Επιμέλεια: ΕΥΑ ΛΑΔΙΑ
Επιστρέφουμε στις αναφορές του Χριστόφορου Σταυρουλάκη που με απαράμιλλη γλαφυρότητα περιγράφει τις τελευταίες στιγμές των ελευθέρων πολιορκημένων του Αρκαδίου. Και μέσα από συγκλονιστικές περιγραφές, με βάση τις δικές του ιστορικές πηγές, ζούμε εκείνη την ατμόσφαιρα λίγο πριν γραφτεί ο επίλογος της τραγωδίας που πήρε τις διαστάσεις έπους.
Γράφει λοιπόν ο Σταυρουλάκης:
Τελευταία μέρα
Ο αέρας φυσά μανιασμένος παντού και το ψιλό χιόνι εξακολουθεί να πέφτει αδιάκοπο. Με το πρώτο ρόδισμα της αυγής, με τις πρώτες ακόμη ακτίνες που ο ήλιος της 9ης Νοεμβρίου ρίχνει αντιφεγγίζοντας στις πλαγιές του Ψηλορείτη, ακούεται τρομερός ο κρότος του μεγάλου κανονιού που σκορπάει ρίγη εις των ανυπόμονων πολιορκητών τα πλήθη. Η Σημαία του Σταυρού εξακολουθεί να ριπίζεται προκλητικά πάνω στο ασάλευτο κάστρο των Κρητών.
Οι αγωνισταί εις τας θέσεις των περιμένουν πια η των έξων την βοήθεια ή το τελευταίον άλμα εις την αθανασίαν. Τα νευρομένα και πληγιασμένα από τον αγώνα χέρια των ετοιμοθανάτων, σφίγγοντας αποφασιστικά τις πιάστρες των τουφεκιών είναι έτοιμα να σωριάσουν και πάλι στοίβες τους εχθρούς, να κάνουν και πάλι τον υπερόπτη κατακτητή να μετανοήσει σκληρά και την ασύνετη τόλμη του, να δώσουν και πάλι το μεγαλειώδης μάθημα της επικρατήσεως της παντοδυνάμου ψυχής κατά της υλικής βίας.
Τα πάντα πια είναι έτοιμα, οι πολιορκούμενοι έχουν σκάψει δύο υπονόμους, μια προς τη δυτική και μια προς την ανατολική πλευρά. Στην πρώτη ετοποθέτησαν δώδεκα βαρελάκια πυρίτιδος και στη δεύτερη επτά για το σκοπό να τας ανάψουν όταν οι Τούρκοι θα πλησιάζαν προς τα εκεί.
Το πεδινό πυροβόλο από τις πρώτες ακόμη βολές έχει προξενήσει ανεπανόρθωτα μεγάλα ρήγματα στη σιδερένια πόρτα της εισόδου που σπεύδουν οι πολιορκούμενοι να φράξουν όπως μπορούν. Τούρκοι όμως δεν μπορούν να πλησιάσουν γιατί τα εύστοχα πυρά της αμύνης τους κρατούν ακόμη μακριά.
Η Επίθεσις
Αλλά σε λίγο εξαπολύεται από όλες τις μεριές η πρώτη λυσσασμένη επίθεση της ημέρας εκείνης. Ο χείμαρρος των κατακτητών ορμά πίσω από τα προπετάσματα με φανερή την απόφαση να έρλη εις τας χείρας με τους υπερασπιστάς της τιμής, που εξακολουθούν ακόμη να παραμένουν ολόρθοι απάνω στα χαλάσματα του θρυλικού Μοναστηριού. Αλλά σε κάθε νέα εξόρμηση, σε κάθε νέα μανία που αφρίζει γύρω από τη μονή, κεραυνοί ευστόχου πυρός σωριάζουν σε άμορφους όγκους θανάτου τους επιτιθεμένους.
Ο ήλιος έχει σηκωθεί ψηλά και οι Τούρκοι εξακολουθούν σε αλλεπάλληλα κύματα τας εφόδους των. Από την μια μεριά του Μοναστηριού ως την άλλη τρέχουν γοργά οι πολεμιστές για να αντιμετωπίσουν μικρότερες μάζες επιτιθέμενων, αλλά πάντα προ της κυρίας εισόδου των αγών, διεξάγεται τραχύτερος και δυσκολότερος. Εκεί εκδηλώνεται η κυρίως προσπάθεια της επιθέσεως, σκληρά αποφασιστική αλλά άκαρπος.
Την είσοδο την υπερασπίζει ο ίδιος ο Δημακόπουλος, και γύρω του ξερνούν φωθιά και σίδερο τα διαλεκτότερα τουφέκια της αμύνης. Εκεί ευρίσκονται ο γερό Καπετάν Μιχάλης, ο Ντελή Δράκος, ο Αδάμης, ο Βενιανάκης, ο Κούβος, ο Παχλάς, ο Κουτρούλης. Την άλλη δύσκολη μεριά μεριά προς την ανατολική πόρτα την υπερασπίζεται ο ηρωικός Δασκαλάκης με τον Ξάνθο, το Σαουνάτσο, τον Μπεργαδή, τον Αλεβίζο, τον Πρεβελάκη. Το τετράπλευρο κλύεται μετά του Σκουλά και το Χαιρέτη μετά τους οποίους μάχονται οι Μυλοποταμίτες και αντιθέτως τον Πορτάλιο, τον Σκορδίλη και τον λοχία Γιάγκο με τους λίγους εθελοντάς.
Σε κάθε μια από τις πλευρές αυτές είναι διαμερισμένοι οι αγωνιστές, αναλόγως, απ’ όσους στέκουνται ακόμη στο τουφέκι. Σκληρή, πεισματωμένη και πολύνεκρος από την πρώτη στιγμή της ενάρξεώς της η μάχη, έχει φθάσει τώρα εις το κρισιμότερο σημείο. Το γύρω της μονής έδαφος έχει μεταβληθεί σε μια αληθινή κόλαση ανθρωποσφαγής. Η λύσσα των Τούρκων έχει φθάσει τα όρια της παραφροσύνης, και το τέλος του περιπύστου δράματος ζυγιάζεται από τη μια στιγμή ως την άλλη. Ακλόνητοι εις τας θέσις των οι αμυνόμενοι όσο κι αν κτυπούν γρήγορα και ακούραστα σκορπίζοντας το θάνατο γύρω τους όμως δεν προφτάνουν πια να αναχαιτίσουν τον επερχόμενο χείμαρρο.
«Κουράγιο, κουράγιο αδέρφια»
Φωνάζουν οι αντάξιοι αρχηγοί τρέχοντες από το ενός εις το άλλο σημείο της αμύνης για να αντιμετωπίσουν κρισίμους φάσεις του απελπιστικού αγώνος των παλικαριών. Βαριά και σταθερά τα χτυπήματα του πεδινού πυροβόλου βάλοντας εξ εγκιστάτης αποστάσεως έχουν σωριάσει την πόρτα της εισόδου σε συντρίμμια.
Η μέχρις εσχάτων άμυνα της πλευράς αυτής τρομερά αραιωμένη κλονίζεται για μια στιγμή και ένα ισχυρό τμήμα στρατού με γενναίους Τουρκοκρητικούς επικεφαλής κατορθώνουν διασκελίζοντας τους σορούς των πτωμάτων να φτάσει μέχρις της εισόδου και να αρχίσει να ανοίγει δρόμο ανάμεσα στα χαλάσματα.
Οι αρχηγοί αποσύροντες όσα μπορούν τουφέκια από τις άλλες πλευρές της αμύνης, σπεύδουν να φράξουν με τα πυρά τους το επικίνδυνο ρήγμα της εισόδου κρατώντας τους Τούρκους εκτός της αυλής. Εκεί συνάπτεται ένας αγών πρωτοφανούς αγριότητος από αποστάσεως δεκάδος μόλις μέτρων, που κατορθώνει να ανακόψει για λίγο το χείμαρρο αλλά προ της συντριπτικής πιέσεως ο κίνδυνος της εισβολής πολλαπλασιάζεται. Εις την κρισιμότερην εκείνη στιγμή, την αγωνία και την απόγνωση, έρχεται να δώσει τέλος η καταπλήσσουσα γενναιότης του Ντελή Δράκου.
Η έξοδος
Ο ηρωικός πεντακοσίαρχος βλέποντας ότι λίγες ακόμη στιγμές εκρατούσε ο απεγνωσμένος αγών της εισόδου, αποφασίζει να κτυπήσει απέξω τους Τούρκους με αντικειμενικό σκοπό να τους εξαναγκάσει να στραφούν εναντίον του εξασθενούντες στην τρομακτική πίεση για να μπορέσουν οι αμυνόμενοι να φράξουν όπως όπως την είσοδο «Πιάστε να μαχαίρια και να ακλουθάτε μου», κραυγάζει στους γύρω πολεμιστάς ήρεμος και ατάραχος. Και εις την κραυγή αυτή του θρυλλικού ακροβάτου πενήντα παράτολμα παλικάρια αφήνουν τα τουφέκια και πιάνουν τα μακρόσυρτα φοβερά μαχαίρια της εποχής που στα δυνατά χέρια των παλαιών αγωνιστών της Κρήτης έγραψαν τις ηρωικότερες σελίδες που συναρπάζουν και θα μαγεύουν.
Οι ήρωές μας διασκελίζουν αποφασιστικά το μικρό πορτάκι, πέφτουν πάνω στη μάζα των Τούρκων και αρχίζουν ένα φρικτό μακελειό. Επακολουθούν σκηνές απερίγραπτου ηρωισμού, αυτοθυσίας και φρίκης. Τούρκοι και Χριστιανοί ανακατεμένοι μέσα σε ένα σύμπλεγμα θανάτου σωριάζουν τα κομματιασμένα κορμιά στο σκεπασμένο από νεκρούς έδαφος τα αίματα στα αιματοποτισμένα θεμέλια της εισόδου, ενώ στο εσωτερικόν της Μονής ακούγονται απελπιστικές οι φωνές των γυναικοπαίδων. Κείνη τη δύσκολη στιγμή ο ηρωικός Γαβριήλ ευρισκόμενος στην ταράτσα του ηγουμενείου, πάνω ακριβώς από τη δυτική υπόνομο τρέχει για να δώσει φωτιά δεν προφταίνει όμως και μια σφαίρα τον ξαπλώνει νεκρό. Η ψυχή της αμύνης δεν υπάρχει πια. «Ω, αθάνατε Γαβριήλ πόσο υπεράξιος στάθηκες για να διαιωνίσεις του αιματωμένου ράσου σου την παράδοση μέσα εις την πινακοθήκη των αγώνων τους έθνους».
Κατόπιν της ασυγκινήτου αυτοθυσίας των ηρώων η πρώτη εκείνη έφοδος των Τούρκων κάμπτεται στην πιο δύσκολη στιγμή, αλλά όμως ο ηρωικός Ντελή Δράκος μετά των περισσοτέρων παρατόλμων συντρόφων του βρίσκονται τώρα και αυτοί νεκροί ανάμεσα σε ολόκληρα προτειχίσματα τουρκικών πτωμάτων.
Αλίμονον όμως! τα θρυλικά απομεινάρια της ενδόξου αμύνης δεν προλαβάνουν να συνέλθουν από τον πολύνεκρο αγώνα της πρώτης εφόδου, και νέα έφοδος εκδηλώνεται εντονώτερα της πρώτης. Ο Μουσταφά Πασάς ρίπτει νέας δυνάμεις εις τον αγώνα με τελικόν αντικειμενικόν σκοπόν την εισβολή. Λίγοι των στρατιωτών του που δείλιασαν κατά την πρώτη επίθεση, εξετελέσθησαν επί τόπου κατόπιν διαταγής του, και αυτό το γνωρίζουν τώρα τα μπουλούκια βασιβουζούκων που αφηνιασμένα ορμούν για να χαλάσουν τους απερίγραπτους κείνους αμύντορας της τιμής των νεκρών.
Η εισβολή
Οι λίγοι ακόμη πολεμιστές της ενδόξου αμύνης βλέπουν πια καθαρά να προσεγγίζει το τέλος του δράματος. Αποφασισμένοι όμως να εξαγοράσουν ακριβά τη θυσία, παραμένουν, βράχοι ακλόνητοι εις τας θέσεις των αποδεκατίζοντες τους γύρω πολιορκητάς. Έφοδος πάνω στην έφοδο, μανία αντίκρυ στη μανία, πείσμα αντίκρυ στο πείσμα. Ανθρώπινη ανθρωποθάλασσα πάνω στην ανθρώπινη βραχοσειρά εκείνης της αντιστάσεως σκηνές αλλεπάλληλας άγριας προσπάθειας δαιμόνων και μεγαλειώδους επικρατήσεως γιγάντων αποφασισμένων να νικήσουν το θάνατο απάνω από τα δοξασμένα συντρίμμια της Μονής.
Δυο φορές τα βλήματα των κανονιών έχουν ριγμένη κάτω την περήφανα ανεμιζόμενη σημαία που βρίσκεται στο τείχος της εσόδου. Και δυο φορές μια μαυροφόρα γυναίκα αναρριχάται στο οικτρό χάλασμα και με χέρι σταθερό την αναστηλώνει στη βάση της. Είναι η μητέρα του αρχηγού Δασκαλάκη Χαρίκλεια, η αρχηγός και η ψυχή της εγκαρτερήσεως των γυναικοπαίδων της αμύνης.
Περί την 3ην μ.μ. η έφοδος φθάνει στο κατακόρυφο της εντάσεως. Και με μια ακόμη προσπάθεια οι Τούρκοι κατορθώνουν να εκβιάσουν την είσοδο και να βρεθούν στην αυλή. Επανειλημμένες προσπάθειες ανατινάξεως των υπονόμων αποτυγχάνουν γιατί η πυρίτης έχει υγρανθεί από τη βροχή. Ο αγών διεξάγεται τώρα σώμα προς σώμα. Τα γιαταγάνια και τα μαχαίρια ανεβοκατεβαίνουν γοργοκίνητα στα χέρια των αγωνιστών, μέσα σε μια ματωμένη κόλαση φρίκης, μίσους και θανάτου. Από τα κλάουστρα και τα κελιά από κάθε γωνιά και θυρίδα, οι πολιορκούμενοι πυροβολούν ακατάπαυστα πάνω στων εισβολέων το χείμαρρο και η αιματοβαμμένη αυλή γεμίζει με αναρίθμητα κορμιά.
Τριανταεφτά Μυλοποταμίτες εισέρχονται στη μεγάλη Τράπεζα της Μονής, πιάνουν τα παράθυρα και τα μάγουλα της πόρτας, και από εκεί εξακολουθούν ηρωικά μαχόμενοι και τα βόλια των, ξαπλώνουν νεκρούς εκατοντάδες ολόκληρες. Άλλα πενήντα παλικάρια κλεισμένα στην αποθήκη σκορπούν αδιάκοπα το θάνατο στην αυλή που βρίχνεται τώρα πλημμυρισμένη από χιλιάδες Τούρκους. Πέφτουν νεκροί ο ένας μετά των άλλων οι ηρωικοί πολεμιστές τ’ Αρκαδιού, μα όσο λίγα κι αν απομένουν τα τουφέκια που δουλεύουν ισοσταθμίζουν τα αποτελέσματα ολόκληρου στρατού. Ποιο ρόλο μπορούν να παίξουν οι αριθμοί μπροστά στη δύναμη της ψυχής.
Μέχρις εσχάτων
Οι Τούρκοι τρομάζουν και καταπλήσσονται. Άφωνοι, ακίνητοι, συνεπαρμένοι από την αποκάλυψη του υπεργήινου οράματος, βλέπουν την τρομερή εκείνη σκηνή το χάνουν και απρακτούν εμπρός της απίστευτου συντριβής. Γρήγορα όμως συνέρχονται από τη σκληρή πραγματικότητα. Λίγοι αγωνιστές που απομένουν ακόμη εξακολουθούν τον αγώνα. Γι’ αυτούς δεν συνέβει τίποτα το παράξενο αλλ’ εκτυλίσσεται η σκηνή του δράματος όπως ακριβώς ήταν προδιεγραμμένη. «Για την τιμή, για την ελευθερία, μέχρις εσχάτων, μέχρις ενός».
Από τα κελιά την τράπεζα τα χαλάσματα και την αποθήκη εξακολουθεί η αντίστασης μέχρι θανάτου, και τέλος οι σκορπισμένοι εδώ κι εκεί πολεμιστές πέφτουν μέχρις ενός.
Μόνον δε οι δυο ισχυρές ομάδες της τραπέζης και της αποθήκης παραμένουν ακόμη ζωντανοί, και εξακολουθούν να σκορπίζουν γύρω το θάνατο. Αλλά ο ήλιος φεύγει προς τη δύση του και οι Τούρκοι βιάζουνται να φύγουν μακριά από τη φρίκη εκείνη. Προτείνουν παράδοση στους τριάντα εφτά Μυλοποταμίτες οι οποίοι μάχονται να παραδοθούν αλλά μόνον σε τακτικό στρατό. Ένας αξιωματικός πλησιάζει από το παραθύρι και τους υπόσχεται δίδοντας το λόγο της τιμής του, ότι δεν θα πειραχθούν αν παρατήσουν τον αγώνα και παραδώσουν τα όπλα των. Οι γενναίοι εκείνοι υπερασπισταί του νεκρού πια Αρκαδιού δεν μπορούν να φανταστούν ποτέ ότι ο λόγος τιμής ενός αξιωματικού πολεμιστού που βαστά σαν κι αυτούς παλικαρίσια το τουφέκι δεν είναι ιερός και δυνατός; Ανταλλάσσουν γνώμη μεταξύ τους, αποφασίζουν, και πείθονται να πετάξουν τα όπλα και τα φυσέκια από το παραθύρι. Μόλις όμως τα παλικάρια απόμειναν άοπλα εισέρχονται λυσσασμένοι από τη δίψα της εκδικήσεως οι Τούρκοι και εκεί, ανάμεσα στις σκιές της απελπιστικής αμύνης σφάζουν τους (35) στην τράπεζα. Η παράδοσης αναφέρει ότι το αίμα των ανήλθε σε πολλά εκατοστά από το πλακόστρωτο δάπεδο. Ο θηριώδης αφανισμός των παλικαριών της τραπέζης έσωσε τους άλλους πενήντα της αποθήκης του θόλου, «μεσοκούμια» και των διπλανών κελιών γιατί βλέποντας το φριχτό μακελειό της ατίμου παρασπονδίας, εκράτησαν τους Τούρκους μακριά και δεν εδέχθησαν καμία πρεσβεία να πλησιάσει. Τότε μόνο παραδόθηκαν. Με διαταγή του Μουσταφά Πασά προσήλθε ένας ανώτερος αξιωματικός με ισχυρό τμήμα στρατού που τους επροστάτευσε χωρίς όμως να δεχθούν να πετάξουν τα όπλα. Μέσα σ’ αυτούς ευρίσκοντο ο ανθυπολοχαγός Δημακόπουλος, ο οπλαρχηγός Κ. Δασκαλάκης αδελφός του αρχηγού Γ. Δασκαλάκη και ο Ν. Γαληνάκης, οι δύο τελευταίοι είχαν φορέσει ρούχα εθελοντών νομίζοντες ότι φέρουν τη στολήν τακτικού στρατού δεν θα πειραχθούν αλλά θα θεωρηθούν αιχμάλωτοι πολέμου.
Ο Μουσταφά Πασάς όμως τους εξεχώρισε και διέταξε τον τουφεκισμό των, όπως και του Δημακόπουλου.
Κυρίαρχοι πλέον οι Τούρκοι συνέλαβαν πάντας τους επιζήσαντας εκατόν δεκατέσσερις (114) τον αριθμό μεταξύ των οποίων ήσαν πενήντα πέντε (55) άνδρες. Κατέσφαξαν δε πάντας εις το πρόχειρον νοσοκομείον της Μονής ευρεθέντας βαρειά τραυματισμένους. Για να μη γλιτώσει κανείς, ένας θηριώδης Τούρκος οπλαρχηγός διατρέχον την αιματοβαμμένη αυλή και τα κελιά με αναμμένη λαμπάδα ακουμβούσε τη φλόγα εις τους ρώθωνας των εξηπλωμένων εδώ και εκεί Χριστιανών και ανακαλύπτων δια του τρόπου αυτού τους πληγωμένους, τους κατέσφαζε. Ο ναός εσυλήθη και γενικώς η Μονή, την οποίαν όμως δεν κατέστρεψαν παρά την προηγούμενην απειλήν του Μουσταφά Πασά ότι δεν άφηνε «πέτρα πάνω στην πέτρα».
Ο χρόνος αμείλικτος ξεθωριάζει στιγμές που έκαναν το έθνος μας περήφανο. Η γενιά του ίντερνετ δεν βρίσκει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε τέτοια γεγονότα. Κι όμως το Αρκάδι θα φωτίζει πάντα την εθνική μνήμη και θα δίνει πρότυπα για την εντελώς ξεχασμένη σήμερα έννοια του ήρωα.