Η πιο κλισέ φράση που συναντάμε πριν από κάθε εκλογές, σε δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις, είναι ότι «οι αναποφάσιστοι θα κρίνουν το εκλογικό αποτέλεσμα». Ποιο είναι τελικά το πραγματικό ποσοστό των αναποφάσιστων και κατά πόσο αλλάζουν σημαντικά τους εκλογικούς συσχετισμούς;
Το ύψος των ποσοστών της αδιευκρίνιστης ψήφου, που καταγράφονται στις έρευνες, διαμορφώνεται αναλόγως με το εάν βρισκόμαστε κοντά σε προεκλογική ή μετεκλογική περίοδο. Είναι λογικό όσο πλησιάζουμε σε εκλογές τα νούμερα αυτά να τείνουν μειούμενα ενώ, σε μια μετεκλογική περίοδο εμφανίζουν αυξητικές τάσεις. Τα ποσοστά περίπου που μας παρουσιάζουν οι εταιρείες μελετών κινούνται από το 15% έως και το 30%. Μέσα σε αυτό το ποσοστό, λανθασμένα πρέπει να σημειωθεί, αθροίζεται η «αποχή», το «λευκό άκυρο», η επιλογή «δεν έχω αποφασίσει» και τέλος το «δεν απαντώ». Είναι μια τακτική που εφαρμόζουν ορισμένες εταιρείες έρευνας να ομαδοποιούν όλες τις παραπάνω κατηγορίες σε μια. Σε πολλές μελέτες βέβαια τα στοιχεία έχουν μια αυτοτέλεια και δεν παρουσιάζονται αθροιζόμενα όλα μαζί.
Η επιλογή «λευκό/άκυρο» και η «αποχή» είναι απολύτως διευκρινισμένες επιλογές. Το «λευκό/άκυρο» καταγράφεται διαχρονικά στις μελέτες στο 3% με 4%. Κάτι που επαληθεύεται και στις εκλογές. Επίσης η αποχή εμφανίζεται, σε πολλές προεκλογικές κυρίως δημοσκοπήσεις, στο 5% με 10%. Αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι, είναι και το πραγματικό ποσοστό της αποχής που τελικά αποτυπώνεται σε επίπεδο βουλευτικών εκλογών. Από τη μεταπολίτευση και μετά η αποχή στην Ελλάδα κινείται περίπου από το 4% μέχρι και το 10%. Εκτός των τριών τελευταίων βουλευτικών εκλογών, που ενδεχομένως να πλησίασε στο 20% με 25%. Οπότε, καλό είναι να έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι ποσοστά αποχής 35% με 45%, που παρουσιάζονται από τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών, είναι πλασματικά.
Μας μένουν οι επιλογές «δεν απαντώ» και η «αδιευκρίνιστη ψήφος». Η πρώτη επιλογή αφορά στους πολίτες οι οποίοι, στο τέλος του ερωτηματολογίου μιας έρευνας, αρνούνται να δηλώσουν την παράταξη που θα επιλέξουν στις εκλογές. Είναι αποφασισμένοι, απλά δεν απαντούν στην ερώτηση «αν την επόμενη Κυριακή είχαμε εκλογές ποιο κόμμα θα ψηφίζατε;». Για αυτή τη μερίδα των ψηφοφόρων συνήθως διαθέτουμε μια μεγάλη γκάμα πληροφοριών. Γνωρίζουμε ηλικιακά σε ποια κατηγορία ανήκουν, απαντάνε για τις παλιές κομματικές τους επιλογές, αξιολογούν πρόσωπα και πολιτικές και ιεραρχούν προτεραιότητες. Άρα έχουμε τη δυνατότητα να υπολογίσουμε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, οδηγούμενοι από πολιτικές και στατιστικές αναλύσεις, τι τελικά θα επιλέξουν. Έχοντας σύμμαχο τη συσσωρευμένη εμπειρία παλαιότερων εκλογών, το συγκεκριμένο ποσοστό των πολιτών συμπεριφέρεται ανάλογα με το υπόλοιπο εκλογικό σώμα.
Οπότε, το τελικό ποσοστό της αδιευκρίνιστης ψήφου κυμαίνεται από το 4% μέχρι και το 8%. Μπορεί να μη γνωρίζουμε τι πραγματικά θα ψηφίσει αυτό το κομμάτι της κοινωνίας όμως, όπως και το υπόλοιπο εκλογικό σώμα, έχει ιδεολογικές καταβολές και έχει αποκλείσει κάποιες επιλογές. Οι αναποφάσιστοι, εν ολίγοις, παίζουν το ρόλο του «μπαλαντέρ» στην εκλογική παρτίδα. Κάθε πλευρά, είτε αυτή μεταφράζεται σε πολιτικούς, σε αναλυτές, είτε ακόμη και δημοσιογράφους, δίνει, βάσει των δικών της κριτηρίων, διαφορετική ερμηνεία στον τρόπο που σκέφτονται οι αναποφάσιστοι. Στις περισσότερες των περιπτώσεων συντηρείται μια ελπίδα ότι μπορεί να ανατραπεί μια κατάσταση, κυρίως με το να μετακινηθεί το συγκεκριμένο ποσοστό μαζικά σε ένα χώρο. Κάτι που δεν μπορεί να αποκλειστεί όμως ουδέποτε, μέχρι και σήμερα, έχει καταγραφεί σε ελληνικές εκλογές μια τέτοια συμπεριφορά.
* O Φραγκίσκος Γεωργιλάς είναι πολιτικός επιστήμων / ερευνητής