Οι θιασώτες του θρησκευτικού τουρισμού είναι άτομα που πιστεύουν ότι η ζωή δεν είναι μέγεθος ποσοτικό, αλλά, βασικά, ποιοτικό. Δεν είναι τόσο υλική, όσο πνευματική. Δεν είναι απλά σωματική, αλλά, κυρίως, ψυχική. Τα πράγματα από μόνα τους δεν έχουν σημασία, πάντα η διάθεση είναι αυτή που δίνει την αξία. Πως ο δρόμος, που οδηγεί τους ανθρώπους σε αυτή τη διάθεση, δεν είναι βέβαια εκείνος της ιδιορρυθμίας και των προσωπικών απολήξεων, αλλά μόνο η εγγύτητα με την κοινή καταγωγή και αφετηρία τους.
Πιστεύουν ακόμη ότι οι πνευματικές παγίδες, που καταδικάζουν την ποιότητα της ζωής και του υλικού ανθρώπου, σαν πνευματικές που είναι, μόνο από αντίθετη, αντίστοιχα, πνευματική δύναμη μπορούν να αντιμετωπιστούν και υπερνικηθούν.
Συνεπώς οπωσδήποτε θέλουν και περιμένουν η επίσκεψή τους στα προσκυνήματα να τους αποφέρει ανάπαυση και ωφέλεια, και μαζί γνώση της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας του τόπου και ως κυρίαρχου εθνικού χαρακτηριστικού. Δηλαδή, κίνητρό τους δεν μπορεί να είναι η απλή περιέργεια, ούτε να «σκοτώσουν» την ώρα τους.
Περαιτέρω, ειδικά οι επισκέπτες των μοναστηριών δείχνουν να θέλουν να ξεπεράσουν τη θρησκευτικότητα του καθημερινού ανθρώπου της κοινωνικής συμβίωσης-που επιδιώκει την αποφυγή της εμπάθειας- και να εισδύσουν στον ασκητικό χριστιανισμό, που προχωρά ένα βήμα -ή μήπως μια δρασκελιά;- παραπέρα, επιδιώκοντας την αποφυγή κάθε ατομικού θελήματος, ώστε να προσεγγίσει εγγύτερα τον Θεό: με βάση την πεποίθηση, ότι όσο κάποιος απομακρύνεται από την ατομική θέληση-ενέργεια, τόσο εγγύτερα φτάνει στην υπερ-ατομική ενέργεια του Θεού. Θέλουν λοιπόν να ψαύσουν το κορυφαίο ζητούμενο του ασκητικού ιδεώδους, τη βιωματική σύνδεση του ανθρώπου με τον Θεό.
Σίγουρα, ο θρησκευτικός τουρισμός εκτός από τη συνεισφορά του στην οικονομική ανάπτυξη αποτελεί σημαντικό δίαυλο ανάδειξης του ορθόδοξου χριστιανισμού, τόσο αυτοτελώς, όσο και σαν του πιο κρίσιμου, μαζί με την γλώσσα, εθνικού χαρακτηριστικού των Ελλήνων.