Από τους πολιτικούς που πρόσφεραν έργο στο Ρέθυμνο και ο Νικόλαος Ασκούτσης. Μια από τις κεντρικότερες οδούς, κάθετα της Λεωφόρου Κουντουριώτη φέρει το όνομά του, αλλά ο Νικόλαος Ασκούτσης δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός στους σύγχρονους Ρεθεμνιώτες. Εξαίρεση αποτελούν οι μαθητές του Β’ Γυμνασίου και Λυκείου, αν κρίνουμε από ένα ενδιαφέρον δημοσίευμα στο περιοδικό τους «στο Π και Φ».
Αναφορά κάνει επίσης ο εκλεκτός εκπαιδευτικός Κώστας Μυγιάκης στη βιογραφία του Διονυσίου Ψαρουδάκη, ενώ θαυμάσια τον ψυχογραφεί ο επίσης εξαίρετος δάσκαλος Σταύρος Γρ. Βογιατζής, στο θαυμάσιο βιβλίο του «Πηγιανά Εύθυμα και σοβαρά».
Ο Γιώργος Εκκεκάκης τον συμπεριλαμβάνει με ιδιαίτερη τάξη, στον πρώτο τόμο των Ρεθεμνιωτών που πέρασαν αφήνοντας ίχνη.
Καταγωγή από Μελιδόνι
Όπως προσέξαμε διχάζονται οι απόψεις για το ακριβές έτος γέννησης του σημαντικού αυτού πολιτικού και αγωνιστή της νεότερης ιστορίας.
Γεννήθηκε το 1888 ή, σύμφωνα με άλλες πηγές, το 1890 ή το 1892. Καταγόταν από το Μελιδόνι και ήταν συγγενής της οικογένειας Μοάτσου. Ο πατέρας του Χαρίλαος ήταν από τα εξέχοντα πρόσωπα της Ρεθεμνιώτικης κοινωνίας. Η μητέρα του Όλγα ήταν το γένος Δ. Χιονάκη.
Ήταν μικρό παιδί όταν έπεσε από δέντρο και το χτύπημα του στοίχισε το δεξί του χέρι. Η έλλειψη της κατάλληλης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης εκείνης της εποχής ευθύνεται γι’ αυτό. Με τα μέσα της εποχής αργότερα προσπάθησε να καλύψει αυτή την αναπηρία και να ξεπεράσει με θάρρος αυτή τη δοκιμασία για ένα νέο άνθρωπο.
Μέντοράς του ο εθνάρχης
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν εκείνος που τον έφερε πολύ κοντά του και τον ενέπνεε ιδεολογικά. Ήταν φυσικό να τον ακολουθήσει από το κίνημα της Θερίσσου μάλιστα.
Σπούδασε νομικά και αρχικά δικηγόρησε στο Ρέθυμνο, όπου και διακρίθηκε ως ποινικολόγος. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν τον άφησε όμως να συνεχίσει τη δικηγορία. Θέλησε να τον έχει κοντά του ως κρατικό λειτουργό. Έτσι το 1917 τον διόρισε νομάρχη Λαμίας και στη συνέχεια Νομάρχη Ρεθύμνου. Υπηρέτησε επίσης ως Νομάρχης Αττικής.
Άρχισε να πολιτεύεται στο Ρέθυμνο με το κόμμα των Φιλελευθέρων.
Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής στις εκλογές του 1923. Ήταν υποψήφιος πάλι στο Ρέθυμνο στις εκλογές του 1926, με την Ένωση Φιλελευθέρων αλλά δεν εξελέγη, καθώς συγκέντρωσε 1.893 ψήφους. Ωστόσο, επανεκλέχθηκε στις εκλογές του 1928, του 1932 και του 1933 ξανά με το κόμμα των Φιλελευθέρων.
Υπηρέτησε ως υπουργός-γενικός διοικητής Κρήτης από τις 22 Δεκεμβρίου 1930 ως τις 26 Μαΐου 1932, στην κυβέρνηση Βενιζέλου.
Η αγαπημένη του Πηγή
Όπως αναφέρει ο Σταύρος Βογιατζής στο βιβλίο του, ο Νικόλαος Ασκούτσης περνούσε τις διακοπές του στην Πηγή. Είχε ένα ωραίο αρχοντικό σπίτι με ένα περιβόλι έξω από αυτό, γεμάτο με καρποφόρα δέντρα. Το σπίτι αυτό άφησε εποχή στην Πηγή. Από αυτό πέρασαν πολλοί πολιτικοί, βουλευτές και υπουργοί.
Ο Νικόλαος Ασκούτσης αν και φαινόταν χαμηλών τόνων άνθρωπος έκρυβε μια γενναία ψυχή.
Κατά τη Μάχη της Κρήτης συνελήφθη από τους Ναζί στη Μονή Αρκαδίου, όπου είχε καταφύγει, και μεταφέρθηκε αρχικά στο Ρέθυμνο.
Αναφέρει σχετικά στο βιβλίο του ο κ. Βογιατζής:
«Θυμάμαι, ήμουν οκτώ-εννιά χρόνων, που κατέβαιναν από το Αρκάδι οι Γερμανοί και τον είχαν στη μέση τη διμοιρίας τους. Βάδιζε ευθυτενής, αγέρωχος, άφοβος, κρατώντας στο χέρι του το βαλιτσάκι του. Τον φυλάκισαν στις φυλακές Χανίων. Η θεία μου η Δήμητρα, με την Ιωάννα στην κοιλιά τζη, τον περιποιούνταν με άλλες κρατούμενες κι αυτός τους φίλευε με διάφορα τρόφιμα που του πήγαιναν φίλοι ντου. Στη θεία μου που ήταν έγκυος, έδινε κάτι παραπάνω για να φάει και το μωρό, όπως έλεγε».
Στην «Κυβέρνηση του Βουνού»
Αργότερα τον μετέφεραν στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συνέχισε να μένει στην πρωτεύουσα και ήταν μέλος της ΠΕΕΑ (Γραμματέας Συγκοινωνίας) της «Κυβέρνησης του Βουνού» του Αλέξανδρου Βώλου, που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΕΑΜ στη Βίνιανη της Ευρυτανίας στις 10 Μαρτίου του 1944 και αυτοδιαλύθηκε λίγο πριν την απελευθέρωση, στις 9 Οκτωβρίου 1944. Το 1944 ο Νικόλαος Ασκούτσης, έφυγε στο Κάιρο ως εκπρόσωπος της ΠΕΕΑ.
Ως μέλος του ΚΚΕ ήταν μέλος της εξόριστης κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου ως υπουργός Συγκοινωνίας, από τις 2 Σεπτεμβρίου ως τις 18 Οκτωβρίου 1944 και ήταν υπουργός Δημοσίων Έργων, από τις 23 Οκτωβρίου ως τις 2 Δεκεμβρίου 1944.
Στις εκλογές του 1951 εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών εκπροσωπώντας το χώρο της Αριστεράς.
Μεγάλη προσφορά στο Ρέθυμνο
Μερίμνησε ώστε να κατασκευαστούν δρόμοι στο Ρέθυμνο (όπως ο δρόμος Ρεθύμνου-Αμαρίου) και κτίρια όπως των Φυλακών (σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο), το Τελωνείο και ο Οίκος Παιδείας του Γυμνασίου Αρρένων στην πόλη, σημερινό 1ο Γενικό Λύκειο.
Πέθανε στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1955, έπειτα από μακροχρόνια ασθένεια, αλλά η κηδεία του έγινε στο Ρέθυμνο, όπου η σορός του μεταφέρθηκε αεροπορικώς.
Για τη φυσική του κατάσταση και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε αναφέρει σχετικά στο βιβλίο του ο Σταύρος Βογιατζής ότι προς το τέλος της ζωής του ο Ασκούτσης, όταν βρισκόταν στην Πηγή δεν ακολουθούσε τις γνωστές του απλές αλλά καθημερινές συνήθειες να απολαμβάνει τον καφέ με το τσιγάρο του.
Μια μέρα μάλιστα που απόρησε φίλος του παρατηρώντας τον να πίνει μια γουλιά καφέ, να τραβά μια ρουφηξιά τσιγάρο και να τα παρατά, ο Ρεθύμνιος πολιτικός του είπε με σημασία:
«Έτσι πρέπει να γίνεται από δω και πέρα Γιάγκο μου. Φτάσαμε στην εποχή του μη…».
Μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία
Για τις συνθήκες του θανάτου του Ασκούτση, ο επιστήθιος φίλος και γιατρός του Γιώργης Αγγελιδάκης, μας είπε επιπλέον:
«Ο Νικόλαος Ασκούτσης είχε μεταβεί στο Παρίσι, αλλά φαίνεται πως τον επηρέασε η μεγάλη διαφορά θερμοκρασίας από το σπίτι που είχε επισκεφθεί φιλικά μέχρι το ξενοδοχείο του κι έτσι υπέστη έμφραγμα που ήταν μοιραίο γι’ αυτόν.
Στην κηδεία του εδώ στην πόλη μας, ήρθαν να τον αποχαιρετήσουν συναγωνιστές του όπως ο γέρο Λαμπράκης, ο Καρτάλης (που φιλοξενήσαμε στο σπίτι μας πίσω από το Δημαρχείο) και ο Αλέξανδρος Σβώλος που εκφώνησε τον επικήδειο».
«Ένας άνδρας με καρδιά…»
Ο επικήδειος δημοσιεύτηκε στο «ΒΗΜΑ», στις 13 Νοεμβρίου 1955 και αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Ένας άνδρας με καρδιά και με ανθρωπιά, αυτός ήταν ο Ασκούτσης που έλειψε από χθες από ανάμεσά μας.
Το ήθος είναι εκείνο που προ πάντων τον εστόλιζε. Αγωνιστής από τα μικρά του χρόνια δεν ήταν μόνο ένας δημοφιλής πολιτικός που έκαμε πολλά για τον τόπο του και πέθανε φτωχός, ήταν κάτι περισσότερο από κάτι διάφορο. Αγαπούσε αυτός το λαό με απλότητα και χωρίς επιτήδευση, αλλά τον αγαπούσε αληθινά και βαθειά. Δεν απομακρύνθηκε από κοντά του, τον εσυντρόφεψε στις μαύρες μέρες της Κατοχής, είδε το χάρο με τα μάτια του στις φυλακές της Αγιάς. Εξυπηρέτησε το λαό όσο μπορούσε, βουλευτής, υπουργός και δεν εβαρυγνώμησε όταν αδικήθηκε.
Με το ένα πόδι στον τάφο ετοιμαζόταν ίσα με προχθές να μπει πάλι στην υπηρεσία του Λαού. Κοιτάζοντας μακρύτερα και ακούοντας μόνο την πατριωτική καρδιά του, μη λογαριάζοντας όσες πικρίες μπορούσαν να επακολουθήσουν τράβηξε μια στιγμή έναν άλλο δρόμο.
Και σε ηλικία που οι άνθρωποι γίνονται συνήθως πιο συντηρητικοί ένιωσε το σφρίγος νέων ιδεών. Πάλι από αγάπη προς τον λαό, αλλά κι επειδή είχε έμφυτη την παλικαριά επειδή έτσι είδε το πατριωτικό του καθήκον, επειδή ήταν μεγαλωμένος στη σκιά του Αρκαδιού, επειδή ήταν θρεμμένος από το ριζοσπαστισμό του Βενιζέλου, επειδή αληθινά τον εσυγκινούσε κάθε προοδευτική αντίληψη.
Και πήραμε μαζί το δρόμο του βουνού. Με όσα πέρασε ο Ασκούτσης στα τριάντα τόσα χρόνια της δημόσιας ζωής του, μόνο φωτεινά ίχνη άφησε…».
Η κηδεία του Νικολάου Ασκούτση έγινε με πάνδημη συμμετοχή. Κανένας από του σύγχρονούς του δεν ξέχασε την προσφορά του στον τόπο.
Προτομή του υπάρχει στην Πηγή και στο Δημοτικό Κήπο Ρεθύμνου, έργο του Γιάννη Κανακάκη.
Αυτός ήταν στη ζωή του ο Νικόλαος Ασκούτσης. Ένας απλός, αλλά σπουδαίος άνθρωπος.