Τελευταία όλοι συζητούν την πορεία των ιδιωτικοποιήσεων στην Ελλάδα και τα μικρότερα του αναμενόμενου έσοδα, που προκύπτουν από αυτές. Είδαμε την αποτυχία της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΠΑ, βλέπουμε τις καθυστερήσεις που υπάρχουν στην αξιοποίηση του Ελληνικού και παρακολουθήσαμε επί εβδομάδες, τις δυσκολίες στην ιδιωτικοποίηση του ΟΠΑΠ, που «διασώθηκε» στο παρά πέντε. Βλέπουμε και τις αντιρρήσεις του ΣΥΡΙΖΑ σε οποιαδήποτε ιδιωτικοποίηση, που τελειώνουν με τη μόνιμη επωδό: «Θα επανακρατικοποιήσουμε την Εταιρεία, όταν γίνουμε Κυβέρνηση». Και φυσικά ανησυχούμε, τόσο για την πιθανότητα παραπέρα μείωσης των μισθών και των συντάξεων λόγω των παραπάνω αποτυχιών, αλλά και για την εικόνα που δίνουμε ως Χώρα, στα μάτια των ξένων επενδυτών. Ανησυχούμε επίσης και για την απογύμνωση του Κράτους από κάθε περιουσιακό στοιχείο που θα μπορούσε να του αποφέρει οικονομικό όφελος, με την ορθή και συνεπή εκμετάλλευσή του. Ταυτόχρονα, βλέπουμε μια αυξανόμενη διστακτικότητα των ξένων να επενδύσουν στην Ελλάδα και να αναπτύξουν νέες δραστηριότητες και νέες θέσεις εργασίας. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι να απομακρύνονται οι ελπίδες για την ανάκαμψη της Οικονομίας μας και για την έξοδο της Χώρας από την ύφεση και την κρίση.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να ξεχωρίσουμε τη διαφορά των ξένων επενδύσεων, από τις ιδιωτικοποιήσεις, που μπορεί να μην είναι εύκολα διακριτή από όλους. Όταν λέμε ξένες επενδύσεις, εννοούμε την εξ αρχής ανάπτυξη μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας και των ανάλογων θέσεων εργασίας, ενώ όταν λέμε ιδιωτικοποιήσεις, εννοούμε «το ξεπούλημα των ήδη υπαρχόντων Κρατικών ασημικών». Και οι δύο δράσεις φέρνουν φρέσκα κεφάλαια στη Χώρα, αλλά τα αποτελέσματά τους είναι πολύ διαφορετικά.
Η ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ για παράδειγμα, έφερε ξένα κεφάλαια, αλλά δεν δημιούργησε επί πλέον θέσεις εργασίας, ούτε μεγαλύτερη ανάπτυξη. Ίσα ίσα, που μάλλον επέφερε λόγω της μείωσης του Προσωπικού από το νέο ιδιοκτήτη του, μείωση στις υπάρχουσες θέσεις εργασίας. Επέφερε επίσης, επί πλέον επιβάρυνση στην Οικονομία μας, με τις διάφορες «εθελούσιες εξόδους». «Εξόδους» που μετατρέπουν τον εργαζόμενο σε συνταξιούχο και επιβαρύνουν με τη μισθοδοσία του τα ασφαλιστικά Ταμεία, δηλαδή όλους μας. Συνεπώς, αν μιλάμε για δημόσιες επιχειρήσεις, κάθε μεταβίβασή τους σε Ιδιώτη επενδυτή, συνοδεύεται συνήθως από απώλεια θέσεων εργασίας και αύξηση των επιβαρύνσεων, για το Κράτος. Βλέπετε, ο Ιδιώτης «κινητοποιεί» περισσότερο το προσωπικό, από όσο το «απρόσωπο» Κράτος και έτσι χρειάζεται σχεδόν πάντα, λιγότερο από το υπάρχον δυναμικό. Με αποτέλεσμα τις απολύσεις και τις «εθελούσιες», που δεν αρέσουν σε κανένα.
Οι ξένες επενδύσεις, είναι μια τελείως διαφορετική υπόθεση. Διότι εξ ορισμού, ξένη επένδυση είναι η εφαρμογή μιας επιχειρηματικής ιδέας, ή η εκμετάλλευση μιας σχολάζουσας πλουτοπαραγωγικής πηγής της Χώρας και η αξιοποίησή τους, με ξένα κεφάλαια και Ελληνικό προσωπικό. Με τον τρόπο αυτό και κεφάλια εισρέουν στη Χώρα, αλλά και το ντόπιο εργατικό δυναμικό αξιοποιείται, με τη δημιουργία των ανάλογων θέσεων εργασίας. Και ενώ θα περίμενε κανείς, τουλάχιστον για τις ξένες επενδύσεις να μην υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις, παρατηρούμε ότι σε κάθε διστακτική προσπάθεια κάποιου ξένου να επενδύσει στην Ελλάδα, έχουμε μια λυσσώδη αντίδραση της αντιπολίτευσης, αλλά και των ίδιων πάντα αντιρρησιών. Αντιδράσεις που συνήθως έχουν σαν αποτέλεσμα την αποθάρρυνσή του και την αποχώρησή του από τον επενδυτικό χάρτη της Χώρας μας. Είδαμε τι συνέβη και τι συμβαίνει στη Χαλκιδική, με το πρόσχημα της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος από την εξόρυξη Χρυσού και βλέπουμε τι πάει να γίνει με την εγκατάσταση μεγάλων συστημάτων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος με χρήση ανεμογεννητριών και υβριδικών συστημάτων, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας αλλά και στο Νησί μας.
Ανατριχιάζουμε δε στην σκέψη και μόνο της αξιοποίησης των πιθανών πετρελαϊκών κοιτασμάτων της Χώρας, αφού εκτιμούμε ότι και εκεί θα επιδιωχθεί η αποτροπή της εκμετάλλευσής τους, για δύο λόγους: Τόσο για την πιθανή ρύπανση και περιβαλλοντική επιβάρυνση που ίσως προκαλέσουν, όσο και διότι οι όποιοι ξένοι την αναλάβουν, «θα πίνουν το Πετρέλαιό μας και θα μας δίνουν ψίχουλα». Αντίθετα με ότι θα συνέβαινε αν την επένδυση αλλά και την εκμετάλλευσή του την έκανε το ίδιο το Κράτος. Θα μου πείτε ότι δεν υπάρχει μέχρι σήμερα, ουδεμία δημόσια επένδυση που να επέστρεψε τα χρήματά της, πόσο μάλλον να έχει δημιουργήσει και κέρδη, και δίκιο θα έχετε. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να τα εξηγήσουμε αυτά στα αντιδρούντα Κόμματα και στους όψιμους «οικολόγους». Αν το κάνουμε, θα διαπιστώσουμε πολύ γρήγορα ότι οι αυτοί δεν έχουν απαλλαγεί από τις Σοβιετικού τύπου απόψεις με τις οποίες κυβερνήθηκε λίγο ως πολύ η Χώρα μας τα τελευταία σαράντα χρόνια. Απόψεις που μας οδήγησαν στη σημερινή μας κατάντια. Αφήστε που τις περισσότερες φορές, ότι δεν προκαλούν οι συνήθεις αντιρρησίες και τα Κόμματα, το πετυχαίνει αυτόματα η αθάνατη και πάντα υπάρχουσα Ελληνική γραφειοκρατία. Που για να ελέγξει και να κάνει αποδεκτή, μια περιβαλλοντική μελέτη για μια νέα επένδυση, χρειάζεται συνήθως από δύο μέχρι και τρία χρόνια.
Συνεπώς, όσο δεν αλλάζουμε νοοτροπία, όσο δε σκεφτόμαστε Εθνικά αλλά μόνο μικροκομματικά και όσο δεν προσπαθούμε να απλοποιήσουμε τις διαδικασίες υποδοχής νέων επενδύσεων στη Χώρα, τόσο θα είμαστε υποχρεωμένοι να πουλάμε τα «ασημικά μας» και να ιδιωτικοποιούμε τις εναπομείνασες Κρατικές επιχειρήσεις, για να επιζήσουμε και για να αποπληρώσουμε τους Πιστωτές μας.
Σήμερα, ιδιωτεύει, στο Ρέθυμνο