Ο Μανούσος ολόχαρος συναντά στο μιτάτο το Σήφη που αρμέγει τα πρόβατα.
– Μπρε συ Σήφη, ήκουσες μωρέ ίντα εγίνηκε σήμερο; Άφησε μωρέ την προβάτα και άμε ν’ ακούσεις εκεινονέ το Πορτοσάλτο το δημοσιογράφο. Εβγήκαμε μωρέ τσι «αγορές». Ετσά μου ‘ρχετε να παίξω δυο πιστολιές εδά ίδια…
– Μωρέ Μανούσο, άσε με ν’ αρμέξω τσι προβάτες και τσι αίγες μου, μα αυτοί ‘ναι μωρέ παράωροι και μας σε παίζουνε σαν τα μαϊμούνια.
– Μα ίντα λες μωρέ Σηφαλιό, επερισσέψανε τως φέτος και θα μας σε δώκουνε ένα πεντακοσάρι καθενός…
– Τοσεσάς να ‘ναι οι ώρες τως και πολλές λέω. Αυτοί ‘ναι μωρέ χειρότεροι από τσι γενίτσαρους και τσι μπέηδες των Τούρκων. Ετσά μωρέ σου λένε κι ύστερα θα σου πάρουνε κακομοίρη μωροπίστευτε και τα σώβρακα που φορείς…
– Μωρέ τσι ειδήσεις το ‘πανε και στο «μέγκα» και στον «αντένα» και στο «σκάι». Ούλες μωρέ οι τράπεζες τση Γερμανίας συνορίζονται να μα σε δώκουνε λεφτά, γιατί εγινήκαμε λέει «νοικοκύρηδες».
– Ε, κακομοίρη Μανούσο μα θαρρώ πιο πολύ νου έχει ετουτηνά η προβάτα που αρμέγω, παρά ετουλόγου σου. Αυτοί μωρέ είναι ντιπ απατεώνες και συ κάθεσαι μωρέ και τσι πιστεύγεις; Άμα σου ‘ρθει το μπουγιουρντί τση εφορίας να ‘ρθεις να μου τα ξαναπείς. Ετοσανά χρόνια δεν έβαλες νου; Εψήφιζες τριάντα χρόνια τσι κλέφτες και τσι ψεύτες και εδά έρχεσαι και μου λες γι’ αγορές και άλλα γίβεντα. Το μιτάτο μωρέ σου φορολογούνε, τα κοπέλια σου πεινούνε, η κερά σου δεν έχει φάρμακα και συ έρχεσαι την ώρα που αρμέγω να μου πεις πως θα παίξεις πιστολιές, γιατί ο Άδωνης και ο Βενιζέλος παίρνουνε κι απ’ αλλού δανεικά.
Μαθές κι εγώ θέλω να παίξω πιστολιές, μα όι για το «ζήτω». Μιαολιά τσίπα μωρέ δεν έχεις να καλοθελάς των Γερμανών. Ίντα μωρέ θα ν’ έλεγε ο συγχωρεμένος ο πατέρας σου ανέ ζούσε;
– Ανάθεμά με Σήφη, και θαρρώ έχεις χίλια δίκια. Κι αμέ γιάντα μωρέ ούλη μέρα η αναθεματισμένη τηλεόραση φωνιάζει πως «εσωθήκαμε»;
– Ανέ μου χαρίζανε και μένα εκατομμύρια ευρώ, ετσά θα έλεγα. Κουκούτσι νιονιό δεν έχεις; Αυτοί μωρέ, είναι τα ίδια πηλά, ίντα μωρέ θες να λένε; Το καλό που σου θέλω παράτα τσι ούλους κι άμε να πάρεις τα οζά σου να τα βοσκήσεις μ’ αυτά έχουνε πιο πολλή μπέσα και τσίπα από εκειοσάς που μου λες και ταραχούμαι. Και που ‘σαι; Τον άλλο μήνα να τοσέ βάλεις από δυο ψήφους. Ε;
– Έναν «πούλο» θα τοσέ βάλω να ‘ναι όλος δικός τως, Μανούσο. Καλά που σ’ είδα και να πάμε μωρέ μαζί αντάμα να το στον εβάλομε τον «πούλο» στην κάλπη, να ‘ναι όλος δικός τως.
– Και που ‘σαι Μανούσο; Μέχρι τσι εκλογές κακομοίρη μου, το καλό που σου θέλω μη ξαναδείς τηλεόραση…
* Ο Μιχάλης Τζανάκης είναι φιλόλογος-συγγραφέας
istor.tzanakis@gmail.com