Έρευνα – Επιμέλεια – Διασκευή: ΕΥΑ ΛΑΔΙΑ
Μέρες που είναι αξίζει ένα οδοιπορικό μνήμης στο Έπος του 1940 με οδηγό μια εξαιρετική εισήγηση σε εκδήλωση του Αντιστρατήγου ε.α της ΕΛ.ΑΣ κ. Βασίλη Αποαστολάκη. Με θαυμαστό τρόπο ο εκλεκτός συμπολίτης μας αναδεικνύει τα συγκλονιστικά εκείνα γεγονότα.
Δευτέρα, 28η Οκτωβρίου 1940
Το Ρέθυμνο, η πόλη των γραμμάτων, η Πολιτεία μας με τους γνήσιους και αρχοντικούς ανθρώπους, ξυπνά σιγά-σιγά ανύποπτη για τις ραγδαίες νυκτερινές εξελίξεις. Στους ίδιους ρυθμούς και η ενδοχώρα. Άλλωστε, τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα επικοινωνίας, για άμεση ενημέρωση.
Στην Αθήνα, έχει ήδη ξεσηκωθεί ο κόσμος και με το άκουσμα της σειρήνας και με το λιτό ανακοινωθέν του Γενικού Επιτελείου Στρατού, που μεταδίδει το ραδιόφωνο:
«Αι Ιταλικαί Στρατιωτικαί Δυνάμεις προσβάλλουν από της 05.30′ ώρας σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι Δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Εδώ στην όμορφη και ζεστή πόλη μας, είναι όλοι έτοιμοι για να τιμήσουν τη μνήμη των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων, με τις καθιερωμένες θρησκευτικές εκδηλώσεις. Και οι πρώτοι πιστοί, έχουν ήδη πάρει τις θέσεις τους μέσα στην Εκκλησία.
Ο αείμνηστος Κώστας Φραγκιά Αντωνάκης, από τις Ρούπες, σπουδαίος Ρεθεμνιώτης και άριστος Δικηγόρος, έφεδρος Αξιωματικός, που είχε επιστρατευτεί 3 Σεπτεμβρίου 1940, αναφέρει στο πολύτιμο ημερολόγιό του. «Στις 8.30 της Δευτέρας 28ης Οκτωβρίου 1940, είμαστε παρατεταγμένοι έξω από τη Μητρόπολή μας, με επικεφαλής το Διοικητή του 3ου Λόχου, το Λοχαγό Παναγιώτη Μπουλταδάκη. Την ώρα εκείνη, περνούσε ο γνωστός μου και έγκριτος συμπολίτης Μανώλης Γοβατζιδάκης και μου εψιθύρισε εμπιστευτικά στο αυτί, ότι η Ιταλία του Μουσολίνι είχε στείλει τελεσίγραφο στην Ελληνική Κυβέρνηση, τις πρωινές ώρες και ζητούσε να της παραδώσουμε τις Ναυτικές Βάσεις μας, ότι η Κυβέρνηση αρνήθηκε και η Ιταλία, μας κήρυξε τον πόλεμο. Και ενώ ετοιμαζόμουν να το αναφέρω στο Λοχαγό, βλέπω τον Υπασπιστή του Συντάγματος Υπολοχαγό Νικολακάκη, τρεχάτο να πλησιάζει το Λοχαγό και να τον ενημερώνει για το ίδιο θέμα. Η σταθερή φωνή του Λοχαγού: «Προσοχή. Εις θήκην λόγχη. Μεταβολή», ανατρέπει το πρόγραμμα. Ο Λαός που έχει ήδη πληροφορηθεί τα γεγονότα ενθουσιάζεται στο πέρασμα του Λόχου μας και αρχίζει να ζητωκραυγάζει «Γεια σας παιδιά, να τους φάτε τους μακαρονάδες, όλοι μαζί σας για τη νίκη». Με τα λόγια αυτά ο Λαός του Ρεθύμνου έκφραζε τον ενθουσιασμό του και εκδήλωνε την εμπιστοσύνη του στα στρατευμένα παιδιά του. Εμείς, υπερήφανοι προχωρούσαμε προς τους στρατώνες. Στο στρατόπεδο, ο Διοικητής του 44 Συντάγματος Πεζικού Συνταγματάρχης Ιωάννης Σέρβος, ενημερώνει τους Αξιωματικούς και εμείς με τη σειρά μας τους Στρατιώτες για τα τελευταία γεγονότα. Το ηθικό όλων μας είναι ακμαιότατο».
Αυτά αναφέρει στο ημερολόγιό του ο αξέχαστος Κώστας Αντωνάκης.
Στο σχολείο ο Δάσκαλος περιμένει τα παιδιά, αλλά όχι για μάθημα. Τα ενημερώνει για την περιπέτεια της πατρίδας μας, με όσο πιο κατανοητά λόγια μπορεί, ώστε να μην τραυματίσει την αθώα παιδική τους ψυχή και τα στέλνει στο σπίτι.
Στα φύλλα των Εφημερίδων της Τρίτης 29 Οκτωβρίου 1940, δεσπόζει το μεγάλο γεγονός της κήρυξης του πολέμου και οι πρώτες ανακοινώσεις για την επιστράτευση των εφέδρων. Ενδεικτικά αναφέρουμε την Εφημερίδα Κρητική Επιθεώρησις, όπου στο κύριο άρθρο της Υπέρ Βωμών και Εστιών αναλύει την απρόκλητη Ιταλική επίθεση και τονώνει το ηθικό του Λαού, επισημαίνοντας πως ενωμένοι θα φθάσομε στη τελική νίκη. Στο ίδιο φύλλο, ο γνωστός δημοσιογράφος της εποχής Κυριάκος Κυριακάκης γράφει μεταξύ άλλων «Εις την επιβουλήν των ηγετών της Ρώμης, θα αντιτάξωμεν την δαφνοστεφάνωτον λόγχη μας και οι Έλληνες Στρατιώται, οι ίδιοι που έγραψαν με το αίμα τους τις λαμπρές σελίδες της νεωτέρας ιστορίας, θα υψώσουν τα νέα τρόπαια, τους νέους βωμούς του εθνικού μεγαλείου. Κάθε στιγμή, κάθε ώρα θα είναι και ένα στεφάνι δόξας για τα όπλα μας. Κάθε στρατιώτης θα γίνει και ένας ήρωας». Και πράγματι ο ένδοξος και φιλόχριστος Στρατός μας γράφει νέες σελίδες δόξας και τιμής. Η 5η Μεραρχία, η θρυλική Μεραρχία Κρητών, στην οποία υπαγόταν και το 44 Σύνταγμα Πεζικού κατέχει ξεχωριστή θέση στο Έπος του ’40.
Η Λαϊκή μούσα θα τραγουδήσει «Εφτάξανε οι Κρητικοί, οι καστροπολεμάρχοι και στης Κλεισούρας τα στενά θα δώσουνε τη μάχη».
Τις επόμενες ημέρες, παρακολουθούμε, μέσα από τις ανακοινώσεις στον Τύπο, ένα Λαό να οργανώνεται, κατά τρόπο ιδανικό για τις συνθήκες της εποχής. Για λόγους ασφαλείας ενημερώνεται ο κόσμος, ότι από της 8ης βραδινής ώρας, θα επικρατεί συσκότιση για τον κίνδυνο βομβαρδισμών. Στο εσωτερικό των σπιτιών, το φως θα πρέπει να είναι μόλις ικανό, για να διευκολύνει στοιχειώδεις ανάγκες, ενώ παράθυρα και πόρτες θα πρέπει να καλυφθούν με χοντρά υφάσματα. Λίγο αργότερα προστίθενται και άλλες οδηγίες, όπως να μένουν όλοι μακριά από τα τζάμια, για να αποφύγουν τα θραύσματα, σε ώρα επίθεσης από αέρος.
Δεν είχε κλείσει η πρώτη εβδομάδα από την κήρυξη του πολέμου και νεώτερη ανακοίνωση καλούσε όσους είχαν τον προστάτη της Οικογένειας στο μέτωπο και στερούνταν μέσων διαβίωσης, να υποβάλουν δικαιολογητικά για επίδομα. Και το πήραν.
Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ορίστηκαν από το Δικηγορικό Σύλλογο μέλη του, για την παροχή δωρεάν συμβουλών και κάθε άλλη υποστήριξης, σε Οικογένεια στρατευθέντων. Το καθήκον αυτό κρατούσε δύο εβδομάδες εκ περιτροπής και με τον τρόπο αυτό οι Δικηγόροι μας, πρόσφεραν ακόμη και στα μετόπισθεν τις υπηρεσίες τους στο Έθνος.
Για την ιστορία να σημειώσουμε ότι οι πρώτοι, που ορίστηκαν για το καθήκον αυτό ήταν: Πέτρος Μανουσάκης, Νίκος Ανδρουλιδάκης, Γεώργιος Σμπώκος, Νικόλαος Μπιράκης, Στυλιανός Μαρκιανός, Αριστείδης Κορωνάκης, Εμμανουήλ Πετρακάκης, Γεώργιος Φωτάκης και Γεώργιος Τρουλινός.
Παράλληλα, με άλλες ανακοινώσεις, εκαλείτο ο Λαός, να συνδράμει τους Στρατιώτες στο μέτωπο, με ό,τι μπορεί ο καθένας, κυρίως μάλλινα ρούχα και κουβέρτες.
Είχε φτάσει η μεγάλη στιγμή να αποδείξει καθένας τα πατριωτικά του αισθήματα.
Ο Νομάρχης Ρεθύμνης Αθανάσιος Παπαθανασίου προσφέρει στο Κράτος το σπίτι του, στη Νέα Σμύρνη αξίας 700.000 δραχμών, για εκποίηση υπέρ του Στρατού.
Δάσκαλοι και Καθηγητές προσφέρουν, από το μισθό τους, επίσης για τις ανάγκες του Στρατού.
Τα Σωματεία μας, με προπομπό το Λύκειο Ελληνίδων, αναλαμβάνουν, σε πρώτη φάση, την αποστολή δεμάτων στο μέτωπο. Συγκροτείται επιτροπή για τη «Φανέλα του Στρατιώτη» και συντονίζει ένα τιτάνιο έργο, γιατί ο Στρατός μας βρέθηκε στο μέτωπο, έχοντας να αντιμετωπίσει, εκτός από τον πανίσχυρο εχθρό, το χιόνι, το αφόρητο κρύο, την πείνα και άλλες κακουχίες, που δεν τον λύγισαν ποτέ.
Ακόμη και όταν διαπίστωσαν οι Στρατιώτες μας, ότι ο έρανος για την άμυνα, που έκανε ο Μεταξάς πολύ πριν από την κήρυξη του πολέμου, είχε εξυπηρετήσει άλλους σκοπούς, που δεν είχαν σχέση με την άμυνα της χώρας, δε λύγισαν, δεν απογοητεύτηκαν. Ακολούθησαν το παράδειγμα των προγόνων τους και μεγαλούργησαν.
Αξιοσημείωτη και η συμβολή της Εκκλησίας. Το Ρέθυμνο τότε είχε Επίσκοπο τον αοίδιμο Αθανάσιο Αποστολάκη. Από την πρώτη σχεδόν μέρα, βλέπουμε μια επιστολή του στις εφημερίδες, με πατριωτικά μηνύματα, να εμψυχώνει το Λαό και αμέσως μετά τη συνεδρίαση των αρμοδίων οργάνων διαχείρισης της Εκκλησιαστικής περιουσίας για την έγκριση ποσών, που θα έστελνε η Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου για τις ανάγκες των Στρατιωτών. Τα ποσά, που εγκρίθηκαν και ξεπερνούν συνολικά το ένα εκατομμύριο, σίγουρα έφτασαν στον προορισμό τους, αν κρίνουμε από τις απαντήσεις και τα ευχαριστήρια της Πολιτείας, που είδαν το φως της δημοσιότητας. Ο Λαός έπραξε το χρέος του στο ακέραιο και όσοι έβλεπαν μόνο την πατρίδα και όχι το ατομικό τους συμφέρον, θυσίασαν τα πάντα στο βωμό του καθήκοντος κι έτσι έγιναν φωτεινά παραδείγματα. Κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, κάθε Αξιωματικός και κάθε Στρατιώτης δίδει ολοκληρωτικά την ψυχή του στον αγώνα και έτσι δημιουργείται το Έπος του ’40. Ρεθύμνιοι Αξιωματικοί και Οπλίτες διακρίνονται, σε κάθε πολεμική ενέργεια και στη μνήμη τους ανάφτουμε χρυσά λιβανιστήρια, όπως λέγει και ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης.
Ο Φριζης ο Μαρδοχαίος
«Ο Φριζής ο Μαρδοχαίος ο καλύτερος Εβραίος» αναφερόταν στο δημοσίευμα. Ήταν μια φράση, που ακουγόταν για χρόνια ολόκληρα στην πόλη μας από τους παλιούς Ρεθεμνιώτες. Κάποιοι πίστευαν ότι ο Φριζής ανήκε στην Εβραϊκή κοινότητα του Ρεθύμνου. Από τη συνέχεια του δημοσιεύματος μαθαίνουμε ότι τη δεκαετία του 1930 εγκαταστάθηκε στο Ρέθυμνο η οικογένειά του, λόγω μετάθεσης του τελευταίου σε στρατιωτική μονάδα της πόλης. Ο Φριζής μάλιστα από το Ρέθυμνο είχε ξεκινήσει με το 44ο Σύνταγμα Ρεθύμνης, για να πάει στο Αλβανικό Μέτωπο.
Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, διαβάζουμε σε στρατιωτικό έγγραφο, τον βρήκε διοικητή του υποτομέα Δελβινακίου της 8ης Μεραρχίας. Η άμυνα του μετώπου Ηπείρου είχε ανατεθεί εξ ολοκλήρου στην 8η Μεραρχία.
Στις 5 Δεκεμβρίου, βορειοανατολικά της Πρεμετής, ο Φριζής και οι άντρες του δέχθηκαν επίθεση από ιταλικά αεροπλάνα. Αμέσως δίνει εντολή στους στρατιώτες του να πέσουν στα χαρακώματα. Ο ίδιος για να μην υπάρξει πανικός στους στρατιώτες, παρέμεινε καβάλα στο άλογό του και συνέχισε να τους εμψυχώνει. Ως καβαλάρης έγινε εύκολος στόχος για τα εχθρικά αεροπλάνα. Στην αρχή τον γάζωσαν και έπειτα μία βόμβα τον αποτελείωσε.
Ο Κωστής Μιχελιδάκης ήταν από τους στρατιώτες που δέχτηκαν τις συνέπειες από τις κακουχίες του πολέμου. Τα κρυοπαγήματα τον άφησαν χωρίς πόδια στα 21 του χρόνια.
Πέθανε σε βαθειά γεράματα χωρίς ποτέ να βαρυγκωμήσει για την αναπηρία του.
Ψυχή του 44ου Σ.Π. ήταν ο Αριστείδης Παναγιωτάκης, από τα Ρούστικα ταγματάρχης, Διοικητής του 1ου Τάγματος και Υποδιοικητής του 44ου Σ.Π.
Τον Απρίλιο του 1941, βρισκόταν, σε καταυλισμό με τους Στρατιώτες του στη Μονή Βελλά. Εκεί τους κοινοποιήθηκε η συνθηκολόγηση της 20ης Απριλίου με τους Γερμανούς και οι Στρατιώτες ευρισκόμενοι σε πλήρη σύγχυση συγκεντρώθηκαν να φύγουν. Ανεβαίνει σ’ ένα βράχο και η φωνή του διαπερνά σαν ρίγος τον κάθε Στρατιώτη.
«Αυτή τη σημαία του Συντάγματος, που μας παρέδωσαν οι νέοι της Ρεθύμνης, με την εντολή να τη διαφυλάξουμε, πού την αφήνουμε;».
Κράτησε τη Σημαία σαν φυλακτό.
Και μόνο στο άκουσμα της λέξης ΣΗΜΑΙΑ, όλοι μένουν σιωπηλοί. Από τη Μονή Βελλά φτάνουν στα Γιάννενα, και κάποια στιγμή ο Παναγιωτάκης αντιλαμβάνεται Γερμανούς να ποδοπατούν Σημαία άλλου Συντάγματος. Αμέσως τρέχει, βγάζει τη Σημαία από τον κοντό και διατάσσει δύο Στρατιώτες να την κρύψουν στα θυλάκιά τους, που το πράττουν με απόλυτη συνέπεια. Φτάνοντας στο Ναύπλιο την παραλαμβάνει και τη φυλάσσει ως κόρην οφθαλμού μέχρι το τέλος του πολέμου. Στις 25 Μαρτίου 1945, θα την παραδώσει στο Σύνταγμα, κατά τη διάρκεια επίσημης τελετής.
Ο Κωστής Παπαδάκης από το Βάτο Αγίου Βασιλείου ήταν ο πρώτος νεκρός ανταποκριτής του πολέμου.
Καταξιωμένος δημοσιογράφος παρά τη νεαρή του ηλικία θα μπορούσε να ζήσει στα μετόπισθεν. Ο Λαμπράκης του είχε προτείνει θέση ανταποκριτή στο Λονδίνο. Εκείνος αρνήθηκε. Πολέμησε στην πρώτη γραμμή με τη φρικτή διαπίστωση ότι οι στρατιώτες πολεμούσαν χωρίς τον ανάλογο οπλισμό.
Κι όμως ο Κωστής δεν πτοείται. Πολεμά με θάρρος. Και στέλνει «κάπου από το μέτωπο» και την πρώτη του ανταπόκριση στην εφημερίδα του το «Ελεύθερον Βήμα»:
«Κάπου εις το Μέτωπον 3 Νοεμβρίου 1940. Επτά μέρες τώρα και επτά νύχτες πολεμούμε. Τα κανόνια μας, τα πολυβόλα μας, τ’ αεροπλάνα μας, τ’ αδέρφια μας,όλοι εμείς που αποτελούμε τον Ελληνικό Στρατό, με ψυχή γεμάτη θάρρος κι αυτοπεποίθηση πολεμούμε… Θα νικήσουμε έναν εχθρό, για να δείξουμε σε όλους τους Λαούς το δρόμο της ελευθερίας και της τιμής… Ας μάθουν όλες οι μανάδες, που έχουν παιδιά στα σύνορα, πως πρέπει να είναι υπερήφανες, γιατί στα παιδιά τους έλαχε ο κλήρος να δείξουν στον κόσμο, πως η ελευθερία δε χαρίζεται από κανένα, αλλά παίρνεται με το σπαθί».
Την επομένη, 4 Νοεμβρίου 1940, πέφτει νεκρός.
Στο χέρι του είχε το περίστροφο, μην μπορώντας βέβαια να τον βοηθήσει στον αεροπορικό βομβαρδισμό, που είχε αρχίσει να θερίζει μαζί με εκείνον και άλλους νέους υπερασπιστές των ιδανικών μας.
Ο Απόστολος Χανδράκης ο Λοχαγός του ’40 και μετέπειτα Ανώτατος Αξιωματικός Απόστολος Χανδράκης, από το Άνω Μέρος, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή τίμησε τη γενέτειρά του. Κατά την εαρινή επίθεση των Ιταλών (9 Μαρτίου μέχρι 21 Μαρτίου 1941), με καταπληκτικό αιφνιδιασμό, συμβάλλει καθοριστικά και εκείνος στην ανατροπή του σχεδίου του Μουσολίνι και δημιουργεί θρυλικό Έπος.
Νίκος Κατσιράκης από τα Σκουλούφια, Νίκος Περάκης από το Αηδονοχώρι, αλλά έζησε στα Σκουλούφια, Έφεδροι Αξιωματικοί ήταν από εκείνους, που διακρίθηκαν στο έπος του ’40 και τραυματίστηκαν.
Ο Υπολοχαγός Γιάννης Κουτσουράκης Ρεθύμνιος, Διοικητής Λόχου Πολυβόλων τραυματίστηκε σε ώρα μάχης.
Επίσης ο Έφεδρος Ανθυπολοχαγός, Δημοσιογράφος Μανώλης Λίτινας, από τα Πλατάνια ξεχώρισε στο Καλπάκι, συνέχισε τον αγώνα στην αντίσταση και στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 σκοτώνεται από Γερμανούς στο Χαϊδάρι.
Γνωστό το ανδραγάθημα του Ζαχαρία Αρχοντάκη στην επιχείρηση για την κατάληψη του Μπουντα Νορ.
Αμέτρητες οι περιπτώσεις που αξίζει να αναφερθούν από την εποποιία του 40 που υπέγραψαν και οι Κρήτες αγωνιστές με απαράμιλλη γενναιότητα.
Ο Στρατηγός Δημήτριος Μαχάς, Επιτελάρχης του Β’ Σώματος Στρατού, στον πόλεμο του ’40, αναφέρει σε μια ενδιαφέρουσα και εμπεριστατωμένη διάλεξή του στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, την 29 Απριλίου 1961, για την 5η Μεραρχία μεταξύ των άλλων τα εξής: «…Η Μεραρχία με έδρα τα Χανιά συμπεριελάμβανε το 14 Σύνταγμα Πεζικού Χανίων, το 43 Σύνταγμα Πεζικού Ηρακλείου, το 44 Σύνταγμα Πεζικού Ρεθύμνου, το 5ο Σύνταγμα Πυροβολικού και την 5η Ομάδα Αναγνωρίσεως. Με την έναρξη των επιθέσεων της 5ης Μεραρχίας κατά του εχθρού, η ορμή των Κρητών υπήρξε τόσο μεγάλη ώστε, όπως προέκυπτε από καταθέσεις αιχμαλώτων, προκαλεί φόβο και τρόμο εις τους Ιταλούς…».
ΠΗΓΕΣ:
Πολιτιστικό Ρέθυμνο 28 Οκτωβρίου 1940