Είναι εποχές που έχουν αφήσει αναμνήσεις που μας ενημερώνουν πάντα αυτοί που τις βιώσανε. Οι περισσότερες ήτανε δυσάρεστες αλλά αυτοί που τύχανε στο πέρασμά τους είχανε καρδιά μπεντένι όπως τότε λέγανε και τις αντέξανε παρά που η διατροφή τους ήτανε ελάχιστη.
Πιστεύανε πάντα στο Θεό ότι θα τους προστατεύσει και ότι δεν θα χαθούν. Παράλληλα και η φύση, ήτανε γεμάτη από πλούσια αγαθά και με το ενδιαφέρον τους είχανε στήριγμα τα πιο απαραίτητα για την διαβίωσή τους. Τα χωράφια, τα ζώα, τα δέντρα, τα φυτά ήτανε όλα στη διάθεσή τους. Εκτός δε από αυτά η φύση φιλοξενούσε και άγρια ζώα «λαγούς, πέρδικες, διάφορα πουλιά» που η ανάγκη τους υποχρέωνε να τα αναζητούν και να τα πιάνουν με διάφορους τρόπους για να εξασφαλίσουν και από αυτά μια μαγειριά φαγητό ο καθένας στην οικογένειά του.
Ιδιαίτερα, οι εποχές της Μικρασιατικής και Γερμανικής κατοχής αφήσανε την πιο σκληρή δοκιμασία εις τους κατοίκους των χωριών της περιοχής του Βρύσινα εις την διατροφή και στη διαβίωση για αρκετά χρόνια.
Απίστευτα είναι τα όσα συναντήσανε χωρίς η πολιτεία να μπορεί να τους βοηθήσει έστω και στα πιο απαραίτητα. Αυτά όλα είναι γραμμένα βαθιά στην σάρκα αυτών που τα ζήσανε. Τότε παιδιά και σήμερα ηλικιωμένοι που τα θυμούνται και τα διηγούνται στους νέους για να ενημερωθούν στα βιώματα των δικών τους ανθρώπων. Την πείνα τότε την λέγανε λόρδα και ότι από αυτήν δεν μπορούμε να κοιμηθούμε.
Με πολλά παρακάλια δέχθηκε ο Γρηγόρης, 93 ετών σήμερα που θυμάται όλες τις καταστάσεις να μας ενημερώσει σιγά – σιγά γιατί έχει πρόβλημα υγείας και κουράζεται όταν μιλά συνέχεια.
Σε ορισμένα βιώματα δικά του και των χωριανών του δάκρυζε όταν άνοιγε το στόμα του να μας μιλήσει.
Είπε πρώτα για τα πρόβατα που είχανε οι χωριανοί που δεν είχανε στάβλους να τα βάζουνε και μένανε στα βουνά σε μια πρόχειρη μάνδρα την νύχτα και ο βοσκός έμενε κάτω από ένα βράχο ή σε σπηλιά, μόνο με ένα ράσο να κοιμηθεί και όταν έκανε κρύο άναβε φωτιά να ζεσταθεί. Για το θέρος με το δρεπάνι από το πρωί μέχρι το βράδυ. Για το αλώνισμα και για το μάζεμα των ελιών από κάτω μία – μία με το χέρι κ.λπ.
Εκείνο που θυμήθηκε ξαφνικά μας είπε ότι η πείνα είχε φτερά και πετούσαμε με τα πόδια, να πάμε στα βουνά για να βρούμε τροφές για την οικογένειά μας. Από το πρωί φεύγαμε όλα τα αδέλφια μου και γυρνούσαμε το απόγευμα χωρίς να φάμε τίποτα φορτωμένα σαν τους γαϊδάρους στην πλάτη μας από χοχλιούς το καλοκαίρι και τα πρωτοβρόχια. Αμέσως την άλλη ημέρα ο πατέρας τους πήγαινε στη χώρα να τους πουλήσει για να πάρει ότι δεν είχαμε να φάμε.
Θα ήτανε το 1943 στη γερμανική κατοχή, την άνοιξη που πήγα στο Βρύσινα και μάζεψα 30 ματσάκια μανουσάκια. Τα πήγα στο Ρέθυμνο μπροστά στους Τέσσερις Μάρτυρες και τα πούλησα μέσα σε μια ώρα.
Αγόρασα τέσσερις μεγάλες φραντζόλες ψωμί από τον φούρνο του Ζαχάρη και δύο οκάδες σαρδέλα ψάρι. Τα κρέμασα στο σαμάρι και καβάλα γύρισα στο χωριό.
Άφησα τελευταία να σας πω για τις πέρδικες που είναι και το σπουδαιότερο από όλα που μας προσφέρανε πολλά νόστιμα φαγητά την εποχή που τα είχαμε ανάγκη μαζί και με άλλα για να ζήσουμε.
Ο Βρύσινας εκείνη την εποχή ήτανε γεμάτος από πολλές και μεγάλες πέρδικες που τρεφότανε σχεδόν από τα πολλά σπαρτά που σπέρνανε οι χωριανοί στα χωράφια τους.
Οι κάτοικοι των χωριών είχανε μεγάλη ανάγκη στη διατροφή τους γι’ αυτό τις κυνηγούσανε με διάφορους τρόπους και είχανε επιτυχίες. Τσιφτέ τότε είχανε λίγοι για να πάνε στο κυνήγι αλλά φτιάχνανε αυτοσχέδιες παγίδες «περδικοπαγίδες» που τις τοποθετούσαν στα περάσματα τους στα βουνά και στο νερό στα ποτάμια της περιοχής.
Ανοίγανε λάκκους βαθιούς και στο επάνω μέρος τοποθετούσανε τις παγίδες. Στο πέρασμά τους πατούσανε τις παγίδες και πέφτανε μέσα οι πέρδικες. Συγχρόνως κλείνανε και δεν μπορούσανε να φύγουν. Από εκεί τις παίρνανε και τις μαδούσανε σε ζεστό νερό όπως και τις κότες.
Ήτανε μεγάλες και παχιές και τις μαγειρεύανε οι νοικοκυρές πιλάφι ή με πατάτες ή κοκκινιστές με πολλά κρεμμύδια και ντομάτα ή με μακαρόνια. Τηγανιτές δεν τις κάνανε γιατί ήτανε σκληρό το κρέας τους. Υπ’ όψιν ότι τότε δεν υπήρχε απαγόρευση στο κυνήγι από καμιά υπηρεσία.
Επίσης την άνοιξη που γεννούσανε οι πέρδικες βρίσκαμε στις φωλιές τους αυγά, τα παίρνανε όταν ήτανε μέχρι 15. Από 16 και πάνω κλωσούσανε να βγάλουν περδικάκια γι’ αυτό τα αφήναμε.
Εκεί κοντά που κακαρίζανε δεν κάνανε τις φωλιές τους. Πηγαίνανε πολύ μακριά και σε μέρος που δεν είχε περασιά ο άνθρωπος και τα ζώα. Τα αυγά τους ήτανε πολύ νόστιμα. Η μάνα μας τα έφτιαχνε βραστά, ομελέτες με σπαράγγια, με πατάτες, με κολοκύθια σφουγγάτο και σκέτα τηγανιτά.
Μια φορά θυμάμαι που πήγαμε με τον αδελφό μου στα όρη βρήκαμε επτά φωλιές και πήγαμε στο σπίτι πάνω από 90 αυγά. Όταν παίρναμε τα αυγά από τη φωλιά η πέρδικα δεν ξαναγεννούσε εκεί. Διάλεγε άλλη τοποθεσία για να είναι σίγουρη ότι αυτή τη φορά θα βγάλει πουλιά.
Οι βοσκοί βρίσκανε πολλές φωλιές και τα βάζανε στα βουργιάλια τους μαζί με χόρτα για να μην σπάσουν.
Μια φορά ένας βοσκός βρήκε μια φωλιά και είχε 17 περδικάκια μικρά. Τα πήρε και τα έβαλε μαζί με την κλωσού του, που έτυχε να έχει βγάλει και αυτή 10 κλωσόπουλα. Όταν μεγαλώσανε ξαφνικά πετάξανε με τα φτερά τους και πήγανε στα βουνά.
Οι πέρδικες εκείνη την εποχή κάνανε πολλές ζημιές στα σπαρτά πριν τα θερίσουν και αργότερα στα αλώνια στις θεμονιές πριν τα αλωνίσουν.
Σήμερα οι πέρδικες είναι λιγότερες και μάλλον οφείλεται από τη διατροφή τους που δεν σπέρνουν οι κάτοικοι τα χωράφια τους και από το πολύ κυνήγι.
Οι παγίδες που τοποθετούσανε και τα αυγά που παίρνανε οι κάτοικοι των γύρω χωριών αποτελούν παρελθόν, αφού σήμερα δεν έχουν κανένα πρόβλημα στη διατροφή τους. Το ίδιο και οι βοσκοί αδιαφορούν να τις ενοχλούν να παίρνουν τα αυγά τους. Απλώς καμαρώνουν την ομορφιά τους και τα κακαρίσματά τους όταν τις βλέπουν και τις ακούνε στη γύρω περιοχή του Βρύσινα αλλά και οι προσκυνητές του Αγίου Πνεύματος την άνοιξη που πραγματοποιούν εις την εκκλησία.
Προς χάρη όλων των βιωμάτων των ανθρώπων και της πέρδικας αφιερώνουμε λίγους στίχους για να μην ξεχαστούν αλλά και να ενημερωθούν οι νέοι τα όσα οι πρόγονοί τους βιώσανε για να κρατηθούν στη ζωή.
Πρωί – πρωί εκακαρίζατε / στου Βρύσινα τις τρούλες
εκεί εκάνατε τα προξενιά / να παντρευτείτε ούλες.
Πέρδικες ονειρεύτηκα / εδά στα γερατειά μου
τα αυγά απού γεννούσανε / κι έτρωγε η φαμελιά μου.
Η πέρδικα με τον πέρδικο / και με τα περδικάκια
στ’ αλώνια κατεβαίνανε / και τρώγανε τα στάχυα.
Τα καμώματά σου πέρδικα/ κι οι κοπελιές τα κάνουν
όταν θα ζευγαρώσουνε/ τον άνδρα που θα πάρουν.
Πέρδικα πετροπέρδικα / μην πεις που στραταρίζεις
παγίδα θα σου βάλουνε / και πίσω δεν γυρίζεις.
Ο κυνηγός δε σε λυπήθηκε / ούτε την ομορφιά σου
από τις βουνοκορφές του Βρύσινα /στέρησε τη λαλιά σου.
Ήθελα να ήμουν πέρδικα / στη χώρα που πηγαίνω
να κελαηδώ εις τα στενά/ τους νιους να κουζουλαίνω.
* Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι Απόστρατος Αξιωματικός