Από τα τόσα τηλεφωνήματα που δέχομαι από όλη την Ελλάδα συγγενών και φίλων προσωπικοτήτων που έχουμε αναδείξει κατά καιρούς σε αφιερώματα με συγκίνησε ένα που έλαβα πρόσφατα από τη Βοιωτία.
Ένας ευγενέστατος φίλος μου θύμισε παλαιότερο δημοσίευμα για το Νικόλαο Παπαδάκη, μια μεγάλη μορφή, που διετέλεσε και Πρύτανης Πανεπιστημίου.
Όπως συνηθίζω μίλησα στον εκλεκτό συνομιλητή μου για τον εκλεκτό λόγιο του Ρεθύμνου τον κ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη που ανέδειξε τη μεγάλη αυτή προσωπικότητα, κι επειδή διέκρινε μεγάλο ενδιαφέρον σκέφτηκα να επανέλθουμε στον σπουδαίο αυτό άνδρα με όσα στοιχεία καταφέραμε να συγκεντρώσουμε στο μεταξύ. Γιατί ο κ. Παπαδάκης δεν έχει σταματήσει να ασχολείται με το θέμα.
Όταν ο άοκνος αυτός εργάτης του πνεύματος, έκανε την περίφημη μελέτη του για τα χωριά Κεραμέ και Αγαλλιανού, στάθηκε ιδιαίτερα σ’ έναν επιφανή πανεπιστημιακό, στον πρώτο, όπως αναφέρει, που εντόπισε και αναγνώρισε στη θέση του σημερινού Κεραμέ την αρχαία πόλη Βιώννο ή Κιονία. Ήταν ο Νικόλαος Παπαδάκης.
Ο πράος και ταπεινός αυτός άνθρωπος, φλογερός πατριώτης και χαρισματικός δάσκαλος κατά τον κ. Παπαδάκη, είχε χαρακτηριστεί από τον επίσης κορυφαίο Εμμ. Γενεράλη ως «μαθητικό θαύμα» όπως αναφέρει και ο Σπύρος Μαρνιέρος σε σχετικό του δημοσίευμα στα «Ρ.Ν.» (3-1-1996).
Ευκαιρία λοιπόν να γνωρίσουμε καλύτερα μια ακόμα μεγάλη μορφή άγνωστη στους περισσότερους. Τον καθηγητή και Πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νικόλαο Γεωργίου Παπαδάκη, με βασική πηγή άντλησης στοιχείων την ομώνυμη εργασία του κ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη (Ρέθυμνο 1997).
Το παπαδοπαίδι από τις Βρύσες Αγίου Βασιλείου
Γεννήθηκε στις Βρύσες Αγίου Βασιλείου στις 14 Απριλίου 1874. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του παπα-Γιώργη και της Χρυσής Παπαδάκη. Τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε στο Δημοτικό Σχολείο Σπηλίου. Και πρέπει να αγαπούσε πολύ τη γνώση, αν κρίνουμε από το γεγονός, ότι βάδιζε καθημερινά δέκα περίπου χιλιόμετρα όσο η απόσταση από το χωριό του στο Σπήλι με επιστροφή αδιαμαρτύρητα.
Μετά το δημοτικό σχολείο συνέχισε σπουδές στο τριτάξιο ημιγυμνάσιο Ρεθύμνου. Εδώ τον ξεχώρισε αμέσως ο Εμμ. Γ. Γενεράλις που είχε διατελέσει γυμνασιάρχης στο σχολείο αυτό τη σχολική χρονιά 1885-86. Γιατί τον χαρακτηρίζει «μαθητικό θαύμα» αναφέρει στην «Αυτοβιογραφία του».
Το «μαθητικό θαύμα»
Στη διάρκεια εξετάσεων ενώπιον επιτροπής ο Παπαδάκης διάβασε ένα κομμάτι από το Δημοσθένη, τόσο παραστατικά, που του ζήτησαν να διαβάσει περισσότερο. Όπως μάλιστα παρατήρησε ο τότε εισαγγελέας Πρωτοδικών Πέτρος Ταταράκης, που παρίστατο, επειδή τότε οι εξετάσεις είχαν πανηγυρικό χαρακτήρα, όπως οι Αθηναίοι των δημοσθενικών χρόνων δεν χρειάζονταν ερμηνευτή έτσι και οι ακροατές του Παπαδάκη εγίνοντο ακροατές του Δημοσθένη και μεταφέρονταν νοερά στην Πνύκα.
Η επιτυχία όμως του Νικολάου στις εξετάσεις εκείνες, παρουσία όλων των παραγόντων του Ρεθύμνου, δεν σταμάτησε στα Αρχαία Ελληνικά.
Όταν ο Υποπρόξενος της Ιταλίας Κωνσταντίνος Πετυχάκης ζήτησε να εξεταστεί ο Παπαδάκης στα Γαλλικά, εκείνος διάβασε ένα κείμενο με πατριωτικό περιεχόμενο και μάλιστα με τόσο πάθος που προκάλεσε ρίγη συγκίνησης. Κι ήταν μόλις 12 χρόνων.
Σπουδές με υποτροφία στην Αθήνα
Η τουρκοκρατία δεν άφηνε και πολλά περιθώρια στους υπόδουλους για ανώτερες σπουδές. Ο Νικόλαος, όμως, με χίλια βάσανα και με μια μικρή υποτροφία κατόρθωσε να σπουδάσει Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Με το πτυχίο του καθηγητή δίδαξε γεμάτος όρεξη να μεταδώσει γνώσεις στην Κύπρο, στο Αρσάκειο της Αθήνας, και στην Ιερατική Σχολή της Καισάρειας που ακουγόταν και ως «Φάρος της Ανατολής».
Εκεί είχε ζητήσει ο ίδιος να διδάξει γιατί εκεί οι συνθήκες ήταν δύσκολες και άθλιες για την εποχή εκείνη.
Οι πνευματικοί του ορίζοντες άρχισαν και πάλι να ασφυκτιούν διψώντας για γνώση. Μόνος, χωρίς τη βοήθεια δασκάλου έμαθε μέσα σε εννιά μήνες Γερμανικά και το 1901 με υποτροφία από την Αρχαιολογική Εταιρεία έφυγε για σπουδές στη Γερμανία. Παρακολούθησε μαθήματα στα Πανεπιστήμια του Μονάχου, της Μπον και του Βερολίνου. Είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί σπουδαία Ευρωπαϊκά Μουσεία, καθώς και να γνωριστεί με επιφανείς ελληνολάτρες όπως ο Furtwangler και Wilamovitz.
Να σημειωθεί ότι η άπταιστη γνώση των Λατινικών τον είχε βοηθήσει να μιλά και Ιταλικά σε ικανοποιητικό βαθμό.
Στην σκληρή ελληνική πραγματικότητα
Γύρισε γεμάτος όνειρα στην Ελλάδα φιλοδοξώντας να αξιοποιήσει την εξειδίκευσή του σε ανάλογη θέση, αλλά δυστυχώς υποχρεώθηκε να περιοριστεί σε μια θέση καθηγητή Μέσης Εκπαίδευσης, στα Χανιά, στην Πάτρα και στη συνέχεια στη Χίο.
Στο μυροβόλο νησί ο Παπαδάκης άφησε εποχή διοργανώνοντας εορτές, δίνοντας διαλέξεις και πείθοντας τους πλουσιότερους να προσφέρουν χρήματα για τη συντήρηση του σχολείου.
Επιτέλους ήρθε και το σωτήριο έτος 1909 που άνοιξε για τον Παπαδάκη το στάδιο της αρχαιολογίας. Στα 1911 έγινε έφορος αρχαιοτήτων στη Βοιωτία, στην Εύβοια, στη Φωκίδα, στη Φθιώτιδα και στην Ευρυτανία. Η αγάπη του στην πατρίδα δεν τον άφησε όμως για καιρό να απολαύσει την εκπλήρωση του ονείρου του που ήταν η ενεργή ενασχόλησή του με την Αρχαιολογία.
Το 1912, τον βλέπουμε με τον αδελφό του Κώστα, δικηγόρο, πολιτευτή και λαμπρό Μακεδονομάχο να κατατάσσονται εθελοντές στο βαλκανικό και βουλγαρικό πόλεμο που μόλις είχε ξεσπάσει. Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν ο μοναδικός από τους συναδέλφους του που πολέμησε εθελοντικά.
Το 1913 επιστρέφει στη θέση του εφόρου αρχαιοτήτων και τοποθετείται στη Β’ Αρχαιολογική Περιφέρεια με έδρα τη Θήβα.
Ένας ευτυχισμένος γάμος
Από τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής του ήταν η γνωριμία του με την Ελένη Φίλτσου, πτυχιούχο Φιλολογίας και επιμελήτρια αρχαιοτήτων. Ήταν από τη Βιέννη, απόγονος μιας σειράς ανυπότακτων στην τουρκική κυριαρχία Ελλήνων που είχαν μεταναστεύσει από τη Δυτική Μακεδονία, μεταφέροντας εκεί τα ήθη και τον φλογερό πατριωτισμό τους. Αποφασίζει χωρίς δεύτερη σκέψη να ενώσει τη ζωή του μαζί της και παντρεύονται το 1922. Από τον ευτυχισμένο και τόσο ταιριαστό αυτό γάμο γεννιούνται τρία παιδιά. Ο Γεώργιος, ξεναγός και καθηγητής της Γερμανικής γλώσσας, ο Αλέξανδρος καθηγητής της Ορυκτολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και η Ειρήνη καθηγήτρια πιάνου και Ωδικής στην Αθήνα.
Ο Νικόλαος Παπαδάκης από το 1926 και για 14 χρόνια δίδαξε στο νεοσύστατο τότε Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης στην έδρα της Κλασικής Φιλολογίας. Το 1931 έγινε Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής και το 1937 Πρύτανης του ίδιου Πανεπιστημίου.
Άδοξο τέλος στον βωμό της αξιοπρέπειας
Το ίδιο έτος διατέλεσε και αντεπιστέλλον μέλος της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, ενώ το 1943 ήταν από τα μέλη του πρώτου κρατικού θεάτρου που ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη. Από το Πανεπιστήμιο ο Παπαδάκης απεχώρησε το 1939 με τον τίτλο του Ομότιμου Καθηγητή. Με τη σύσταση της Φιλοσοφικής Σχολής και με την έγκριση φυσικά του υπουργείου Παιδείας επιστρέφει στην έδρα από το 1943 μέχρι το 1945.
Στη δύση αυτής της χρονιάς μια απρόοπτη και σύντομη ασθένεια τον υποχρεώνει να εισαχθεί στο νοσοκομείο για εγχείριση. Κι εκεί αποκαλύπτεται μια φρικτή αλήθεια. Ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος που με τις γνώσεις του και την πνευματική του διαδρομή στη Γερμανία θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί καταστάσεις και να ευημερεί, βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο ασιτίας!
Ένα σωρό από κόκαλα είχαν μπροστά τους οι γιατροί. Που να χωρέσει το χειρουργικό νυστέρι; Έτσι αξιοπρεπής και αλύγιστος, αληθινός πατριώτης έφυγε με το κεφάλι ψηλά στις 3 Ιανουαρίου 1945 σε ηλικία 71 ετών.
Ένας σπουδαίος ακέραιος άνθρωπος
Έφυγε αλλά για πολλά χρόνια είχαν να λένε όσοι τον γνώρισαν για τον σπουδαίο Κρητικό καθηγητή, τον πάντα ήρεμο και γαλήνιο. Μιλούσαν για τον υπέροχο άνθρωπο με την αστείρευτη ψυχική δύναμη, που πολλές φορές για να είναι ακριβής στα καθήκοντά του δεν είχε την υπομονή να περιμένει να σταματήσει το τραμ αλλά ανέβαινε ενώ αυτό ήταν σε κίνηση. Έναν αξιαγάπητο άνθρωπο που έχοντας τόσα να κάνει, συχνά θα ξεχνούσε κάτι από τα προσωπικά του αντικείμενα εκεί που καθόταν. Και θα διακωμωδούσε ο ίδιος με χάρη την αφηρημάδα του αυτή.
Η επιστημονική του καριέρα αν και λαμπρή, ενώ τον έφερε κοντά στις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής του, του πρόσφερε και πολλές πικρίες τις οποίες δοκιμάζει κάθε σημαντικός που διαθέτει υψηλό πνευματικό ανάστημα. Κάθε σπουδαίος που με τις δυνάμεις του ξεχωρίζει και διαπρέπει.
Ο Νικόλαος φρόντιζε να μένει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, αρνούμενος να σπαταλήσει τον χρόνο του σε εφήμερες δραστηριότητες μόνο για δημόσιες σχέσεις.
Έμενε ταπεινός ακόμα κι όταν άκουγε να αναφέρονται στην Κρήτη με τρόπο που θα μπορούσε να ενισχύσει την έπαρση. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω περιστατικό.
Σε μια εκδρομή Κρητικών στη Θεσσαλονίκη το 1937, ένας από τους εκδρομείς προσφωνώντας τον Παπαδάκη πρύτανη τότε του Πανεπιστημίου, υπενθύμισε ότι εξακόσιοι τουλάχιστον εθελοντές έπεσαν για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Στην απάντησή του ο σπουδαίος συμπολίτης μας είπε ότι οι θυσίες αυτές ήταν μονάχα μια ανταπόδοση για τη βοήθεια που πήρε η Κρήτη από όλα τα μέρη του ελληνισμού στα 1866 και στις άλλες επαναστάσεις.
Το μοναδικό του «όχι» στον Βενιζέλο
Ηθικός και ακέραιος, πάντα, δεν νοιαζόταν για την προσωπική του προβολή.
Στην επιμονή κάποτε του Ελευθερίου Βενιζέλου να τον κάνει διευθυντή του υπουργείου Παιδείας, εκείνος του απάντησε:
«Ναι κ. πρόεδρε. Είμαι πιστός οπαδός σας και το γνωρίζετε αυτό, αλλά σε μερικά σημεία διαφωνώ με την εκπαιδευτική σας πολιτική. Αρνούμαι λοιπόν να καταλάβω τη θέση που μου προτείνετε, άλλωστε περισσότερο με ενδιαφέρει η ζώσα από την έδρα διδασκαλία».
Αυτός ήταν ο Νικόλαος Παπαδάκης που είχε καταφέρει να αποσπάσει την προσωπική του εκτίμηση και φιλία ακόμα και του πρωθυπουργού της Γαλλίας Εδουάρδου Ερρίο.
Οφείλουμε ευγνωμοσύνη στον κ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη που μας τον γνωρίζει στην τόσο εμπεριστατωμένη μελέτη του που αξίζει να την αναζητήσετε και να μάθετε ακόμα περισσότερα για τον σπουδαίο συμπατριώτη μας.
Ευτυχώς χάρις στην επιμονή του επίσης σημαντικού γιατρού και λαογράφου Εμμ. Ιωσ. Φραγκεδάκη που είχε την πρωτοβουλία, στήθηκε προτομή του λαμπρού επιστήμονα στο χωριό του τον Αύγουστο του 1969. Έτσι ο Φραγκεδάκης εκπλήρωσε ένα χρέος στον άνθρωπο που ανήκε σ’ αυτούς που ο ίδιος επέμενε πως από μικρό παιδί τους έβλεπε τρεις φορές ψηλότερους από το ανάστημά τους.
Από την προσωπική ιστοσελίδα του κ. Παπαδάκη θα δανειστούμε ένα εξαιρετικού ενδιαφέροντος άρθρο σχετικά με τον σημαντικό συνεπαρχιώτη του και το παραθέτουμε ως έχει λόγω της σπουδαιότητάς του.
Γράφει ο κ. Παπαδάκης
Ο Νικόλαος Γ. Παπ(π)αδάκις (1874- 1945), από τις Βρύσες Αγίου Βασιλείου, υπήρξε φιλόλογος και αρχαιολόγος, με αρχαιολογικές σπουδές στο Μόναχο, τη Βόννη και το Βερολίνο και σημαντικό ανασκαφικό έργο στην Ερέτρια, την Κορώνεια, την Οίτη και άλλες περιοχές τής Θήβας. Διετέλεσε Καθηγητής τής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο τής Θεσσαλονίκης, Κοσμήτορας τής Φιλοσοφικής Σχολής και Πρύτανης (1937) του ίδιου Πανεπιστημίου.
Στις εργασίες του κάνουν εκτενείς αναφορές επιστήμονες κύρους (όπως η Guarducci, οι Hood και Warren κ.ά.), ενώ με κολακευτικότατα λόγια και εξαιρετικό θαυμασμό εκφράστηκαν για το έργο του και Έλληνες επιστήμονες τού κύρους ενός Νικολάου Πολίτη– για τη διατριβή του «Περί το Χαροκόπειον τής Κορωνείας»- και ενός Χρήστου Τσούντα για το επιστημονικό του έργο γενικότερα. Σύμφωνα με ρήση τού Ακαδημαϊκού και Διευθυντή τού Εθνικού Μουσείου Αθηνών Χρ. Καρούζου, ο Παπαδάκης υπήρξε, ίσως, ο πιο «γερός» κλασικός φιλόλογος τής πρώτης τριακονταετίας τού 20ου αιώνα. Υπήρξε, περαιτέρω, Καθηγητής και ένθερμος εμπνευστής και καθοδηγητής στο έργο λαμπρών φιλολόγων και πανεπιστημιακών διδασκάλων, όπως του Ιωάννη Θ. Κακριδή, του εθνικού μας αρχαιολόγου Μανόλη Ανδρόνικου, του ιστορικού Απ. Βακαλόπουλου και του αείμν. καθηγητή τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Φ. Πέτσα.
Του σπουδαίου αυτού -και, μάλλον, άγνωστου μέχρι προ τινος- Ρεθεμνιώτη αρχαιολόγου και πανεπιστημιακού δασκάλου -πριν από δεκαπέντε χρόνια (1997)- εκπονήσαμε τη βιογραφία, δώσαμε σχετική διάλεξη από την αίθουσα τού «Λυκείου Ελληνίδων» και την εκδώσαμε, στη συνέχεια, και σε βιβλίο (Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Νικόλαος Γεωργίου Παπαδάκης, Καθηγητής και Πρύτανης τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ρέθυμνο 1997, σσ. 62).
Μετά τα εισαγωγικά αυτά για τον άνδρα στοιχεία, μπαίνω παρευθύς στο θέμα μου. Πριν από δυο χρόνια έλαβα, όλως ανέλπιστα, ένα τηλεφώνημα από τη Θεσσαλονίκη -δεύτερη πατρίδα τού Νικολάου Παπαδάκη- και, μετά από λίγες ημέρες, ακολούθησε και σχετική επιστολή με περαιτέρω, του προηγηθέντος τηλεφωνήματος, πληροφορίες. Ο λόγος για τον μέχρι τη στιγμή εκείνη άγνωστο φίλο κ. Κώστα Γ. Κουμαρά (Εθνικής Αντίστασης 20, 55337- Τριανδρία Θεσσαλονίκης), συλλέκτη, ο οποίος ασχολείται με την έρευνα και συλλογή ιστορικών στοιχείων που αφορούν, εκτός των άλλων, και στην ιστορία και τον πολιτισμό τής Θεσσαλονίκης. Σε έρευνά του, λοιπόν -όπως μου απεκάλυπτε- σε παλαιοπωλείο τής Θεσσαλονίκης ανακάλυψε και κάποιες καρτ – ποστάλ με αλληλογραφία τού ανωτέρω Ρεθεμνιώτη Καθηγητή Νικολάου Παπαδάκη. Τις αγόρασε με απώτερο σκοπό, κάποια στιγμή, να τις δώριζε προς διάσωση και ανάδειξή τους, «δικαιωματικά» ασφαλώς, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, του οποίου ο εν λόγω Ρεθεμνιώτης επιστήμονας υπήρξε για χρόνια Καθηγητής, Κοσμήτορας τής Φιλοσοφικής Σχολής και Πρύτανης.
Πρόσφατα -μου έγραφε, συνεχίζοντας την επιστολή του, ο κ. Κουμαράς- σε επίσκεψή του στο ίδιο παλαιοπωλείο βρήκε να πωλείται το παραπάνω βιβλίο μου για τον αείμνηστο πρύτανη Νικόλαο Παπαδάκη, και αμέσως, και όλως συνειρμικά, του έφερε στο μυαλό τις κάρτ- ποστάλ του ίδιου προσώπου, που είχε αγοράσει κατά την προηγηθείσα επίσκεψή του από το ίδιο αυτό παλαιοπωλείο. Αγόρασε, λοιπόν, από ενδιαφέρον, ένα βιβλίο για προσωπική ενημέρωσή του, το διάβασε και το βρήκε- χρησιμοποιώ τις δικές του επακριβώς λέξεις- «εξαιρετικά ενδιαφέρον» και συγκινητικό.
Αυτό, λοιπόν, το ενδιαφέρον και η συγκίνηση που του δημιούργησε η μελέτη τής βιογραφικής μας αναφοράς στον άνδρα, τον ώθησε να αλλάξει γνώμη και να πάρει απόφαση άλλη, εντελώς διαφορετική, από αυτήν που είχε πάρει αρχικά. «όχι, σκέφτηκε ο κ. Κουμαράς, οι ενδιαφέρουσες αυτές καρτ- ποστάλ πρέπει, πλέον, να διαβιβαστούν, να παραμείνουν και αναδειχθούν από πνευματικό κέντρο τής γενέτειρας τού αείμνηστου Καθηγητή, του Ρεθύμνου».
Μου ταχυδρόμησε, λοιπόν, τότε, είκοσι πέντε (25), συνολικά, δελτάρια, σε πολύ καλή κατάσταση, της περιόδου 1926- 1938 (όλα, δηλαδή, προπολεμικά), των οποίων αποδέκτης υπήρξε ο εν λόγω Νικόλαος Γεωργίου Παπαδάκης, ως Καθηγητής και Πρύτανης (ορισμένα) τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και με παρακαλούσε να φροντίσω εγώ να δοθούν σε όποιο φορέα τού Ρεθύμνου έκρινα καταλληλότερο και προσφορότερο για τη συντήρηση και ανάδειξή τους και να του γνωρίσω, στη συνέχεια, το αποτέλεσμα και την τύχη τού υλικού αυτού αλληλογραφίας τού αειμνήστου Καθηγητή. Έτσι, φρόντισα το υλικό αυτό να παραδοθεί στο Ιστορικό – Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνου, που, ως γνωστόν, είναι συλλογέας παρόμοιου υλικού και στις προθέσεις του είναι η μελλοντική ανάδειξή του με εκδόσεις και εκθέσεις.