Του ΓΕΩΡΓΙΟΥ Η. ΟΡΦΑΝΟΥ*
Η Ορθόδοξη Εκκλησία στις 30 κάθε Ιανουαρίου τιμά τη μνήμη και την προσφορά στο Χριστιανισμό και τη Θεολογία των Τριών Ιεραρχών, του Βασιλείου του Μεγάλου, του Γρηγορίου του Θεολόγου ή Ναζιανζηνού και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου.
Ας ιδούμε, πρώτ’ απ’ όλα, με λίγα λόγια τον 4ο αιώνα μ.Χ., τον αιώνα της «γέννησης» του Βυζαντίου και της βαθμιαίας καθιέρωσης του Χριστιανισμού, βασισμένοι στον σχετικό τόμο της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών. Στο αχανές Ρωμαϊκό κράτος του 4ου αιώνα, ο χριστιανισμός, ως πρωτόφαντη θρησκεία, προσπαθεί να βρει ερείσματα και να «γαντζωθεί», για να επικρατήσει έναντι της ρωμαϊκής και της ελληνικής θρησκείας και των ανατολίτικων θεοσοφιών και βιοθεωριών (ιουδαϊκός μονοθεϊσμός, Ίσιδα, περσικός μιθραϊσμός). Από κοντά, αρχίζουν μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας και οι διχογνωμίες για τα δόγματα της χριστιανικής διδασκαλίας και σιγά – σιγά, εκδηλώνονται οι πρώτες αιρέσεις, οι, κατά τη γνώμη μου, διαφορετικές εκδοχές επί λατρευτικών και δογματικών θεμάτων, οι οποίες αποκλίνουν από την επίσημη και αποδεχτή θεολογία (Άρειος κ.α.).
Οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης καταδιώκουν τους ειδωλολάτρες. Ο γιος και διάδοχος του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, Κωνστάντιος ο 2ος, με νόμους, καταργεί τα λατρευτικά τους έθιμα, απαγορεύει τη λειτουργία των ειδωλολατρικών ναών και διώκει (θάνατος – δήμευση περιουσιών) όσους παραβαίνουν τους νόμους αυτούς. Οι νόμοι του Κωνστάντιου εκδόθηκαν από το 341 έως το 356 μ.Χ. και συμπληρώθηκαν το 392 μ.Χ., όταν ο, από το 379 μ.Χ., αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο 1ος έθεσε εκτός νόμου την αρχαία λατρεία, κατάργησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και έδωσε στέρεες βάσεις, πλέον, στο χριστιανισμό, που είχε «δοκιμαστεί» νωρίτερα επί αυτοκράτορος Ιουλιανού (361 – 363 μ.Χ.), αλλά είχε, προς το παρόν, «δυναμώσει» και με τη 2η οικουμενική σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (381 μ.Χ.).
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος
Η προσωπικότητα του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού ή Θεολόγου είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα από πολλές απόψεις. Ξεκινά από τη γενέτειρά του, τη Ναζιανζό της Καππαδοκίας και καταλήγει πολυγραφότατος (λυρικός ποιητής και εκκλησιαστικός ρήτορας), μα και εξαιρετικά μορφωμένος στην «κεφαλή» της Ανατολικής Εκκλησίας, ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, στα χρόνια που η αίρεση του Αρειανισμού προσπαθεί να επιβληθεί στην Ορθοδοξία.
Από τα έργα του, αξίζει να διαβάσετε, πέραν των άλλων, και το ποίημά του «Περί των του βίου οδών», όπου ασχολείται με τα αιώνια ερωτήματα της ανθρώπινης προέλευσης και ύπαρξης, μα και της αστάθειας των ανθρώπινων πραγμάτων. Συνολικά, σήμερα στη διάθεση των φιλομαθών – χάρη στη γραφίδα του Γρηγορίου -υπάρχουν 45 ομιλίες και πανηγυρικοί λόγοι, 245 επιστολές, ποιήματα (θεολογικού και αυτοβιογραφικού περιεχομένου) και επιγράμματα ενσωματωμένα στην «Παλατινή Ανθολογία».
Ας πάρουμε, όμως, από την αρχή τη ζωή του Γρηγορίου. Λέγεται πως πολλά οφείλει και στην οικογένειά του. Ο πατέρας του, αν και προερχόταν από μιαν ειδωλολατρική αίρεση, γρήγορα στράφηκε στο χριστιανισμό, χειροτονήθηκε επίσκοπος στη Ναζιανζό και ονομάστηκε Γρηγόριος. Αργότερα, αυτός θα ‘ναι που θα χειροτονήσει το γιο του, Γρηγόριο, σε πρεσβύτερο. Πάντως, τα πρώτα γράμματα ο μικρός Γρηγόριος, όπως και τα νεαρότερα αδέλφια του (Γοργονία και Καισάρειος), τα διδάχτηκαν από τη μάνα τους, τη Νόννα. Ακολουθεί σημαντική η φοίτησή του κοντά στο θείο του, Αμφιλόχιο.
Μερικά χρόνια αργότερα, τον βρίσκουμε να συνεχίζει τις σπουδές του στα διάφορα μορφωτικά, πολιτισμικά και πολιτικά κέντρα της Ανατολής. Καισάρεια, Αλεξάνδρεια Αιγύπτου και Αθήνα είναι οι σταθμοί του προς πνευματική και ψυχική καλλιέργεια πολύχρονου «αγώνα» του με τα Γράμματα, καθώς λέγεται πως σπούδαζε από τα 17 έως τα 30 χρόνια του. Τα τελευταία, μάλιστα, έξι χρόνια, που ήταν στην Αθήνα, παρακολούθησε μαθήματα ρητορικής και φιλοσοφίας και συνδέθηκε με ακλόνητη φιλία με το Βασίλειο το Μεγάλο, μιαν ακόμα μεγάλη εκκλησιαστική μορφή του αιώνα αυτού. Συμμαθητής τους, όμως, ήταν και ο κατοπινός (361 – 363 μ.Χ.) αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, Ιουλιανός!
Αφού, με το πέρας των σπουδών τους ο Βασίλειος φεύγει, ο Γρηγόριος για ένα μόνο χρόνο (356 – 357 μ.Χ.) δέχεται πρόταση των καθηγητών του στην Αθήνα ν’ αναλάβει έδρα διδάσκοντος, γυρίζει στην πατρίδα του (357/8 μ.Χ. ). Ο πατέρας του, επίσκοπος Ναζιανζού, τον χειροτονεί πρεσβύτερο και τον θέλει «δεξί χέρι» του.
Η φιλία του με το Βασίλειο τον φέρνει, όμως, κοντά του, αναχωρητή στον Πόντο. Οι συγγενείς του, όσο περνά ο καιρός, ζητάνε από το Γρηγόριο να γυρίσει πλάι τους. Έτσι, επιστρέφει και μετά από αξιόλογη δράση, γύρω στα 370 μ.Χ. χειροτονείται, από το Βασίλειο, το φίλο του, επίσκοπος Σασίμων, μιας πόλης, όμως, που «μαστίζεται» από τον Αρειανισμό.
Τα επόμενα χρόνια, ο θάνατος επισκέπτεται συχνά την οικογένειά του. Ο Γρηγόριος, μέχρι το 374/5 μ.Χ., χάνει διαδοχικά αδελφό, αδελφή, πατέρα και μάνα.
Χτυπημένος από τα οικογενειακά θανατικά, ο Γρηγόριος φεύγει από την επισκοπή του και γυρεύει καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη. Βρισκόμαστε πια στο 378/9 μ.Χ., ο Αρειανισμός έχει εξαπλωθεί, χάρη στην (άλλοτε φανερή και άλλοτε κρυφή) ενθάρρυνση και υποστήριξη των διαδόχων του Κωνσταντίνου του Μεγάλου στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης.
Με έδρα το Ναό της Αγίας Αναστασίας, ο Γρηγόριος «κατακεραυνώνει» τους αιρετικούς και κερδίζει την εύνοια του νέου αυτοκράτορα, Θεοδοσίου. Πέντε λόγοι του Γρηγορίου κατά του Αρειανισμού έμειναν μνημειώδεις και του χάρισαν το προσωνύμιο «Θεολόγος», γιατί σ’ αυτούς υπερασπίζεται, με όλες του τις δυνάμεις, το θείο λόγο.
Ο Θεοδόσιος, το 380 μ.Χ., εκτιμώντας τη μόρφωση και αναγνωρίζοντας τη δράση του, τον καλεί στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Η 2η οικουμενική σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, την επόμενη χρονιά (381 μ.Χ.), με την ψήφο της, επικυρώνει την αυτοκρατορική επιλογή.
Τα χρόνια αυτά, που εμπλέκεται στις θεολογικές διαμάχες, αντιτίθεται στις θέσεις του Απολλιναρίου, που ήταν επίσκοπος Λαοδικείας από το 360 μ.Χ. Ο Απολλινάριος δεχόταν ότι ο Χριστός προσέλαβε ανθρώπινη σάρκα και ανθρώπινη ψυχή, αλλά όχι ανθρώπινο νου. Τη θέση του ανθρώπινου νου, έλεγε, την κατέλαβε ο θείος Λόγος.
Τότε, όμως, μια μερίδα επισκόπων ενίσταται της εκλογής, προφασιζόμενη ότι είναι αντικανονική επειδή ο Γρηγόριος, τύποις, είναι ακόμα επίσκοπος Σασίμων, αν και δεν είχε πατήσει ποτέ εκεί το πόδι του.
Ο Γρηγόριος, για να μη δημιουργηθεί, υπ’ αυτές τις συνθήκες, σχίσμα στην Εκκλησία, επιδεικνύει πρωτοφανή ακόμα και για τα σημερινά μας δεδομένα ευθιξία, παραιτείται και, εκφωνώντας από το βήμα της συνόδου ένα συγκινητικό λόγο, εγκαταλείπει την Κωνσταντινούπολη για τη γενέτειρά του. Ο θάνατος θα τον βρει μια δεκαετία σχεδόν αργότερα.
Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Ο Ιωάννης γεννήθηκε περί το 350 και έζησε μέχρι το 407 μ.Χ. Υπήρξε «παιδί» του 4ου αιώνα μ.Χ., ενός συγκλονιστικού και μεταβατικού αιώνα. Μεταβατικού, από την άποψη ότι η πρωτεύουσα της αχανούς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μεταφέρεται από την ηθικά παρακμασμένη Ρώμη στην άφθαρτη και ολοκαίνουργια Κωνσταντινούπολη από τον Κωνσταντίνο το Μεγάλο (330 μ.Χ.). Συγκλονιστικού, από την άποψη ότι ο Χριστιανισμός έχει εξαπλωθεί στα πέρατα του κράτους, ξεπερνώντας τους διωγμούς του παρελθόντος και χάρη στο διάταγμα των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκίας (313 μ.Χ.) και στην 1η οικουμενική σύνοδο (Νίκαια, 325 μ.Χ).
Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο 1ος, όμως, δεν τόλμησε να κλείσει τη φιλοσοφική σχολή της Αθήνας. Έτσι, τα χρόνια αυτά, η Αθήνα, με τη σχολή της, αγωνίζεται να διατηρήσει τα τελευταία απομεινάρια της αλλοτινής αίγλης της και να ξαναζωντανέψει την ελληνική σκέψη, δίδοντάς της κάτι από το κύρος των χρόνων του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των μαθητών τους. Προηγουμένως, λίγο μετά το θάνατο του Ιουλιανού, ο Ιωάννης είχε βαφτιστεί χριστιανός (ίσως το 370 μ.Χ.) και τα κατοπινά χρόνια τον είχαν βρει ασκητή (373 – 380 μ.Χ) πριν ως διάκονος λάβει μέρος στη 2η οικουμενική σύνοδο του 381 μ.Χ.
Τέλη 4ου και αρχές 5ου αιώνα, ο Ιωάννης βρίσκεται στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης (397/8 – 404 μ.Χ). Ο Θεοδόσιος, με τη διαθήκη του (395 μ.Χ.), έχει μοιράσει το απέραντο ρωμαϊκό κράτος στα παιδιά του, σε Ανατολή (Αρκάδιος, Κωνσταντινούπολη) και Δύση (Ρώμη, Ονώριος). Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από διαρκείς μετακινήσεις διαφορετικής προέλευσης πληθυσμών (Ούνοι, Γερμανοί, Γότθοι) και στα δύο κομμάτια της αυτοκρατορίας, πολέμους στα σύνορα (Μεσοποταμία, Ρήνος και Δούναβης).
Ο Ιωάννης, ως αρχιεπίσκοπος, με την πολυποίκιλα χρήσιμη βοήθεια από προσεχτικά επιλεγμένους, κοσμικούς και κληρικούς συνεργάτες του, θέλησε να αναμορφώσει το ποιμαντικό έργο στην Πόλη. Επίσης, θα προσπαθήσει, με ιεραποστολές, να φέρει στο χριστιανισμό Γότθους, Σκύθες, Κέλτες, Πέρσες, Φοίνικες, ίσως γιατί πίστευε πως οι χριστιανοί δεν θα μπορούσαν, από ηθικές «αναστολές», να βάλλουν ποτέ εναντίον χριστιανών. Ήταν και θιασώτης του μοναστικού βίου και επέπληττε τους μοναχούς, που, αντί να βρίσκονται στο μοναστήρι τους, τριγυρνούσαν άσκοπα στις πόλεις.
Μα δεν είναι λίγοι όσοι και από την άρχουσα τάξη, που επιδίδονταν σε έκλυτο βίο, μα και από τους κόλπους της Εκκλησίας «δυσαρεστούνται» από τις πράξεις και τα λόγια του Ιωάννη και στρέφονται εναντίον του. «Ενοχλούνται» απ’ όσα λέει ή κάνει, μια και η κοινωνία της εποχής του επιβάλλει ηθική «εξυγίανση» και έμπρακτα μέτρα κοινωνικής πρόνοιας, με την ίδρυση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων (φτωχοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία). Κι αυτός είναι μπροστάρης και στον αγώνα να διωχτούν οι ξεδιάντροποι, ενώ, ταυτόχρονα, υπάρχουν, στις γειτονιές της Πόλης και σ’ όλη την αυτοκρατορία -από τους διαρκείς πολέμους, τις δυσκολογιάτρευτες αρρώστιες και τη βαριά φτώχεια- πολλοί ανήμποροι, αρκετές χήρες και ορφανά, που χρήζουν αρωγής και στήριξης.
Κι ο λόγος του Ιωάννη -όπως βλέπουμε στις επιστολές, στις ομιλίες, στα δοκίμια και τη φερώνυμη θεία λειτουργία του- στηλίτευε κάθε ανηθικότητα της εποχής του δίχως διακρίσεις. Αναδείχτηκε αυστηρός κριτής της βασιλικής Αυλής. Παρηγορούσε όποιον βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Διαλαλούσε τη χριστιανική διδασκαλία. Ο λαός τον θεωρούσε φίλο του. Γι’ αυτό, και επονομάστηκε ο Ιωάννης και «Χρυσόστομος»! Κι η Αυλή τον έστειλε εξορία, όπου και πεθαίνει, για ικανοποίηση των κάθε λογής πολεμίων του…
Βασίλειος, ο… φιλάνθρωπος
Ο Βασίλειος γεννήθηκε, στην Νεοκαισάρεια του Πόντου, το 330 μ.Χ., τη χρονιά που εγκαινιάστηκε η Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μεγάλωσε, όμως, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Πέθανε στις 31 Δεκεμβρίου 378 μ.Χ., λίγους μήνες προτού ανεβεί στο θρόνο, ως αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, ο Θεοδόσιος ο 1ος, μετά από μια σειρά αυτοκρατόρων φίλων του Αρειανισμού ή παλαιοτέρων θρησκειών.
Ο Βασίλειος, γιος ρητοροδιδασκάλου και μιας ευσεβούς μητέρας και «παιδί» κι αυτός του 4ου αιώνα μ.Χ., στάθηκε, κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερα τυχερός και επιμελής στις σπουδές του. Τυχερός, γιατί, αφού σπούδασε στην Καισάρεια και κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη θεολογία και νομικά, βρέθηκε, για μιαν πενταετία, στην Αθήνα της εποχής του, που μοιάζει «ξαναγεννημένη» και έτοιμη να ξαναφωτίσει τον κόσμο με τις σχολές της, στις οποίες ήκμαζαν οι σοφιστές Ιμέριος, Προαιρέσιος κ.α., με σωρό μαθητές απ’ όλη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Και από κάτι άλλο θεωρείται τυχερός, από τους εξαίσιους συμμαθητές του, εξαίσιους στο ήθος και στις γνώσεις (βλ. ο χριστιανός θεολόγος Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο διάσημος ρήτορας Λιβάνιος και ο Ιουλιανός, ο μελλοντικός αυτοκράτορας, μεταξύ άλλων). Κρίνεται ο Βασίλειος και ως επιμελής και πολυπράγμων, εφόσον με ιδιαίτερο ζήλο παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, αστρονομίας, γεωμετρίας και ιατρικής.
Γυρίζοντας στην Καισάρεια από την Αθήνα, δούλεψε αρχικά ως νομικός και ρητοροδιδάσκαλος. Ήταν το 356 μ.Χ. και τότε βαπτίσθηκε Χριστιανός υπό του Επισκόπου Καισαρείας Διανίου και αποφάσισε να γίνει μοναχός. Έτσι, βρέθηκε στα κέντρα του ασκητισμού της Μέσης Ανατολής (Αίγυπτος, Παλαιστίνη, Συρία και Μεσοποταμία).
Έπειτα, γυρνώντας ξανά στην Καισάρεια, μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και, αφού εκάρη μοναχός, αποσύρθηκε σε μια Μονή του Πόντου, όπου έζησε με κάθε αυστηρότητα για πέντε χρόνια (357-362 μ.Χ.), όπως και ο φίλος του, Γρηγόριος Ναζιανζηνός.
Το 362 μ.Χ., χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο. Λίγο, όμως, μετά από τη χειροτονία του σε πρεσβύτερο, έρχεται σε ρήξη με τον Ευσέβιο, αλλά κάθε παρεξήγηση μεταξύ τους λύεται, τρία χρόνια αργότερα, με την «πυροσβεστική» μεσολάβηση του Γρηγορίου του Θεολόγου. Δεν αργεί, όμως, ο Βασίλειος να ανεβεί και σε επισκοπικό θρόνο, στη χηρεύουσα θέση του αποθανόντος Ευσέβιου στην Καισάρεια (370 μ.Χ.).
Έκτοτε, επιδίδεται σε σημαντικό θεολογικό και αξιοπρόσεκτο φιλανθρωπικό έργο. Δικό του δημιούργημα υπήρξε η πασίγνωστη «Βασιλειάδα», κέντρο της ανιδιοτελούς φιλανθρωπικής δράσης του Μεγάλου Βασιλείου. Αποτελείτο από ένα μεγαλοπρεπή Ναό, νοσοκομείο, που διέθετε πλήρη εξοπλισμό και μεγάλο αριθμό ιατρών, νοσοκόμων και βοηθητικού προσωπικού – λεπροκομείο, πτωχοκομείο, ορφανοτροφείο και γηροκομείο.
Επίσης είχαν ανεγερθεί οικήματα για όσους κληρικούς και όποιους εργάζονταν στα ιδρύματα αλλά και για τους εκείνους που από άλλες περιοχές έρχονταν στο φιλανθρωπικό τούτο συγκρότημα.
Στο θεολογικό επίπεδο, ο αγώνας του εναντίον του Αρειανισμού και του «προσκείμενου» σ’ αυτήν την αίρεση αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης – διαδόχου του Ιουλιανού, Ουάλεντος (βασίλεψε 364 ως 378) είναι απαράμιλλος. Γι’ αυτό, το 372 μ.Χ., ο αυτοκράτορας έστειλε τον έπαρχο Μόδεστο, για να πείσει τον Βασίλειο να υποχωρήσει. Μάταια, ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος χρησιμοποίησε κάθε μέσο: δήμευση περιουσίας, εξορία, βασανιστήρια, θάνατο. Ο Βασίλειος θαρραλέα έλεγε ότι δεν φοβάται αφού περιουσία δεν είχε, παρά μόνο λίγα παλαιά ενδύματα και λίγα βιβλία, εξορία δεν φοβάται, διότι η γη που κατοικεί δεν είναι ιδιοκτησία του και στον κόσμο αυτό είναι πάροικος και παρεπίδημος, τα βασανιστήρια δεν τον πτοούν, διότι το ασθενικό του σώμα δεν μπορεί να αντέξει σε αυτά, το δε θάνατο θεωρεί ως ευεργέτη, διότι αυτός θα τον οδηγήσει νωρίτερα κοντά στον Θεό. Ο έπαρχος εξεπλάγη από την Πνευματική γενναιοψυχία του Αγίου και επέστρεψε άπρακτος. Το ίδιο έκπληκτος έμεινε κι ο ίδιος ο Ουάλης, όταν τον επισκέφτηκε λίγο αργότερα, αφού ο Μόδεστος του ‘χε αναφέρει όσα είχε πει ο Βασίλειος.
Πάμπολλα είναι τα έργα του Βασιλείου: «Ασκητικά», θεωρητικά, «Θεία Λειτουργία», ομιλίες και 360 περίπου επιστολές. Συντέλεσε στην ηθική βελτίωση των ανθρώπων, «κατεκόσμησε τα των ανθρώπων ήθη».
* O Γεώργιος Η. Ορφανός είναι φιλόλογος