Τρεις μεγάλους Κρητικούς ξεχώρισε η ιστορία τον 20ο αιώνα και είναι αναγνωρίσιμοι σ’ όλο τον Ελληνισμό. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Νίκος Ξυλούρης. Ο καθένας τους μια ιδιαίτερη χάρη και γοητεία στο άκουσμα του ονόματος της Κρήτης. Ξεδιαλέχθηκαν από τη μοίρα, άφθαστοι και αξεπέραστοι. Μπήκαν ορόσημο και οι τρεις τους από διαφορετικό μετερίζι και διαφορετική εποχή, ο Βενιζέλος στην πολιτική, ο Καζαντζάκης στη λογοτεχνία και ο Ξυλούρης στη μουσική.
Ειδικότερα ο Νίκος Ξυλούρης είναι το κυριότερο και χαρακτηριστικότερο πρόσωπο στην υπόλοιπη Ελλάδα που είναι απόλυτο ταυτισμένο με την Κρήτη, η πρώτη προσωπικότητα που έρχεται στο μυαλό κάποιου που δεν έχει καταγωγή από την Κρήτη. Στα χρόνια της δεκαετίας του 1970, είχε μαγέψει τόσο πολύ τους Έλληνες, αφού όποιος έλεγε ότι είναι από την Κρήτη, αμέσως του έλεγαν για εκείνον.
Κατάφερε και δημιούργησε τραγούδια επιτυχίες που μέχρι σήμερα δεν παραλείπονται σχεδόν από κανένα κρητικό γλέντι. Χωρίς ίχνος έπαρσης κατάφερε να φτάσει στην κορυφή. Όπως όλα τα είδη της τέχνης έχουν τις σχολές τους ως σημεία αναφοράς, έτσι και η Κρητική μουσική έχει ως σημείο αναφοράς την Ανωγειανή σχολή, κυριότερος εκπρόσωπός κι εκφραστής της είναι ο Νίκος Ξυλούρης. Ξεχωριστή ποιότητα και στο γλέντι και ειδικά στη μαντινάδα που τα έζησε, τα ζούσε και τα παρουσίαζε με την πρώτη ευκαιρία όπου κι αν βρισκόταν με τις παρέες του και αργότερα στην Αθήνα. Αξίζει να αναφέρουμε σ’ αυτό το σημείο ότι στο Youtube υπάρχουν βίντεο με ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις του Νίκου Ξυλούρη τόσο από γλέντια, όσο κι από εμφανίσεις του στην Αθήνα στο έντεχνο τραγούδι (Ανώγεια 1973, Μπουάτ Λήδρα, Το Μεγάλο μας τσίρκο).
Μεγάλο κεφάλαιο ανάμεσα στα άλλα είναι και τα Ριζίτικα που τα έκανε παγκοσμίως γνωστά και σε δίσκους στα χρόνια του ’60, κυρίως όμως το 1971 στον ομώνυμο δίσκο. Το φωνητικό του μεγαλείο έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη. Η χουντόφρακτη Αθήνα με την Ξαστεριά πάλεται από τη φωνή του στις μπουάτ και το Πολυτεχνείο. Καμία ανάμνηση από τα γεγονότα της εξέγερσης διότι σκοτώθηκαν άνθρωποι και εκείνος σώθηκε, σπάνιο ήθος και χαρακτήρας.
Στα χρόνια που έζησε στην Αθήνα εκτός των άλλων δημιουργιών με τους συνθέτες, ηχογράφησε και τρεις άλλους μεγάλους κρητικούς δίσκους εκτός από τα Ριζίτικα με τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Τα που θυμούμαι τραγουδώ (1975), Ερωτόκριτος (1976) με τον Χριστόδουλο Χάλαρη, και τα Ξυλουρέικα (1978) και κάποιους άλλους μικρούς δίσκους, γνήσιους κρητικούς. Δίσκοι που μόνο ευτυχία και ωραίες στιγμές στο Νίκο Ξυλούρη, υπέροχες οι επανεκτελέσεις τραγουδιών όπως Το Ξηροστεριανό νερό, Τη μάνα μου την αγαπώ, Φιλεντέμ, Μεσοπέλαγα αρμενίζω, Όσο βαρούν τα σίδερα κ.ά.
Υπάρχει όμως και μια πικρή πλευρά σε μερίδα τραγουδιών του που ακούνε στο όνομα Χάρος και Άδης, Έβαλε ο Θεός σημάδι, Του θάνατου παράγγειλα, Στον ουρανό χορεύγουνε στον Άδη κάνουν γάμο, Μια μέρα μια Παρασκευή θα πέσω να πεθάνω. Η πάλη του με τον καρκίνο και το θάνατο ήρθε σε λίγα μόλις χρόνια. Μεγάλη η επιθυμία του να ξαναγυρίσει πίσω μόνιμα στην Κρήτη και τα Ανώγεια, αλλά δεν πρόλαβε.
Είναι 8 και 9 Φεβρουαρίου 1980, πανελλήνια συγκίνηση και ράγισμα της Κρήτης το στερνό αντίο στο Νίκο Ξυλούρη. Γεμάτο από κόσμο το Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας, για τον άνθρωπο που ανέβασε την Κρήτη σε απροσδιόριστα ύψη. Έφυγε στο αποκορύφωμα του καλλιτεχνικού του μεγαλείου, σε ένα σημείο καμπή της ελληνικής μουσικής, όπου η παρακμή και η φτήνια με μπροστάρηδες τις δισκογραφικές εταιρείες, άρχισαν να κυριαρχούν.
Ας σημειωθεί σ’ αυτό το σημείο ότι μία μέρα μετά στις 9 Φεβρουαρίου 1934 δηλαδή 46 χρόνια πριν τον Ξυλούρη, έφυγε άλλος ένας Τιτάνας της Κρητικής μουσικής σε νεαρότερη ηλικία από τον Ψαρονίκο (44 ετών). Ο Ανδρέας Ροδινός σε ηλικία μόλις 22 ετών. Απόλυτο πένθος τότε στο Ρέθυμνο, για το λυράρη που έστω μέχρι τότε κατάφερε κι άφησε για πάντα το στίγμα του στην ιστορία του τόπου. Και οι δύο έφυγαν στα απόγειό τους.
Ο Ανωγειανός αρχάγγελος με τα τραγούδια του και τη μυθική φωνή του είναι αθάνατος και η ανάμνησή του, σ’ εκείνους που τον έζησαν, ζωντανή.