Η Ορθόδοξη Εκκλησία, από το 1081 μ.Χ. με πρωτοβουλία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ή Νέας Ρώμης Ιωάννη Μαυρόποδος, του από Ευχαΐτων, αφιερώνει την 30η κάθε Ιανουαρίου στη μνήμη των Τριών Ιεραρχών, του Βασιλείου του Μεγάλου, του Γρηγορίου του Θεολόγου ή Ναζιανζηνού και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, και τους αποδίδει τις δέουσες τιμές ως προστατών της Χριστιανικής Θεολογίας και της Παιδείας γενικότερα.
Ας ιδούμε, πρώτ’ απ’ όλα, με λίγα λόγια, τον 4ο αιώνα μ.Χ., τον αιώνα της «γέννησης» του Βυζαντίου και της βαθμιαίας καθιέρωσης του Χριστιανισμού, βασισμένοι στον σχετικό τόμο της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών. Στο αχανές Ρωμαϊκό κράτος του 4ου αιώνα, ο χριστιανισμός, ως πρωτόφαντη θρησκεία, προσπαθεί να βρει ερείσματα και να «γαντζωθεί», για να επικρατήσει έναντι της ρωμαϊκής και της ελληνικής θρησκείας και των ανατολίτικων θεοσοφιών και βιοθεωριών (ιουδαϊκός μονοθεϊσμός, Ίσιδα, περσικός μιθραϊσμός). Από κοντά, αρχίζουν μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας και οι διχογνωμίες για τα δόγματα της χριστιανικής διδασκαλίας και σιγά – σιγά, εκδηλώνονται οι πρώτες αιρέσεις, οι, κατά τη γνώμη μου, διαφορετικές εκδοχές επί λατρευτικών και δογματικών θεμάτων, οι οποίες αποκλίνουν από την επίσημη και αποδεχτή θεολογία (Άρειος κ.ά.).
Οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης καταδιώκουν τους ειδωλολάτρες. Ο γιος και διάδοχος του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, Κωνστάντιος ο 2ος, με νόμους, καταργεί τα λατρευτικά τους έθιμα, απαγορεύει τη λειτουργία των ειδωλολατρικών ναών και διώκει (θάνατος – δήμευση περιουσιών) όσους παραβαίνουν τους νόμους αυτούς. Οι νόμοι του Κωνστάντιου εκδόθηκαν από το 341 έως το 356 μ.Χ. και συμπληρώθηκαν το 392 μ.Χ., όταν ο, από το 379 μ.Χ., αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο 1ος έθεσε εκτός νόμου την αρχαία λατρεία, κατάργησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και έδωσε στέρεες βάσεις, πλέον, στον χριστιανισμό, που είχε «δοκιμαστεί» νωρίτερα επί αυτοκράτορος Ιουλιανού (361 – 363 μ.Χ.), αλλά είχε, προς το παρόν, «δυναμώσει» και με τη 2η οικουμενική σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (381 μ.Χ.).
Έχει ιδιαίτερη σημασία να γραφεί ότι και οι Τρεις Ιεράρχες προέρχονται από την Ανατολή, στην οποία έχει μετατοπισθεί πλέον, από την δεκαετία του 320 – 330 μ.Χ., το βάρος της αυτοκρατορίας, τόσο σε ό,τι αφορά τη θρησκεία, τον χριστιανισμό, με τη διεξαγωγή της 1ης οικουμενικής συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας όσο και σε ό,τι σχετίζεται με την πολιτική, με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος
Αρχικά, στην παρούσα αφήγηση, λοιπόν, θα μας απασχολήσει η φυσιογνωμία του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού ή Θεολόγου και η συμβολή του στα εκκλησιαστικά πράγματα τον 4ο αιώνα μ.Χ., εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, μαζί με τον Ιωάννη το Χρυσόστομο και το Βασίλειο το Μεγάλο, αποτελούν τους φωτισμένους Τρεις Ιεράρχες της Ανατολικής Εκκλησίας.
Γεννιέται ο Γρηγόριος ανάμεσα στο 326 και στο 329 μ.Χ., κατά την, έπειτα από την επικράτησή του σε βάρος του Λικινίου, πρώτη περίοδο της μονοκρατορίας του Κωνσταντίνου του Μεγάλου στη Ρωμαϊκή αχανή αυτοκρατορία και λίγα χρόνια μετά από την 1η οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας και ένα πριν από τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη και πεθαίνει στα 390/1 (25 Γενάρη) μ.Χ.
Δυο χρόνια, πάντως, μετά το θάνατο του Γρηγορίου, το 392 μ.Χ., ως αυτοκράτορας, ο Θεοδόσιος ο 1ος θα θέσει εκτός νόμου κάθε υπόλειμμα της αρχαίας (ελληνικής και ρωμαϊκής) λατρείας, για να δώσει γερά θεμέλια στην περαιτέρω πορεία του χριστιανισμού που είναι ανοδική μετά την κατάπαυση των διωγμών που υφίσταντο οι χριστιανοί επί προηγούμενων Ρωμαίων αυτοκρατόρων και την ενίσχυση που αυτοί δέχονται, ίσως και για πολιτικούς λόγους, τα χρόνια του Θεοδοσίου από την Αυλή του Βυζαντίου.
Η προσωπικότητα του Γρηγορίου είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα από πολλές απόψεις. Ξεκινά από τη γενέτειρά του, την Αριανζό που βρίσκεται κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας και καταλήγει πολυγραφότατος (λυρικός ποιητής και εκκλησιαστικός ρήτορας), μα και εξαιρετικά μορφωμένος στην «κεφαλή» της Ανατολικής Εκκλησίας, ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, στα χρόνια που η αίρεση του Αρειανισμού προσπαθεί να επιβληθεί στην Ορθοδοξία.
Από τα έργα του, αξίζει να διαβάσετε, πέραν των άλλων, και το ποίημά του «Περί των του βίου οδών», όπου ασχολείται με τα αιώνια ερωτήματα της ανθρώπινης προέλευσης και ύπαρξης, μα και της αστάθειας των ανθρώπινων πραγμάτων. Συνολικά, σήμερα στη διάθεση των φιλομαθών – χάρη στη γραφίδα του Γρηγορίου – υπάρχουν 45 ομιλίες και πανηγυρικοί λόγοι, 245 επιστολές, ποιήματα (θεολογικού και αυτοβιογραφικού περιεχομένου) και επιγράμματα ενσωματωμένα στην «Παλατινή Ανθολογία».
Οφείλουμε, πριν πάμε παρακάτω, μια διευκρίνιση. Ο Άρειος, πρωτεργάτης του Αρειανισμού, ήταν ένας Αλεξανδρινός ιερέας, που, κατά τον πρώιμο 4ο αιώνα μ.Χ., υποστήριζε ότι ο Θεός (Πατέρας) και ο Ιησούς Χριστός (Υιός) ήταν δύο διαφορετικά όντα, και συνεπώς, μέσα σε ένα μονοθεϊστικό πλαίσιο, ο Χριστός δεν μπορούσε να είναι Θεός. Ο Αρειανισμός, μολονότι έως τα τέλη του 4ου αιώνα εμφανίζεται εξαιτίας κάποιων αυτοκρατόρων, καταδικάστηκε από την 1η οικουμενική σύνοδο (325 μ.Χ.), η οποία υποστήριζε ότι ο Θεός και ο Χριστός είναι ένα και ότι ο τελευταίος έχει διπλή (τόσο ανθρώπινη όσο και θεία) φύση.
Ας πάρουμε, όμως, από την αρχή τη ζωή του Γρηγορίου. Λέγεται πως πολλά οφείλει και στην οικογένειά του. Ο πατέρας του, αν και προερχόταν από μιαν ειδωλολατρική αίρεση, γρήγορα στράφηκε στο χριστιανισμό, χειροτονήθηκε επίσκοπος στη Ναζιανζό και ονομάστηκε Γρηγόριος. Αργότερα, αυτός θα ‘ναι που θα χειροτονήσει το γιο του, Γρηγόριο, σε πρεσβύτερο. Πάντως, τα πρώτα γράμματα ο μικρός Γρηγόριος, όπως και τα νεαρότερα αδέλφια του (Γοργονία και Καισάρειος), τα διδάχτηκαν από τη μάνα τους, τη Νόννα. Ακολουθεί σημαντική η φοίτησή του κοντά στο θείο του, Αμφιλόχιο.
Μερικά χρόνια αργότερα, τον βρίσκουμε να συνεχίζει τις σπουδές του στα διάφορα μορφωτικά, πολιτισμικά και πολιτικά κέντρα της Ανατολής. Καισάρεια, Αλεξάνδρεια Αιγύπτου και Αθήνα είναι οι σταθμοί του προς πνευματική και ψυχική καλλιέργεια πολύχρονου «αγώνα» του με τα Γράμματα, καθώς λέγεται πως σπούδαζε από τα 17 έως τα 30 χρόνια του. Τα τελευταία, μάλιστα, 6 χρόνια, που ήταν στην Αθήνα, παρακολούθησε μαθήματα ρητορικής και φιλοσοφίας και συνδέθηκε με ακλόνητη φιλία με το Βασίλειο το Μεγάλο, μιαν ακόμα μεγάλη εκκλησιαστική μορφή του αιώνα αυτού. Συμμαθητής τους, όμως, ήταν και ο κατοπινός (361 – 363 μ.Χ.) αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, Ιουλιανός!
Αφού, με το πέρας των σπουδών τους, ο Βασίλειος φεύγει, ο Γρηγόριος για ένα μόνο χρόνο (356 – 357 μ.Χ.) δέχεται πρόταση των καθηγητών του στην Αθήνα ν’ αναλάβει έδρα διδάσκοντος. Κατόπιν, γυρίζει στην πατρίδα του (357/8 μ.Χ.). Τότε, ο πατέρας του, επίσκοπος Ναζιανζού, τον χειροτονεί πρεσβύτερο και τον θέλει «δεξί χέρι» του.
Η φιλία του με το Βασίλειο τον φέρνει, όμως, κοντά του, αναχωρητή στον Πόντο. Οι συγγενείς του, όσο περνά ο καιρός, ζητάνε από το Γρηγόριο να γυρίσει πλάι τους. Έτσι, επιστρέφει και μετά από αξιόλογη δράση, γύρω στα 370 μ.Χ. χειροτονείται, από τον αρχιεπίσκοπο Καισαρείας Βασίλειο, το φίλο του, επίσκοπος Σασίμων, μιας πόλης, όμως, που «μαστίζεται» από τον Αρειανισμό. Ο Γρηγόριος, λοιπόν, δεν δέχθηκε να πάει στα Σάσιμα, αλλά έμεινε βοηθώντας τον πατέρα του στη Ναζιανζό.
Τα επόμενα χρόνια, ο θάνατος επισκέπτεται συχνά την οικογένειά του. Ο Γρηγόριος, μέχρι το 374/5 μ.Χ., χάνει διαδοχικά αδελφό, αδελφή, πατέρα και μάνα.
Χτυπημένος από τα οικογενειακά θανατικά, ο Γρηγόριος φεύγει από την επισκοπή του και γυρεύει καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη. Βρισκόμαστε πια στο 378/9 μ.Χ., ο Αρειανισμός έχει εξαπλωθεί, χάρη στην (άλλοτε φανερή και άλλοτε κρυφή) ενθάρρυνση και υποστήριξη των διαδόχων του Κωνσταντίνου του Μεγάλου στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης.
Με έδρα το Ναό της Αγίας Αναστασίας, «κατακεραυνώνοντας» τους αιρετικούς, και τους αρνητές της θεότητας του Χριστού οπαδούς του Αρείου και όσους δέχονταν τη διδασκαλία του Μακεδονίου, που αρνιόταν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, ο Γρηγόριος κερδίζει την εύνοια του νέου αυτοκράτορα, Θεοδοσίου. Πέντε λόγοι του Γρηγορίου κατά του Αρειανισμού έμειναν μνημειώδεις και του χάρισαν το προσωνύμιο «Θεολόγος», γιατί σ’ αυτούς υπερασπίζεται, με όλες του τις δυνάμεις, τον θείο λόγο.
Τα χρόνια αυτά, που εμπλέκεται στις θεολογικές διαμάχες, αντιτίθεται στις θέσεις του Απολλιναρίου, που ήταν επίσκοπος Λαοδικείας από το 360 μ.Χ. Ο Απολλινάριος δεχόταν ότι ο Χριστός προσέλαβε ανθρώπινη σάρκα και ανθρώπινη ψυχή, αλλά όχι ανθρώπινο νου. Τη θέση του ανθρώπινου νου, έλεγε, την κατέλαβε ο θείος Λόγος.
Ο Θεοδόσιος, το 380 μ.Χ., στα πλαίσια της ενεργού υποστήριξης των ορθόδοξων δογμάτων στους κόλπους της χριστιανικής εκκλησίας, εκτιμώντας τη μόρφωση και αναγνωρίζοντας τη δράση του, τον καλεί στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Η 2η οικουμενική σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, την επόμενη χρονιά (381 μ.Χ.), με τη ψήφο της, επικυρώνει την αυτοκρατορική επιλογή και ορίζει, όταν πέθανε ο πρόεδρος της συνόδου, Μελέτιος αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας, νέο πρόεδρό της τον Γρηγόριο. Όχι μόνον αυτό, αλλά η σύνοδος πρόσθεσε τα πέντε τελευταία άρθρα του Συμβόλου της πίστεως, το όγδοο άρθρο, «Και εις το Πνεύμα το Άγιον…», σύμφωνα με τη διδασκαλία του Γρηγορίου του Θεολόγου.
Τότε, όμως, μια μερίδα συνοδικών, προερχόμενων ως επί το πλείστον από τη Μακεδονία, ενίσταται της εκλογής, προφασιζόμενη ότι είναι αντικανονική επειδή ο Γρηγόριος, τύποις, είναι ακόμα επίσκοπος Σασίμων, αν και δεν είχε πατήσει ποτέ εκεί το πόδι του.
Ο Γρηγόριος, για να μη δημιουργηθεί, υπ’ αυτές τις συνθήκες, σχίσμα στην Εκκλησία, επιδεικνύει πρωτοφανή ακόμα και για τα σημερινά μας δεδομένα ευθιξία, παραιτείται και από αρχιεπίσκοπος και από την προεδρία της συνόδου και, εκφωνώντας από το βήμα της συνόδου ένα συγκινητικό λόγο, εγκαταλείπει την Κωνσταντινούπολη για τη γενέτειρά του. Ο θάνατος θα τον βρει μια δεκαετία σχεδόν αργότερα.
Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Πολλά έχουνε, στο πέρασμα των αιώνων, γραφεί και πάμπολλα ειπωθεί από θεολόγους και μελετητές της Ιστορίας της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, αλλά και από φιλολόγους για τη ζωή, τη δράση και το έργο του Ιωάννη του Χρυσόστομου.
Τα χρονολογικά σημεία ορόσημα της ζωής του Ιωάννη αντλήθηκαν από την εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα» (εκδόσεις «Πάπυρος», Αθήνα, 1996, τ. 31, σελ. 36 και 37) και μέρος των ιστορικών στοιχείων, που αφορούν άμεσα τον ίδιο, από το έργο των Baynes – Moss, «Βυζάντιο» (Αθήνα, εκδόσεις Παπαδήμα, 1986, γ’ έκδοση).
Ο Ιωάννης γεννήθηκε μεταξύ των ετών 344 – 347 μ.Χ., χρόνια που ο Μέγας Κωνσταντίνος έχει φύγει πια από τη ζωή και στο πόδι του κυβερνούν οι δύο γιοι του (Κωνστάντιος ο 2ος και Κώνστας), και έζησε μέχρι το 407 μ.Χ.
Υπήρξε «παιδί» του 4ου αιώνα μ.Χ., ενός συγκλονιστικού και μεταβατικού αιώνα. Μεταβατικού αφενός, από την άποψη ότι η πρωτεύουσα της αχανούς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μεταφέρεται από την ηθικά παρακμασμένη Ρώμη στην άφθαρτη και ολοκαίνουργια Κωνσταντινούπολη από τον Κωνσταντίνο το Μεγάλο (330 μ.Χ.). Βεβαίως, πρέπει να σημειωθεί ότι η ισχύς της νέας πρωτεύουσας επί των επαρχιών δεν έγινε μονομιάς, αλλά χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια. Συγκλονιστικού αφετέρου, από την άποψη ότι ο Χριστιανισμός έχει εξαπλωθεί στα πέρατα του κράτους, ξεπερνώντας τους διωγμούς του παρελθόντος και χάρη στο διάταγμα των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκίας (313 μ.Χ.) και στην 1η οικουμενική σύνοδο (Νίκαια, 325 μ.Χ).
Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο 1ος , όμως, δεν τόλμησε να κλείσει τη φιλοσοφική σχολή της Αθήνας. Έτσι, τα χρόνια αυτά, η Αθήνα, με τη σχολή της, αγωνίζεται να διατηρήσει τα τελευταία απομεινάρια της αλλοτινής αίγλης της και να ξαναζωντανέψει την ελληνική σκέψη, δίδοντάς της κάτι από το κύρος των χρόνων του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των μαθητών τους. Προηγουμένως, λίγο μετά το θάνατο του Ιουλιανού, ο Ιωάννης είχε βαφτιστεί χριστιανός, ίσως το 370 μ.Χ.
Ο Ιωάννης είχε γεννηθεί στην Αντιόχεια. Η Αντιόχεια της εποχής του ήταν το τρίτο σε πληθυσμό αστικό κέντρο της αυτοκρατορίας, η πρώτη πόλη μετά την Κωνσταντινούπολη για την πολιτική διοίκηση και επίκαιρο στρατηγείο, ενώ αναγνωρίστηκε στη Νίκαια (325 μ.Χ.) ως επισημότατος εκκλησιαστικός θρόνος με τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η φήμη της την έφερε ως την πιο γνωστή πολιτιστική κοιτίδα της ελληνιστικής Ανατολής, τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Εκκλησιαστικά Γράμματα.
Η οικογένεια του Ιωάννη ήταν ευκατάστατη. Ο πατέρας του, υψηλόβαθμος στρατιωτικός, ονομαζόταν Σεκούνδος και η μητέρα του Ανθούσα. Μολονότι ο Ιωάννης ορφάνεψε νωρίς από πατέρα, η μητέρα του μολονότι ήταν 23 ετών, δεν έκαμε δεύτερο γάμο, παρέμεινε χήρα και τον βοήθησε πολύ να μορφωθεί και να λάβει χριστιανικών αρχών παιδεία. Μαθήτεψε κοντά στο γνωστό ρήτορα Λιβάνιο, ο οποίος τον ήθελε για διάδοχο στη σχολή του, επειδή σε μεγάλο βαθμό θαύμαζε και την επιμέλειά του και την ανατροφή που είχε λάβει από τη μάνα του ο Ιωάννης. Ήξερε πολύ καλά Αγία Γραφή και πίστευε ότι «η άγνοια των Γραφών είναι η αιτία όλων των κακών».
Με το πέρας των σπουδών του, ο Ιωάννης, ζώντας κοντά στη χήρα μητέρα του, εργάστηκε ως συνήγορος στα δικαστήρια. Μόλις εκείνη πέθανε, έγινε μοναχός και μετέβη στην έρημο, στην οποία έζησε ασκητικά επί τέσσερα χρόνια. Το 370 μ.Χ. ο Ιωάννης βαπτίσθηκε χριστιανός, μια δεκαετία σχεδόν μετά (381 μ.Χ.) χειροτονήθηκε διάκονος και το 386 μ.Χ. πρεσβύτερος.
Ενώ ως διάκονος θα λάβει μέρος στη 2η οικουμενική σύνοδο του 381 μ.Χ., όταν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, έμεινε στην Αντιόχεια ένδεκα χρόνια, κοντά στον επίσκοπο Φλαβιανό, που τον υπηρέτησε πιστά και του συμπαραστάθηκε ενεργά. Ο Φλαβιανός είχε εκλεγεί στον επισκοπικό θρόνο της Αντιόχειας από τη 2η οικουμενική σύνοδο μετά από πρόταση του Διοδώρου του επισκόπου της Ταρσού, μολονότι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος είχε υποδείξει τον Παυλίνο.
Η Αντιόχεια ήταν πλούσια και ήθελε, λόγω του ιστορικού παρελθόντος της, ευνοϊκή μεταχείριση από τον αυτοκράτορα. Είχε διχαστεί και εκκλησιαστικά νωρίτερα (α’ μισό του 4ου – αρχές 5ου αι.), σε Ευσταθιανούς και Αρειανούς. Ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης Θεοδόσιος, όμως, επιβάλλει νέους φόρους (387 μ.Χ.). Όποιος πληρώνει φόρους είναι και πειθήνιος υπήκοος. Και χρειάζεται ο αυτοκράτορας να ξέρει ποιες επαρχίες έχει στην κατοχή του και ποιες δεν τον αναγνωρίζουν, γιατί από τον 3ο αιώνα μ.Χ. οι επαρχίες της Ρώμης ανεβοκατεβάζουν εφήμερους αυτοκράτορες και όχι η πρωτεύουσα! Εξανίστανται, λοιπόν, οι Αντιοχείς με τη φορολογία του Θεοδοσίου και συντρίβουν τα αγάλματά του, που κοσμούσαν την πόλη. Ανταρσία, που θα συγχωρεθεί απ’ τον εξοργισμένο αυτοκράτορα, μόνον χάρη στη μεσολάβηση του Χριστιανού ιεροκήρυκα και – από τον προηγούμενο χρόνο – πρεσβύτερου, Ιωάννη.
Το 398 μ.Χ., όταν χήρεψε ο πατριαρχικός θρόνος, κρυφά τον πήραν από την Αντιόχεια, για να μην το μάθει ο λαός, και τον πήγαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου εξελέγη και χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος της Βασιλεύουσας για το κρίσιμο για την αυτοκρατορία διάστημα κατά τα τέλη του 4ου και το ξεκίνημα του 5ου αιώνα (397/8 – 404 μ.Χ). Ο Θεοδόσιος, με τη διαθήκη του (395 μ.Χ.), έχει μοιράσει το απέραντο ρωμαϊκό κράτος στα παιδιά του, σε Ανατολή (Αρκάδιος, Κωνσταντινούπολη) και Δύση (Ρώμη, Ονώριος). Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από διαρκείς μετακινήσεις διαφορετικής προέλευσης πληθυσμών (Ούνοι, Γερμανοί, Γότθοι) και στα δύο κομμάτια της αυτοκρατορίας, πολέμους στα σύνορα (Μεσοποταμία, Ρήνος και Δούναβης).
Ο Ιωάννης, ως αρχιεπίσκοπος, με την πολυποίκιλα χρήσιμη βοήθεια από προσεχτικά επιλεγμένους, κοσμικούς και κληρικούς συνεργάτες του, θέλησε να αναμορφώσει το ποιμαντικό έργο στην Πόλη. Επίσης, θα προσπαθήσει, με ιεραποστολές, να φέρει στο χριστιανισμό Γότθους, Σκύθες, Κέλτες, Πέρσες, Φοίνικες, ίσως γιατί πίστευε πως οι χριστιανοί δεν θα μπορούσαν, από ηθικές «αναστολές», να βάλλουν ποτέ εναντίον χριστιανών. Ήταν και θιασώτης του μοναστικού βίου και επέπληττε τους μοναχούς, που, αντί να βρίσκονται στο μοναστήρι τους, τριγυρνούσαν άσκοπα στις πόλεις.
Μα δεν είναι λίγοι όσοι και από την άρχουσα τάξη, που επιδίδονταν σε έκλυτο βίο, μα και από τους κόλπους της Εκκλησίας «δυσαρεστούνται» από τις πράξεις και τα λόγια του Ιωάννη και στρέφονται εναντίον του. «Ενοχλούνται» απ’ όσα λέει ή κάνει, μια και η κοινωνία της εποχής του επιβάλλει ηθική «εξυγίανση» και έμπρακτα μέτρα κοινωνικής πρόνοιας, με την ίδρυση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων (φτωχοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία). Κι αυτός είναι μπροστάρης και στον αγώνα να διωχτούν οι ξεδιάντροποι, ενώ, ταυτόχρονα, υπάρχουν, στις γειτονιές της Πόλης και σ’ όλη την αυτοκρατορία – από τους διαρκείς πολέμους, τις δυσκολογιάτρευτες αρρώστιες και τη βαριά φτώχεια – πολλοί ανήμποροι, αρκετές χήρες και ορφανά, που χρήζουν αρωγής και στήριξης.
Κι ο λόγος του Ιωάννη – όπως βλέπουμε στις επιστολές, στις ομιλίες, στα δοκίμια και τη φερώνυμη θεία λειτουργία του – στηλίτευε κάθε ανηθικότητα της εποχής του δίχως διακρίσεις. Αναδείχτηκε αυστηρός κριτής της βασιλικής Αυλής. Παρηγορούσε όποιον βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Διαλαλούσε τη χριστιανική διδασκαλία. Ο λαός τον θεωρούσε φίλο του. Το μεγάλο χάρισμά του και το κύριο γνώρισμά του ήταν η ευγλωττία του. Γι’ αυτό, και επονομάστηκε ο Ιωάννης και «Χρυσόστομος»! Κι η Αυλή τον έστειλε εξορία το 404 μ.Χ., τη χρονιά που πεθαίνει η αυτοκράτειρα Αιλία Ευδοξία. Εξόριστος όντας στην Αμάσεια του Πόντου, ο Ιωάννης πεθαίνει, για ικανοποίηση των κάθε λογής πολεμίων του, τρία χρόνια αργότερα, το 407 μ.Χ., ένα δηλαδή χρόνο πριν το θάνατο και του αυτοκράτορα Αρκαδίου …
Βασίλειος, ο … φιλάνθρωπος
Στη συνέχεια, θα ασχοληθούμε με το Βασίλειο το Μεγάλο, ο οποίος μαζί με τους δύο προηγούμενους αποκαλούνται «Τρεις Ιεράρχες» και θεωρούνται, στους κόλπους της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης, προστάτες των Γραμμάτων.
Ο Βασίλειος γεννήθηκε, στην Νεοκαισάρεια του Πόντου, το 330 μ.Χ., τη χρονιά που εγκαινιάστηκε η Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μεγάλωσε, όμως, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Πέθανε στις 31 Δεκεμβρίου 378 μ.Χ., λίγους μήνες έπειτα από το θάνατο του αυτοκράτορα Ουάλεντος (9 Αυγούστου) στο πεδίο της μάχης της Αδριανούπολης κόντρα στους Γότθους και λίγες εβδομάδες προτού ανεβεί στο θρόνο στις 19.01.379 μ.Χ., ως νέος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, ο Θεοδόσιος ο 1ος, μετά από μια σειρά αυτοκρατόρων φίλων του Αρειανισμού ή παλαιοτέρων θρησκειών.
Ο Βασίλειος, «παιδί» κι αυτός του 4ου αιώνα μ.Χ., στάθηκε, κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερα τυχερός και επιμελής στις σπουδές του. Τυχερός, γιατί, αφού σπούδασε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη θεολογία και νομικά, βρέθηκε, για μιαν πενταετία, στην Αθήνα της εποχής του γεωμετρία, αστρονομία, φιλοσοφία, ιατρική, ρητορική και γραμματική, που μοιάζει «ξαναγεννημένη» και έτοιμη να ξαναφωτίσει τον κόσμο με τις σχολές της, στις οποίες ήκμαζαν οι σοφιστές Ιμέριος, Προαιρέσιος κ.ά, με σωρό μαθητές απ’ όλη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Και από κάτι άλλο θεωρείται τυχερός, από τους εξαίσιους συμμαθητές του, εξαίσιους στο ήθος και στις γνώσεις (βλ. ο χριστιανός θεολόγος Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο διάσημος ρήτορας Λιβάνιος και ο Ιουλιανός, ο μελλοντικός αυτοκράτορας, μεταξύ άλλων). Κρίνεται ο Βασίλειος και ως επιμελής και πολυπράγμων, εφόσον με ιδιαίτερο ζήλο παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, αστρονομίας, γεωμετρίας και ιατρικής.
Γυρίζοντας στην Καισάρεια από την Αθήνα, δούλεψε αρχικά ως νομικός και ρητοροδιδάσκαλος, επειδή ο πατέρας του Βασίλειος ήταν καθηγητής ρητορικής και η μητέρα του Εμμέλεια απόγονος οικογένειας εύπορων Ρωμαίων αξιωματούχων. Ήταν το 356 μ.Χ. και δυο χρόνια αργότερα, ίσως επηρεασμένος από το θάνατο του αδερφού του μοναχού Ναυκρατίου, καθώς και με την παρότρυνση της αδερφής του Μακρίνας, βαπτίσθηκε Χριστιανός υπό του Επισκόπου Καισαρείας Διανίου και αποφάσισε να γίνει μοναχός. Έτσι, βρέθηκε στα κέντρα του ασκητισμού της Μέσης Ανατολής (Αίγυπτος, Παλαιστίνη, Συρία και Μεσοποταμία).
Έπειτα, γυρνώντας ξανά στην Καισάρεια, μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και, αφού εκάρη μοναχός, αποσύρθηκε σε μια Μονή του Πόντου, όπου έζησε με κάθε αυστηρότητα για πέντε χρόνια (357-362 μ.Χ.), όπως και ο φίλος του, Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Εκεί έγραψε τους «Κανονισμούς δια τον Μοναχικόν βίον», οι οποίοι είναι κανόνες που ρυθμίζουν την ζωή στα μοναστήρια εν πολλοίς μέχρι τις μέρες μας.
Το 362 μ.Χ. , ο Βασίλειος χειροτονήθηκε διάκονος και το 364 μ.Χ. πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο. Ο Ιουλιανός, αλλοτινός συμμαθητής του Βασιλείου, αυτοκράτορας όντας του Βυζαντίου από το 361, θα βρει το θάνατο το 363 μ.Χ. πολεμώντας με τους Πέρσες. Ένα «εμπόδιο» λιγότερο στο δρόμο του χριστιανισμού για επικράτηση.
Λίγο, όμως, μετά από τη χειροτονία του σε πρεσβύτερο, ο Βασίλειος έρχεται σε ρήξη με τον Ευσέβιο, αλλά κάθε παρεξήγηση μεταξύ τους λύεται, τρία χρόνια αργότερα, με την «πυροσβεστική» μεσολάβηση του Γρηγορίου του Θεολόγου. Δεν αργεί, όμως, ο Βασίλειος να ανεβεί, με τη συνδρομή τού Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων και του Γρηγορίου επισκόπου Ναζιανζού, και σε επισκοπικό θρόνο, στη χηρεύουσα θέση του αποθανόντος Ευσέβιου στην Καισάρεια (370 μ.Χ., συναυτοκράτορες στην Κωνσταντινούπολη τα αδέλφια Ουαλεντινιανός και Ουάλης από το 364 ίσαμε το 375 και 378 μ.Χ. αντίστοιχα).
Έκτοτε, επιδίδεται σε σημαντικό θεολογικό υπερασπίζοντας σθεναρά τις θέσεις της οικουμενικής συνόδου της Νίκαιας και επιδεικνύει αξιοπρόσεκτο φιλανθρωπικό έργο. Δικό του δημιούργημα υπήρξε η πασίγνωστη «Βασιλειάδα», κέντρο της ανιδιοτελούς φιλανθρωπικής δράσης του Μεγάλου Βασιλείου. Αποτελείτο από ένα μεγαλοπρεπή ναό, ξενώνα, νοσοκομείο, που διέθετε πλήρη εξοπλισμό και μεγάλο αριθμό ιατρών, νοσοκόμων και βοηθητικού προσωπικού – λεπροκομείο, πτωχοκομείο, ορφανοτροφείο και γηροκομείο.
Επίσης είχαν ανεγερθεί οικήματα για όσους κληρικούς και όποιους εργάζονταν στα ιδρύματα αλλά και για τους εκείνους που από άλλες περιοχές έρχονταν στο φιλανθρωπικό τούτο συγκρότημα.
Ο Μέγας Βασίλειος περνούσε τον περισσότερο καιρό κοντά στους ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Προσέφερε τις υπηρεσίες του στο νοσοκομείο και το λεπροκομείο, αξιοποιώντας τις γνώσεις του στην Ιατρική.
Στο θεολογικό επίπεδο, ο αγώνας του εναντίον του Αρειανισμού και του «προσκείμενου» σ’ αυτήν την αίρεση αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και εκ των διαδόχων του Ιουλιανού, Ουάλεντος (βασίλεψε 364 ως 378) είναι απαράμιλλος. Προς τούτο, τον βρίσκουμε να επικοινωνεί μέσω επιστολών με τον Μέγα Αθανάσιο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τον Πάπα Ρώμης Δάμασο. Να σημειωθεί βεβαίως και ότι ο Βασίλειος μεταξύ του πληρώματος της δικής του επισκοπής είχε να αντιμετωπίσει έντονη την παρουσία οπαδών της αίρεσης του Αρείου.
Γι’ αυτό, το 372 μ.Χ., ο αυτοκράτορας έστειλε τον έπαρχο Μόδεστο, για να πείσει τον Βασίλειο να υποχωρήσει. Μάταια, ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος χρησιμοποίησε κάθε μέσο: δήμευση περιουσίας, εξορία, βασανιστήρια, θάνατο. Ο Βασίλειος θαρραλέα έλεγε ότι δεν φοβάται αφού περιουσία δεν είχε, παρά μόνο λίγα παλαιά ενδύματα και λίγα βιβλία, εξορία δεν φοβάται, διότι η γη που κατοικεί δεν είναι ιδιοκτησία του και στον κόσμο αυτό είναι πάροικος και παρεπίδημος, τα βασανιστήρια δεν τον πτοούν, διότι το ασθενικό του σώμα δεν μπορεί να αντέξει σε αυτά, το δε θάνατο θεωρεί ως ευεργέτη, διότι αυτός θα τον οδηγήσει νωρίτερα κοντά στον Θεό. Ο έπαρχος εξεπλάγη από την Πνευματική γενναιοψυχία του Αγίου και επέστρεψε άπρακτος. Το ίδιο έκπληκτος έμεινε κι ο ίδιος ο Ουάλης, όταν τον επισκέφτηκε λίγο αργότερα, αφού ο Μόδεστος του ‘χε αναφέρει όσα είχε πει ο Βασίλειος.
Πάμπολλα είναι τα έργα του Βασιλείου: «Ασκητικά», θεωρητικά, «Θεία Λειτουργία», ομιλίες και 360 περίπου επιστολές. Συντέλεσε στην ηθική βελτίωση των ανθρώπων, «κατεκόσμησε τα των ανθρώπων ήθη». Από τις επιστολές του φαίνονται οι προσπάθειες που κατέβαλε για την καταπολέμηση της σιμωνίας των επισκόπων, για την ανάδειξη άξιων κληρικών στο ιερατείο, καθώς και για την πιστή εφαρμογή των ιερών κανόνων από όλους τους πιστούς.
Καταλήγοντας, αφού αναφερθεί ότι χρησιμότατη πηγή για το βίο του Βασιλείου είναι ο φίλος και συμμαθητής του, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, θα δώσουμε ένα ακόμα αξιόλογο στοιχείο, το οποίο, νομίζουμε, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή και τη δράση του Βασιλείου. Είχε άλλους 3 αδελφούς, απ’ τους οποίους οι 2 έγιναν επίσκοποι (ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Πέτρος Σεβάστειας) και ο άλλος μοναχός (ο Ναυκράτιος).