλικοι δεν έχουν δυνατότητες να επανεκπαιδευτούν στη δουλειά τους ή σε επαγγελματικά προγράμματα. Στον τομέα του θεσμικού πλαισίου ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι η πολυπλοκότητα των διαδικασιών και η αναδιάρθρωση του χρέους τους αποτελούν βασικά προβλήματα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα οποία επιχειρείται να αντιμετωπιστούν μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού, καθώς και μέσω της ηλεκτρονικής υπηρεσίας μιας στάσης για τη σύσταση επιχειρήσεων, που θεσμοθετήθηκε το 2018. Σε ό,τι αφορά τις υποδομές επισημαίνονται ελλείψεις στην τεχνολογία και στα logistics, που επηρεάζουν αρνητικά την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, ενώ η επίδοση της ψηφιακής υποδομής χαρακτηρίζεται άνιση.
Το μόνο σχετικά ευχάριστο μήνυμα της έκθεσης είναι ότι οι επιδόσεις των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων στον τομέα της καινοτομίας κινούνται κοντά στο μέσο όρο του ΟΟΣΑ, αν και οι επιδόσεις των μεσαίων επιχειρήσεων στην έρευνα και στην ανάπτυξη υστερούν. Δεν αποτελούν έκπληξη τα στοιχεία για τους τομείς όπου δημιουργούνται θέσεις εργασίας από μικρομεσαίες επιχειρήσεις: το 29% αφορούν εστίαση και καταλύματα και το 28% χονδρικό και λιανικό εμπόριο. Ακολουθούν με απόσταση οι επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνολογικές δραστηριότητες (12%), οι κατασκευές (8%), η βιομηχανία (6%), οι μεταφορές και η αποθήκευση (6%), οι διοικητικές και οι υπηρεσίες υποστήριξης (4%), η τεχνολογία πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών (3%). Στην έκθεση αναφέρεται ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στον ΟΟΣΑ είναι αυτές που δημιουργούν περίπου το 60% της απασχόλησης και το 50%-60% της προστιθέμενης αξίας. Ωστόσο, η κατηγορία αυτή των επιχειρήσεων υστερεί στην παραγωγικότητα, ενώ οι θέσεις εργασίας που δημιουργούν είναι χαμηλότερα αμειβόμενες. Αυτό ισχύει και για την Ελλάδα.