*Αποσπάσματα από την παρουσίαση του παραπάνω βιβλίου από τον υποφαινόμενο, στον αύλειο χώρο της Ι. Μονής Μυριοκεφάλων, την Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019
Πολλοί συνέβαλαν στην εκδοτική κι επιστημονική πληρότητα και καλαισθησία του παρουσιαζόμενου σήμερα πονήματος του κ. Νικολάου Ι. Δερεδάκη «Ο Επίσκοπος Κισάμου και Σελίνου Άνθιμος Λελεδάκης 1903- 1935». Ιδιαίτερα, όμως, εξαίρεται, η συμβολή του αιδεσιμολ. Πρωτοπρεσβυτέρου του Οικουμενικού Θρόνου π. Ιωάννου Λελεδάκη, στο σπουδαίο αρχειακό υλικό του οποίου στηρίχθηκε, εν πολλοίς, η συγγραφή του βιβλίου.
Από την άλλη, φιλοπρόοδος και οτρηρός των Γραμμάτων και του πολιτισμού του τόπου μας εργάτης, ο εκλεκτός φίλος και δάσκαλος κ. Νικόλαος Δερεδάκης είναι άξιος πολλών συγχαρητηρίων κι ευχαριστιών που ανέλαβε προθύμως και έφερεν εις πέρας τόσον επιτυχώς μιαν επιστημονικά άρτια, μεθοδική και εξαντλητική διαπραγμάτευση του παρουσιαζομένου θέματος.
Η περίπτωση του Ανθίμου Λελεδάκη, μου θυμίζει αυτόματα και την δική μου περίπτωση με τον άλλο μεγάλο Ιεράρχη και μετέπειτα Πρωθιεράρχη Κρήτης, τον αντιστασιακό Βασίλειο Μαρκάκη, που από τα Κεραμέ καταγόμενος έφθασε επίσκοπος στη Μεσαρά, ακολουθώντας έναν βίο -κατά τον πλουτάρχειο λόγο- ακριβώς «παράλληλο» σε όλα, μα ναι σε όλα, με τον Άνθιμο Λελεδάκη. στο ήθος, στη δράση, στην εργατικότητα, στο πνεύμα ταπείνωσης, θυσίας και προσφοράς.
Ήταν φαίνεται χαρακτηριστικό γνώρισμα των πρώτων εκείνων χρόνων της αυτονομίας και εθνικής ημών των Κρητών ελευθερίας να δραστηριοποιούνται κατά τρόπον παρόμοιον τόσον οι Ιεράρχες της, όσο και ο απλός κρητικός λαός, σε μιαν εποχή επανευαγγελισμού και αναδιοργανώσεως για την Εκκλησία και την πολιτεία της Κρήτης αμέσως μετά την μακρά νύχτα της Τουρκοκρατίας. Γιατί και οι δυο άνδρες έζησαν και δραστηριοποιήθηκαν, ως Ιεράρχες, τα ίδια, ακριβώς, χρόνια και ο βίος τους ακολουθεί μιαν απίστευτη ομοιότητα, που δεν με αφήνει -διηγούμενος τα του βίου του Ανθίμου Λελεδάκη- να μην αναφερθώ ταυτόχρονα και σε κάποιες πτυχές και χαρακτηριστικές ομοιότητες προς τον βίο και τη δράση και του Βασιλείου Μαρκάκη!
Έτσι, ο ένας χειροτονείται εις επίσκοπον, ο Βασίλειος, το έτος 1902, ο άλλος, ο Άνθιμος, το αμέσως επόμενο έτος 1903. Χειροτονούνται και οι δύο στον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο, από τον Κρήτης Ευμένιο Ξηρουδάκη (πνευματικό πατέρα του Βασιλείου), ενώ στη χειροτονία του Ανθίμου μετέχει και ο, πριν ένα, μόλις, έτος, χειροτονηθείς εις επίσκοπον, Αρκαδίας Βασίλειος.
Ακολουθεί ο ένθεος ζήλος αμφότερων των νεοτάτων, τον καιρό εκείνο, επισκόπων «ν’ αναδειχθούν εν τη πιστή και ευόρκω επιτελέσει των εμπεπιστευμένων αυτοίς καθηκόντων». Αγοράζουν και οι δύο, ιδίαις δαπάναις, εκτάσεις σε πρώην οθωμανικά νεκροταφεία και ανεγείρουν πανομοιότυπα, από αρχιτεκτονική άποψη, επισκοπικά μέγαρα. Αφιερώνουν ολόκληρη τη ζωή τους διά της αγάπης και του εξυπηρετικού πνεύματος και της ακάματης εργατικότητάς τους στα κοινωνικά έργα και, μάλιστα, στην εκκλησιαστική και αγροτική προσφορά, ο Βασίλειος, με την ίδρυση και ανέγερση της περίφημης παρά την Γόρτυνα Γεωργικής Σχολής, που συνέτεινε στην ανάπτυξη τόσο της επισκοπικής περιφέρειάς του, της εξαιρετικά εύφορης και γόνιμης Μεσαράς, όσο και ολόκληρης της Κρήτης. Παρόμοια και ο Άνθιμος Λελεδάκης, έργο για το οποίο θα μπορούσε απεριόριστα να καυχηθεί είχε να επιδείξει την Ανωτέρα Πρακτική Σχολή Θηλέων στην Κίσαμο «το κάλλιστον -όπως μας λέγει ο ίδιος- έργον όπερ εις τας εμπνεύσεις της Ριζαρείου Σχολής οφείλω και όπερ υπό της θείας χάριτος ενδυναμωθείς έχω να επιδείξω». Πρόκειται για το πρώτο ανώτερο πρακτικό παρθεναγωγείο που ιδρύθηκε στην Κρήτη, μοναδικό και εφάμιλλο με αντίστοιχα ιδρύματα στην Ευρώπη.
Σεμνά και αθόρυβα και χωρίς επιδείξεις εκτελούσαν, περαιτέρω, αμφότεροι οι επίσκοποι το χρέος τους προς την κοινωνία, λουσμένοι από το φως της δικής τους δημιουργίας της ησυχασμένης και καθαρής συνείδησής τους. Πολλοί θυμούνται τον Άνθιμο με το τσαπί στο χέρι στο χτίσιμο του Παρθενώνα, όπως βεβαιώνεται σε νεκρολογία στον τύπο της εποχής από κάτοικο του Καστελλίου. Παρόμοια και με τον Βασίλειο πολλοί τον ενθυμούνται με τις θημωνιές στα χέρια να βοηθά τους εργάτες πάνω στην αλωνιστική μηχανή Μarshall, κατά την περίοδο του αλωνισμού. Και οι δυο τους αισθάνονταν σαν σκαπανείς που ανοίγουν διάπλατα τον δρόμο, για να περάσει ο ειρηνικός στρατός των προοδευτικών κοινωνικών κατακτήσεων. Η σπουδαιότητα του έργου τους τούς φλόγιζε και τους τόνωνε, κυριολεκτικά τους ενθουσίαζε!
Εντυπωσιακό, πάντως και ιδιαίτερα συγκινητικό θεωρούμε και το ενδιαφέρον του Ανθίμου Λελεδάκη προς το χωριό του, τα Μυριοκέφαλα. Το έτος 1913 ίδρυσε «επί θέσεως ορατής και περιβλέπτου των Μυριοκεφάλων ευρύχωρα και ευάερα αρρένων και θηλέων εκπαιδευτήρια», που κατασκευάστηκαν σε χώρο έναντι της εισόδου της Μονής της Αντιφωνήτριας.
Τέλος, σημαντικά έργα του Ανθίμου Λελεδάκη υπήρξαν και η ίδρυση της προαναφερθείσας Ι. Μονής Ζωοδόχου Πηγής Παρθενώνος, η Ανωτέρα Ενοριακή Επιτροπεία, η Σχολή Βυζαντινής Μουσικής, η Σχολή Αγιογραφίας, το Γυμνάσιο Καστελλίου και οι υπέρ τους είκοσι βυζαντινού ρυθμού ναοί, που ανεγέρθηκαν στην επισκοπική του παροικία κατά τα χρόνια της αρχιερατείας του, καθώς και η εκ βάθρων ανακαίνιση του καθεδρικού ναού του αγίου Σπυρίδωνος Καστελλίου.
Στα έκτακτης, πάντως, σπουδαιότητας έργα του θα συγκαταλέξω και την Ακολουθία που συνέταξε «του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Κυρ Ιωάννου του εν Κρήτη λάμψαντος, μετά του βίου και της πολιτείας αυτού», από το λεγόμενο χειρόγραφο των Μυριοκεφάλων (1922), στα Χανιά.
Με την ακολουθία του αυτήν ο επίσκοπος Άνθιμος Λελεδάκης είναι γεγονός ότι κατέστη το αγκωνάρι κι ο ακρογωνιαίος λίθος πάνω στον οποίο στηρίχθηκε η μόνη θεολογικά και εκκλησιολογικά ορθή άποψη σχετικά με το διαβόητο θέμα της ταύτισης του Αγίου Ιωάννου του Ξένου με τον Ιωάννη τον Ερημίτη του Γουβερνέττου. Ο Λελεδάκης, στην εν λόγω Ακολουθία του για τον όσιο Ιωάννη τον Ξένο, ουδόλως φαίνεται να συγχέει ή να ταυτίζει τους δύο Αγίους (Ξένο και Ερημίτη), αντίθετα προς το τραγικό παράδειγμα και τη διδασκαλία του αείμνηστου Καθηγητή Νικολάου Τωμαδάκη. Σήμερα το θέμα αυτό διά της Αρχαιολογικής επιστήμης έχει επιλυθεί, πλέον, οριστικά, δικαιώνοντας απόλυτα την άποψη του επισκόπου Ανθίμου Λελεδάκη.
Μετά την προσέγγιση που είχαμε, μέχρι το σημείο αυτό, στους συντελεστές του όμορφου αυτού βιβλίου και στο έργο του επισκόπου Λελεδάκη, χρέος μου, θεωρώ να προσεγγίσω ειδικότερα -με δυο μόνο λόγια- και αυτό το ίδιο το βιβλίο. Το εύρος των φιλότιμων ερευνών του συγγραφέα του διαφαίνεται από τους αρχειακούς χώρους που επισκέφθηκε στη διάρκεια της συγγραφής του και στη βιβλιογραφία (άρθρα, βιβλία, εφημερίδες, ιστοσελίδες και συνεντεύξεις) που χρησιμοποίησε. Πρωτοτυπώντας και ακολουθώντας τη συγχρονική και διαχρονική μέθοδο ιστορικής έρευνας ο συγγραφέας παραθέτει, αρχικά, πολυσέλιδο (εξ είκοσι μία σελίδων) συνοπτικό διάγραμμα της εποχής του Ιεράρχη από το 1860 (έτος γεννήσεώς του) μέχρι το 1935 (έτος θανάτου του), όπου παρακολουθεί -με σύντομες αλλά σαφείς περιληπτικές αποδόσεις- τα κατ’ έτος λαμβάνοντα χώραν, όλα αυτά τα χρόνια, ιστορικά γεγονότα.
Το παρουσιαζόμενο, όμως, βιβλίο έχει και μιαν ακόμα πρωτοτυπία να παρουσιάσει. το κάθε θέμα που πραγματεύεται ο συγγραφέας το παρακολουθεί εξετάζοντάς το ικανοποιητικά απ’ όλες τις πλευρές. οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και παραθέτοντάς μας πλούσια στοιχεία, με κάθε λεπτομέρεια, γύρω από τον χώρο και τον χρόνο στον οποίο έδρασε το κάθε πρόσωπο ή συνετελέσθη το κάθε γεγονός.
Για όλα αυτά, οι κοπιάσαντες για το παρόν βιβλίο και ο συγγραφέας του, καλός φίλος και εκλεκτός δάσκαλος, Νίκος Δερεδάκης, είναι αληθινά άξιοι του «δικαίου επαίνου» αλλά και της αγάπης όλων μας και γι’ αυτό το νέο πόνημά τους, που αποτελεί, τωόντι, περισπούδαστη και κεφαλαιώδους σημασίας μελέτη για το τόπο και για την Εκκλησία του Ρεθύμνου και της Κρήτης γενικότερα.
Ο Άνθιμος Λελεδάκης ανήκει, ασφαλώς, στη χορεία των διαπρεπών εκείνων ανδρών που επιθέτουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα του δημιουργικού έργου τους στο πεδίο της καθόλου δραστηριότητάς τους. Το μυστικό της ευλογημένης και πολύτιμης αυτής προσφοράς του πρέπει να αναζητηθεί στην προικισμένη με εξαίρετα πνευματικά χαρίσματα προσωπικότητά του, αλλά προπάντων, και, κυρίως, στο γεγονός ότι τα φυσικά αυτού προσόντα και οι αρετές του συνυφαίνονται στον ψυχικό του κόσμο και συνυπάρχουν με τη ζώσα πίστη του στον Χριστό και το Ευαγγέλιό Του, διά της οποίας το έργο μεταβάλλεται σε αποστολή, στην οποία και αφιέρωσεν ολόκληρη τη ζωή του διά της αγάπης και του εξυπηρετικού πνεύματος και της ακάματης εργατικότητάς του στα κοινωνικά έργα και, μάλιστα, στην εκκλησιαστική και εκπαιδευτική προσφορά του τόπου, που συνέτεινε στην ανάπτυξη τόσο της επισκοπικής περιφέρειάς του όσο και ολόκληρης της Κρήτης.