Δεν είναι τυχαίο, νομίζω, ότι οι δυο συμπολίτες, που μέσα στη γενική καταχνιά μας έκαναν τον τελευταίο καιρό να χαρούμε, ονομάζονται Χάρηδες: Χάρης Καλαϊτζάκης και Χάρης Παπαδάκης. Δεν έχει σημασία που ο ένας είναι Χαρίλαος και ο άλλος Χαρίδημος, και δεν το γράφω αυτό με την ευσεβή και ανομολόγητη φιλοδοξία να συμπεριληφθώ κι εγώ ως Ζα(χάρης) στην παρέα τους, αλλά για να εκφράσω τη χαρά μου για το γεγονός ότι η βιβλιογραφία του μικρούλικου Ρεθύμνου αυξάνεται και πληθύνεται…
Με ρωτούν συχνά στα Χανιά, όπου εργάζομαι τα τελευταία χρόνια, πώς γίνεται μια τόσο μικρή πόλη, σε σχέση τουλάχιστον με τα γειτονικά της μεγαθήρια, να έχει τόσο πλούσια παραγωγή σε ιστορικές (και όχι μόνο) μονογραφίες. Κι ακόμα μου εκφράζουν συχνά τη «ζήλεια» που νιώθουν και για άλλες κατακτήσεις, το επίπεδο των τυπογραφείων μας, για παράδειγμα, ή τον αριθμό και το επίπεδο των τριών εφημερίδων «Κρητική Επιθεώρηση», «Ρεθεμνιώτικα Νέα» και «Ρέθεμνος», το αξεπέραστο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο, το μοναδικό Παλαιοντολογικό Μουσείο, το θαυμάσιο Στρατιωτικό Μουσείο, τα «Κρητολογικά Γράμματα», το Κυνήγι του Θησαυρού κ.ά. Τους απαντώ στερεότυπα ότι η μικρή μας πόλη έχει παράδοση στα γράμματα, με το γνωστό δηλαδή «Ρεθεμνιώτες για τα γράμματα», προσθέτοντας την ύπαρξη σημαντικών Σχολών του Πανεπιστημίου Κρήτης (όταν βέβαια δεν μπαίνουμε στα πόδια τους, όπως πρόσφατα, ανατρέποντας τον προγραμματισμό τους και επιχειρώντας να ανατρέψουμε και τα ίδια τα ακαδημαϊκά ειωθότα…).
Ο πρώτος Χάρης έχει πολλαπλή τη χάρη, γιατί έχει δίπλα του τη συμμαθήτριά μου στο δημοτικό Αργυρή Καλούδη, που αποδεικνύεται όχι απλά «Αργυρή» αλλά «Χρυσή», γι’ αυτό και δηλώνει ότι δεν τολμά να της αφιερώσει το βιβλίο του, με τον τίτλο «Τα δικά μας καφενεία», γιατί θα ‘ταν σα να το αφιέρωνε στον εαυτό του. Το βιβλίο αυτό απαίτησε προφανώς πολύχρονες έρευνες, όπως φαίνεται όχι μόνο από το μέγεθός του και τον όγκο της χρησιμοποιηθείσας βιβλιογραφίας αλλά και από τον αριθμό των φωτογραφιών, που ανέρχονται -ούτε λίγες ούτε πολλές- στις τρεισήμισι εκατοντάδες.
Ο δεύτερος Χάρης έχει εδώ και αρκετά χρόνια τη χάρη να ερευνά και να συγγράφει για θεωρούμενα συχνά «περιθωριακά» θέματα, όπως οι αλλοεθνείς (Αφρικανοί-Χαλικούτηδες), οι λεπροί και οι πόρνες, γι’ αυτό και δεν χρειάστηκε όπως ο πρώτος πολλά χρόνια για να μας προσφέρει το πόνημά του με τον λιτό τίτλο «Οι Διαφορετικοί». Σ’ αυτούς περιλαμβάνει γνωστούς και άγνωστους «σαλούς» (κοινώς σαλεμένους) του Ρεθύμνου, αλλά και μερικούς απλά ιδιόρρυθμους, όπως την γνωστή και από αλλού Σαββάκαινα, με τις αριστοκρατικές της εμφανίσεις.
Οι ομοιότητές τους είναι οπωσδήποτε περισσότερες απ’ όσες φαντάζεται κανείς: στηρίζονται και οι δύο σε πρωτογενή έρευνα, χρησιμοποιούν εποικοδομητικά τη ρεθεμνιώτικη λογοτεχνία (χωρίς όμως να την εκλαμβάνουν ως ιστορική πηγή), κάνουν εκτεταμένη χρήση φωτογραφικού και γενικά εικονιστικού υλικού για να τεκμηριώσουν την έρευνά τους και για να ζωντανέψουν τα βιβλία τους και αναφέρονται στην ίδια περίπου χρονική περίοδο του Ρεθύμνου. Κι ακόμα καταγράφουν τις πηγές των φωτογραφιών τους, χρησιμοποιούν τον τοπικό Τύπο και το διαδίκτυο και δεν διστάζουν να προεκτείνουν τον χρονικό ορίζοντα προς τα πίσω, όταν το κρίνουν απαραίτητο. Έτσι ο Χάρης Παπαδάκης ψάχνει το θέμα του με επιμονή και μέσα στην περίοδο της οθωμανικής κατοχής, ενώ ο Χάρης Καλαϊτζάκης μπαίνει και στη βενετοκρατία, χρησιμοποιώντας τους νοτάριους της εποχής.
Αλλά αρκετά ως εδώ, τόσο γιατί και τα δύο πονήματα αδικούνται από την όποια παρουσίασή τους, όσο και επειδή οι Ρεθεμνιώτες θα πρέπει να διαβάσουν τα ίδια τα βιβλία, ώστε οι συγγραφείς τους να μπορέσουν να βγάλουν τα έξοδα της έκδοσής τους! Αυτή είναι περισσότερο από αναγκαία συνθήκη, αφού είμαι σίγουρος ότι και οι δύο έχουν ήδη στο μυαλό τους και εργάζονται, όπως πάντα αθόρυβα, για το επόμενο θέμα τους. Γιατί, ξέχασα να το αναφέρω, έχουν ακόμα μια χάρη και οι δυο τους: έχουν άφθονο χρόνο, ως συνταξιούχοι δικηγόροι, όπως και πολλά πολλά χρόνια μπροστά τους και να μας εκπλήττουν, πάντα ευχάριστα. Έχετε χάρη, Χάρηδες!