Πόσοι και πόσοι ήρωες δεν έμειναν στην αφάνεια επειδή δεν επιδίωξαν οι απόγονοι μεγαλύτερη προβολή Και πόσοι άλλοι δεν έγιναν γνωστοί από τυχαία γεγονότα; Υπήρξαν και άλλοι που θυσιάστηκαν για να σώσουν συναγωνιστές τους πάνω στη μάχη… Και κανένας δεν ήξερε γι’ αυτούς μέχρι που μια εύνοια της τύχης οδήγησε στην ανάδειξη του μεγαλείου τους.
Ζωντανό παράδειγμα ο Νικόλαος Εμμ. Πετρακάκης που σκοτώθηκε στο Λατζιμά τις πρώτες μέρες της Μάχης της Κρήτης. Και το όνομά του είναι το μοναδικό στο μνημείο που υπάρχει στην περιοχή τιμώντας τους Έρφους.
Έχει ενδιαφέρον τόσο η ιστορία του όσο και η αναγνώρισή του στη χορεία των ηρώων οπότε αξίζει να την παρουσιάσουμε με πολύτιμη πηγή πληροφοριών το γιο του κ. Λευτέρη Πετρακάκη.
Ο Νικόλαος Πετρακάκης ανήκε στη μαρτυρική γενιά. Από μικρός κατάλαβε ότι δεν είχε καμιά προοπτική στο χωριό και μάλιστα σε εποχή που προσπαθούσε το νησί να συνέλθει από τη μαρτυρική σκλαβιά αιώνων.
Όταν άκουσε για την απόφαση κάποιων να ξενιτευτούν δεν έχασε καιρό. Κι ας μη νομιστεί πως ήταν εύκολη δουλειά. Ήθελε διατυπώσεις ένα σωρό και το χειρότερο να αλλάξει μέχρι και η αμφίεση αν ήθελε ο ενδιαφερόμενος να γλιτώσει τη χλεύη εκεί που τον έστελνε η μοίρα. Κι άντε να συνηθίσει ο κάθε παραδοσιακός Κρητίκαρος το παντελόνι. Μπροστά στην ανάγκη όμως κι αυτό το αποδεχόταν τελικά.
Έτσι βρέθηκε ο Νικόλας στην Αμερική. Φαίνεται πως κι εκεί δεν ήταν εύκολα τα πράγματα. Άντε να βρεις δουλειά με τόσους μετανάστες στην ουρά να ζητιανεύουν το μεροκάματο. Είδε κι απόειδε και κατατάχτηκε στη Λεγεώνα των Ξένων. Τι είχε να χάσει;
Μαθημένος στην σκληρή πειθαρχία και έτοιμος να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο προσαρμόστηκε αμέσως στα απαιτητικά του καθήκοντα.
Κάποια στιγμή κατάλαβε πως δεν αντέχει άλλο. Και πήρε το δρόμο του γυρισμού.
Στο χωριό τον περίμενε μια ήρεμη ζωή δουλεύοντας τη γη του. Βρέθηκε στο δρόμο του και μια εξαιρετική κοπελιά από ιστορική γενιά για να δημιουργήσει την οικογένειά του.
Πράγματι. Κοντά της γνώρισε ευτυχισμένες μέρες. Και όταν άρχισαν να έρχονται τα παιδιά η ευτυχία έγινε μεγαλύτερη.
Μα ήρθε ο πόλεμος να καταστρέψει όσα με κόπο δημιούργησε. Αν και πετάριζε η καρδιά του δεν μπορούσε να καταταχτεί. Είχε περάσει πια η ηλικία του. Αυτός όμως δεν το έβαζε κάτω. Με τους πρώτους βομβαρδισμούς πήρε αμέσως γυναίκα και παιδιά και έτρεξε να τους εξασφαλίσει σε ένα σίγουρο μέρος που είχαν καταφύγει κι άλλοι χωριανοί.
Όταν όμως ανακοίνωσε στη γυναίκα του ότι πρέπει να πάει στο Λατζιμά να πολεμήσει εκείνη κρεμάστηκε πάνω του με απελπισία. Τον ικέτευε να σκεφτεί τα παιδιά του και την ίδια. Ποιος θα τους βοηθούσε αν πάθαινε κάτι; Είχε δει την προηγούμενη νύχτα κι εφιάλτη οπότε δεν μπορούσε να ησυχάσει με τίποτα.
Μάταια εκείνος προσπαθούσε να της εξηγήσει. Τελικά έσφιξε τα δόντια και αποσπάστηκε από την αγκαλιά της αφήνοντάς την να θρηνεί στο κατόπι του. Η πατρίδα τον καλούσε. Κι έπρεπε να κάνει περήφανα τα παιδιά του.
Μόλις τον είδαν οι άλλοι με το που φάνηκε στο κέντρο των επιχειρήσεων ένοιωσαν τεράστια σιγουριά. Ένας τόσο εμπειροπόλεμος στρατιώτης ήταν η καλύτερη βοήθεια που θα μπορούσαν να φανταστούν.
Πολέμησε ο Νικόλας γενναία κι έπεσε εκεί στο Λατζιμά, μέσα στη μάχη. Κανένας δεν έμαθε αμέσως το συμβάν. Καθυστερούσαν όμως τα νέα και η γυναίκα του που δεν την είχε γελάσει ποτέ το ένστικτό της έστειλε τον αδελφό της τον πρόεδρο Πρίνου να τον ψάξει. Και κείνος βρήκε τον Πετρακάκη νεκρό.
Φρόντισε για την ταφή και προσπάθησε με κάθε τρόπο να παρηγορήσει χήρα και ορφανά.
Πέρασε ο καιρός, ήρθε η λευτεριά, μεγάλωναν και τα παιδιά. Ο Λευτέρης του ήταν πια παλικαράκι.
Μια μέρα επιστρέφοντας ο νεαρός από Βιράν Επισκοπή βλέπει κάτω στο δρόμο μια πετσέτα τυλιγμένη. Κοιτάζει και είχε μέσα χρήματα. Πολλά χρήματα. Αμέσως σκέφτηκε να αναζητήσει τον κάτοχο που δεν θα πρέπει να είχε απομακρυνθεί. Δεν έπεσε έξω. Λίγο πιο πέρα, κάπου στα 200 μέτρα συνάντησε ένα γέρο που ήταν μέσα στη μαύρη στενοχώρια για την απώλεια.
Μόλις ο Λευτέρης του έδωσε την πετσέτα με τα χρήματα ο γέρος τον αγκάλιασε με ενθουσιασμό.
– Πες μου ποιος είναι ο πατέρας σου να πάω να του σφίξω το χέρι. Δεν είναι πια πολλοί εκείνοι που βάζουν την τιμή τους πάνω από το χρήμα.
– Δεν έχω πατέρα απάντησε ο Λευτέρης. Σκοτώθηκε στου Λατζιμά.
Και του έκανε την ιστορία.
Κουβέντα στην κουβέντα κατάλαβε ο γέρος για ποιον μιλούσε ο μικρός και ξαφνικά δάκρυσε.
– Ο πατέρας σου παιδί μου του είπε, δεν έπεσε απλά για την πατρίδα. Θυσιάστηκε για να σώσει έξι άτομα.
Ο Λευτέρης με το που το άκουσε ένοιωσε δυνατό χτυποκάρδι. Και δεν ήταν μόνο από περηφάνια. Είδε ξαφνικά να εκπληρώνεται η ευχή του για τη δικαίωση της μητέρας του. Τι είχε συμβεί. Μετά τον πόλεμο έβγαλαν στη μητέρα του μια σύνταξη. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο αλλά τα έφερναν βόλτα. Ξαφνικά όμως η σύνταξη κόπηκε. Σε κάποιες εκλογές υποσχέθηκε ο υποψήφιος τότε Παπάγος ότι θα επαναφέρει τις συντάξεις αρκεί να υπάρχουν μάρτυρες αξιόπιστοι που να βεβαιώσουν ότι ο νεκρός έπεσε για την πατρίδα. Έτσι κι έγινε.
Στην περίπτωση όμως του Νικόλα Πετρακάκη δεν υπήρχε καμιά μαρτυρία. Δεν ήξεραν και οι δικοί του που να ψάξουν να βρουν μάρτυρες. Και τώρα αυτός ο παππούς, από το πουθενά, που ένοιωθε ευγνωμοσύνη για την εύρεση των χρημάτων που έχασε, του έλεγε πως υπήρχαν μάρτυρες να βεβαιώσουν για το θάνατο του πατέρα του.
Κανονίστηκε αμέσως να γίνει συνάντηση την Κυριακή που ερχόταν. Κι έγινε. Ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση συναγωνιστές του Νικόλα από Λαγκά και γύρω χωριά.
Και πρόθυμα κατέθεσαν στην αρμόδια αρχή πως σκοτώθηκε ο Νικόλας Πετρακάκης.
Σαν εμπειροπόλεμος που ήταν έπαιρνε πρωτοβουλίες πάνω στη μάχη. Κάποια στιγμή που είχε εγκλωβιστεί από ένα πολυβολείο με έξι συντρόφους του πήρε τη μεγάλη απόφαση να δράσει κι ο Θεός βοηθός.
Διαφορετικά όλοι οι γύρω του που πολεμούσαν θα ήταν σε λίγα λεπτά νεκροί καθώς το πολυβόλο θέριζε.
Κατάφερε λοιπόν μετά από συνεννόηση με τους άλλους να αιφνιδιάσει τον πολυβολητή που άκουσε πυροβολισμό, δεν είδε από προερχόταν και σηκώθηκε να διαπιστώσει τι συμβαίνει. Αυτό περίμενε ο Πετρακάκης. Έπεσε πάνω του και τον σκότωσε. Για κακή του τύχη τον είδε κάποιος άλλος Γερμανός και του έριξε. Η βολή ήταν θανάσιμη. Ο Νικόλας έπεσε νεκρός. Οι άλλοι στρατιώτες όμως είχαν σωθεί. Και δεν το ξέχασαν ποτέ.
Η καλή τύχη του Λευτέρη αλλά κυρίως η εντιμότητά του έγινε αφορμή να έρθουν και άλλα χρήματα στην οικογένεια και μάλιστα πολλά.
Σε μια τραπεζική συναλλαγή ο ταμίας από απροσεξία του έδωσε 700 δραχμές παραπάνω. Ένα ποσόν σεβαστό για την εποχή. Ο νεαρός δεν μπόρεσε να το κρατήσει. Επέστρεψε την άλλη μέρα στην τράπεζα αλλά αναζητώντας τον υπάλληλο έμαθε πάλι τυχαία ότι ο πατέρας του είχε να λαμβάνει ένα μεγάλο ποσόν από τη Λεγεώνα των Ξένων που υπηρετούσε. Από χρόνια μάλιστα τον αναζητούσε η υπηρεσία για να του αποδώσει τα χρήματα αυτά.
Για την εποχή το θέμα ήταν ψύλλοι στ’ άχυρα.
Ο Λευτέρης όμως δεν το έβαλε κάτω. Αν και ήταν τότε τα ταξίδια μια μικρή οδύσσεια, κυρίως όταν δεν είχε και στοιχεία που να τον διευκολύνουν, κατάφερε εν τούτοις, με το θάρρος που τον διέκρινε και την ευστροφία του, να βρει την υπηρεσία και να υποβάλλει δικαιολογητικά. Έτσι σύντομα η μητέρα του πήρε και από τη Λεγεώνα των Ξένων τα χρήματα του συζύγου της. Κι ήταν πάνω από 100.000 δραχμές.
Μέσα στις τόσες ιστορίες από τις πρώτες μέρες της Μάχης της Κρήτης και αυτή του Νικόλα Εμμ. Πετρακάκη, του μοναδικού νεκρού από τους Έρφους που έσωσε με το θάνατό του τους συναγωνιστές του.
Και πήρε τη θέση του στο μνημείο της τιμής στου Λατζιμά όπως του άξιζε για να τιμάται κάθε χρόνο και η δική του μνήμη μαζί με των άλλων που θυσιάστηκαν για να απαλλαγεί το νησί από το ναζιστικό τέρας.