Πολύς λόγος γίνεται τελευταία, για τις διαρθρωτικές αλλαγές που πρέπει να υλοποιήσει η Χώρα. Με αυτές, ισχυρίζεται η Τρόικα, θα προσαρμοστεί η Ελλάδα στα Ευρωπαϊκά δεδομένα και θα αρθούν οι περιορισμοί και οι αγκυλώσεις της Οικονομίας μας. Ομολογώ ότι δεν καταλάβαινα τι εννοούσαν οι δανειστές μας, όταν ζητούσαν «διαρθρωτικές αλλαγές» και προσπάθησα να εμβαθύνω λίγο στο ζήτημα αυτό. Με τρόμο διαπίστωσα, για μια ακόμη φορά, ότι έχουν απόλυτο δίκιο στις απαιτήσεις τους. Δίνω μερικά παραδείγματα που βρήκα ψάχνοντας, τα οποία είναι τουλάχιστον εξοργιστικά. Αφήστε που έχουν και άμεση επίδραση στην τσέπη όλων μας.
Τη δεκαετία του 1960, αλλά και του 1970, υπήρχαν λεωφορεία της Ολυμπιακής, που μετέφεραν τους επιβάτες των αεροσκαφών της που ταξίδευαν για την Αθήνα από όλες τις ελληνικές πόλεις προς τα αεροδρόμια, αντί ενός πολύ λογικού αντιτίμου. Σήμερα, όχι μόνο απαγορεύεται σε ιδιώτες να δρομολογήσουν λεωφορεία για το σκοπό αυτό, αλλά υπάρχουν ειδικές «συμφωνίες και προβλέψεις», έτσι ώστε ούτε το ΚΤΕΛ να κάνει ανάλογα δρομολόγια. Η Τρόικα λοιπόν ζητά την άρση των απαγορεύσεων, διότι, αρκετές φορές το κόστος της μεταφοράς από τα αεροδρόμια, είναι μεγαλύτερο από το κόστος του εισιτηρίου του αεροπλάνου. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωσή μας, με το κόστος μεταφοράς από τα αεροδρόμια του Ηρακλείου ή των Χανίων προς το Ρέθυμνο. Το υπέρογκο κόστος μεταφοράς καταλήγει στην τσέπη των ταξιτζήδων, που είναι οι κυρίως επωφελούμενοι από τη μη εφαρμογή της συγκεκριμένης «διαρθρωτικής αλλαγής». Φυσικά τα χρήματα αυτά αφαιρούνται από τον προϋπολογισμό όλων όσων είναι υποχρεωμένοι να κάνουν ένα αεροπορικό ταξίδι και δεν έχουν τρόπο να μετακινηθούν από και προς τα αεροδρόμια.
Και η Κυβέρνηση, αντί να συμφωνήσει στην άμεση κατάργηση της απαγόρευσης δρομολόγησης λεωφορείων, προσπαθεί να την παρατείνει μέχρι το 2015.
Έψαξα και το κόστος ενός εισιτηρίου «τουριστικής θέσης», για ένα κρεβάτι σε τετράκλινη καμπίνα στο καράβι, που κάνει το δρομολόγιο Ηράκλειο-Πειραιά. Είναι 65 ευρώ. Από αυτά, το 23%, δηλαδή 12,2 ευρώ είναι ΦΠΑ και μένουν 52,8 ευρώ. Υπάρχουν επίσης επιβαρύνσεις υπέρ ΝΑΤ που είναι 6,5%, υπέρ Λιμενικών Ταμείων 5% και επίναυλος υπέρ του Κράτους 3%. Αυτά συμποσούνται σε 8 ευρώ και το καθαρό κόστος του εισιτηρίου πέφτει στα 45. Από αυτά, πρέπει να αφαιρεθεί το ένα ευρώ, διότι είναι λεμβουχικά και αχθοφορικά δικαιώματα, για λεμβούχους και αχθοφόρους, που έχουν πεθάνει από καιρό. Έτσι το κόστος του εισιτηρίου διαμορφώνεται στα 44 ευρώ. Από αυτά, το 25-30%, αποτελεί επιβάρυνση λόγω της υποχρεωτικής σύνθεσης των πληρωμάτων ενός πλοίου, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των συνδικαλιστών της ΠΝΟ και όχι σύμφωνα με τους κανόνες για την ασφαλή πλεύση του. Αν για παράδειγμα, ένα συνηθισμένο πλοίο της ακτοπλοΐας μας έχει υποχρεωτικά 100 άτομα πλήρωμα, από αυτά μόνο οι 70 χρειάζονται πραγματικά. Συνεπώς, το πλοίο, θα μπορούσε να ταξιδεύει το ίδιο ασφαλώς, με 70 ναυτικούς, αντί των 100. Τόσους έχουν τα αντίστοιχα Ιταλικά και τα Γαλλικά ακτοπλοϊκά πλοία, που ταξιδεύουν χωρίς κίνδυνο και χωρίς υποβάθμιση της ποιότητας των υπηρεσιών τους προς τους επιβάτες. Τα υπόλοιπα 30 άτομα τα πληρώνουμε εμείς οι Έλληνες επιβάτες, χωρίς να χρειάζονται, επειδή έτσι κρίνει η ΠΝΟ και το ΠΑΜΕ. Αν αφαιρεθεί το κόστος τους, το εισιτήριο διαμορφώνεται στα 35 ευρώ. Το ποσό αυτό περιέχει το κόστος λειτουργίας του Πλοίου, το κόστος του πληρώματος και των καυσίμων, αλλά και το κέρδος του εφοπλιστή. Δηλαδή, αν δεν υπήρχαν οι επιβαρύνσεις υπέρ τρίτων και αν είχαν γίνει οι ζητούμενες από την τρόικα «διαρθρωτικές αλλαγές» στην ακτοπλοΐα, η τιμή των εισιτηρίων θα μπορούσε να έχει πέσει στο μισό. Έτσι θα ταξιδεύαμε στον Πειραιά με 35 ευρώ, αντί των 65 που πληρώνουμε σήμερα. Θα εξακολουθούσαμε επίσης να κυριαρχούμε, ως ακτοπλοΐα, στις γραμμές της Αδριατικής, στις οποίες πια κυριαρχούν οι Ιταλοί, λόγω του χαμηλότερου κόστους λειτουργίας των πλοίων τους.
Παραδείγματα άγνωστα στους πολλούς, όπως τα παραπάνω, που μας επιβαρύνουν χωρίς λόγο και αντίκρισμα, υπάρχουν πάρα πολλά. Μπορώ να αναφέρω το κόστος της υποχρεωτικής παράστασης δικηγόρου στις μεταβιβάσεις ακινήτων, την εισφορά υπέρ ΟΓΑ που επιβαρύνει τη μπύρα, τα διάφορα χαρτόσημα και μεγαρόσημα που εξακολουθούν να επιβαρύνουν σχεδόν όλες τις συναλλαγές, το τέλος υπέρ της ΕΡΤ και τα ΔΕΤΕ στους λογαριασμούς της ΔΕΗ και την εισφορά 0,5%, επί όλων των εισαγομένων ειδών, που υποτίθεται ότι καταλήγει στα Ελληνικά Πανεπιστήμια. Υπάρχει επίσης εισφορά 2% επί της τιμής του παραγόμενου ελαιολάδου υπέρ της δακοκτονίας που δεν γίνεται, εισφορά στην τιμή των κεριών υπέρ του ταμείου ασφάλισης Κληρικών, αλλά και εισφορά επί των διδάκτρων των ιδιωτικών σχολείων, για την αμοιβή των συνδικαλιστών της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Θα μπορούσα να γεμίσω πολλές ακόμη σελίδες, με περισσότερες επιβαρύνσεις όπως την επιβάρυνση της τιμής των εφημερίδων, υπέρ του ταμείου ασφάλισης των τυπογράφων, την εισφορά επί του αλευριού, υπέρ του ταμείου επικουρικής ασφαλίσεως αρτοποιών, τα τέλη δημοσίευσης σε ΦΕΚ, υπέρ των υπαλλήλων του Υπουργείου Εμπορίου και την εισφορά επί της αξίας των φαρμάκων, υπέρ του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, αλλά σταματώ για να μη σας κουράσω άλλο. Όλα όσα ανέφερα και άλλα πολλά, τα πληρώνουμε εμείς οι υπόλοιποι με τις συναλλαγές που κάνουμε υποχρεωτικά, στην καθημερινότητά μας. Τα παραπάνω αποδεικνύουν περίτρανα ότι η αντίδραση της Κυβέρνησης και η καθυστέρηση εφαρμογής αυτού που αποκαλεί η Τρόικα «διαρθρωτικές αλλαγές», είναι άλλη μια προσπάθεια για να μη περικοπούν τα προνόμια των ημετέρων, των συνδικαλιστών και των ευνοημένων «τάξεων». Δείχνουν επίσης το βαθμό «Σοβιετοποίησης» της Οικονομίας μας, τα τελευταία σαράντα χρόνια. Και γεννούν το ερώτημα: Μήπως όντως μας χρειάζεται η Τρόικα για να ορθοποδήσουμε ως Χώρα και ως Λαός, αφού οι Πολιτικοί μας εξακολουθούν να σκέπτονται και να αντιδρούν όπως τις δεκαετίες της αμεριμνησίας και του βολέματος των ημετέρων, που μας έφεραν στην κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα;