Του Δρ. Κυριάκου Ψαρουδάκη
Στο φύλλο των «Ρεθεμιώτικων Νέων» της 23ης Φεβρουαρίου δημοσιεύτηκε μια εκτεταμένη συνέντευξη της προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ρεθύμνης, όπου έκανε αναφορά στο πλούσιο και πολυσχιδές έργο της Εφορείας. Σε ξεχωριστή ενότητα, μάλιστα, προέβαλε το ανασκαφικό της έργο. Θα περίμενε κανείς να διαβάσει εκεί και για την ανασκαφή στην Ονιθέ Γουλεδιανών. Μια συστηματική έρευνα που ξεκίνησε το 2018 και τυπικά βρίσκεται ακόμη σε ισχύ, αφού δεν έχει εκπνεύσει η αρχικά πενταετής διάρκειά της και, επισήμως, έχει φορέα διενέργειας την Εφορεία Ρεθύμνου.
Και όμως, δεν υπήρχε καμιά αναφορά. Ασθενής ή επιλεκτική μνήμη θα μπορούσε να πει κανείς. Δυστυχώς, πρόκειται για κάτι ακόμη χειρότερο: Εσκεμμένη λήθη. Μια αναμφισβήτητα σημαντική έρευνα, εγκεκριμένη από το Υπουργείο Πολιτισμού, με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, εξαφανίζεται και καταδικάζεται σκόπιμα σε λήθη, σαν να μην υπάρχει ή σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Η Ονιθέ ήταν για πολλά χρόνια ένας εγκαταλειμμένος τόπος, μολονότι στη δεκαετία του 1950 ο Νικόλαος Πλάτων είχε αποκαλύψει σημαντικές αρχαιότητες, που στοιχειοθετούσαν την αρχαιολογική αξία της θέσης. Για τον λόγο αυτό, ξεκίνησε το 2015 μια ευρύτερη προσπάθεια ανάδειξης της περιοχής, καρπός της οποίας υπήρξε η επανέναρξη της ανασκαφής. Η διεύθυνση της ανασκαφής ανατέθηκε στον γράφοντα, εξαιτίας και της προηγούμενης επιστημονικής του ενασχόλησης με τη θέση και φορέας διενέργειας ορίστηκε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ρεθύμνης, καθώς οι ανασκαφές δεν δύνανται να διενεργούνται από άτομα, σύμφωνα με το νόμο. Το οξύμωρο και απρόσμενο συνάμα είναι πως, τελικά, ο φορέας διενέργειας της έρευνας έκανε και κάνει ότι είναι δυνατόν για τη μη διενέργεια της.
Στα δυο χρόνια που πραγματοποιήθηκε η ανασκαφή (2018-2019), και παρά τις περιορισμένες δυνάμεις της, πρόλαβε να δώσει ευρήματα, που επιβεβαιώνουν ότι στη θέση αυτή είχε αναπτυχθεί μια σημαντική πόλη. Μια πόλη, που όπως έχει υποστηρίξει η επιστημονική μας ομάδα, θα πρέπει να ταυτιστεί με το ορεινό αστικό κέντρο της αρχαίας Ρίθυμνας κατά τη διάρκεια των αρχαϊκών χρόνων (7ο και 6ο αιώνα π.Χ.). Δίπλα στο κτίριο που είχε ανασκάψει παλαιότερα ο Ν. Πλάτων άρχισε να αποκαλύπτεται ένα ακόμη συγκρότημα μεγάλων διαστάσεων, με έναν κοινοτικό, δημόσιο χαρακτήρα. Τέτοια κτίσματα, με προσεγμένο σχεδιασμό, κατασκευαστική ποιότητα και πλούσιο περιεχόμενο (μεγάλο πλήθος πίθων), μπορούσαν να οικοδομούν πόλεις με σύνθετη κοινωνικοπολιτική οργάνωση και δομή και όχι μικροί οικισμοί ή πολίσματα. Η σπουδαιότητα λοιπόν της ανασκαφής είναι αυταπόδεικτη, όχι μόνο γιατί αναδεικνύει το ιστορικό υπόβαθρο της περιοχής του Ρεθύμνου, αλλά και γιατί ρίχνει φως σε μια εποχή που σε ολόκληρη την Κρήτη είναι ελάχιστα τεκμηριωμένη.
Και ενώ η ανασκαφή βρισκόταν σε μια δυναμική πορεία, χρησιμοποιούσε τις πλέον σύγχρονες ανασκαφικές τεχνικές και είχε τη θερμή συμπαράσταση της τοπικής κοινωνίας, η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων τη σταμάτησε. Αναίτια και αδικαιολόγητα, κατά παράβαση της ισχύουσας θεσμικής διαδικασίας αλλά και της επιστημονικής δεοντολογίας και ηθικής. Αν και ο λόγος της διακοπής έχει ζητηθεί τόσο από τον γράφοντα όσο και από αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες δεν έχει ποτέ εγγράφως διατυπωθεί. Προφανώς, γιατί η υπόσταση του στον υλικό κόσμο των εγγράφων δεν μπορεί να τεκμηριώσει οιανδήποτε ουσιώδη αιτίαση. Δυστυχώς, η διακοπή της έρευνας στην Ονιθέ και ειδικότερα ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται, δείχνει μια απαξία στο έργο της ανασκαφής, που είναι μια κατεξοχήν ευαίσθητη και μοναδική πράξη (ούτε ξεκινά, ούτε διακόπτεται μια ανασκαφή, ελαφρά τη καρδία!). Δείχνει, επίσης, αδιαφορία για την τύχη του αρχαιολογικού υλικού που έχει ήδη αποκαλυφθεί, για τα χρήματα που έχουν δαπανηθεί, για την τοπική κοινωνία που αγκάλιασε την ανασκαφή και δείχνει έμπρακτα το ενδιαφέρον της.
Ωστόσο, το σημαντικότερο πρόβλημα δεν είναι η διακοπή της αρχαιολογικής έρευνας και οι δυσμενείς επιπτώσεις της σε επιστημονικό και κοινωνικό πεδίο. Είναι πλέον η καταστροφή του ίδιου του μνημείου, την οποία προκαλεί η απρογραμμάτιστη και βίαιη διακοπή της ανασκαφής, η πλήρης εγκατάλειψη του χώρου. Το ανασκαπτόμενο μνημείο απογυμνωμένο από το χώμα που το προστάτευε για αιώνες, με προσωρινά μέτρα προφύλαξης που έχουν υπερβεί τις προδιαγραφές ισχύος τους, είναι πλέον έρμαιο των καιρικών συνθηκών αλλά και κάθε κακόβουλης πράξης. Αυτή την προϊούσα καταστροφή έχω επισημάνει με πλήθος αιτημάτων μου, υπογραμμίζοντας τα ευαίσθητα και όχι μόνο στοιχεία της ανασκαφής που χάνονται ανεπιστρεπτί. Φωνή βοώντος…
Κι όμως τα ερωτήματα, ακόμα κι αν δεν απαντώνται, δεν παύει να υπάρχουν και απευθύνονται πλέον σε περισσότερους αποδέκτες. Πώς μια Υπηρεσία ο σκοπός της οποίας είναι να προστατεύει και να αναδεικνύει τα πολιτιστικά αγαθά της περιοχής αρμοδιότητάς της, στην προκειμένη περίπτωση όχι μόνο δεν το πράττει, αλλά συμβάλει έστω και ακούσια, στην καταστροφή τους; Πώς μπορεί η ίδια Υπηρεσία να παραγνωρίζει την ορθή τήρηση των θεσμικών διαδικασιών, της οποίας θα έπρεπε να υπεραμύνεται; Με ποια κριτήρια γίνονται επιλεκτικοί αποκλεισμοί ερευνών, μνημείων και αρχαιολογικών χώρων; Δεν είναι άραγε η ιστορική αξία και σημασία τους που προσδιορίζει την ανάγκη ανάδειξης τους; Δεν είναι οι υφιστάμενοι νόμοι και οι κανονισμοί που ορίζουν το πλαίσιο διενέργειας τους;
Η τακτική της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου να μην βλέπει και να μην ακούει για το πρόβλημα που η ίδια έχει δημιουργήσει, να μην απαντά σε οποιονδήποτε ερωτά (όπως η Εταιρεία Φίλων της Ονιθές), βρίσκει τις αναλογίες της σε ένα παθολογικό σύμπτωμα που είναι γνωστό στον δημόσιο τομέα ως «σιωπή της διοίκησης». Ωστόσο, είναι μια τακτική, που, αν και μοιάζει να επιτυγχάνει τον σκοπό της, αφήνει έκθετη την Υπηρεσία και ακόμα χειρότερα, αφήνει εκτεθειμένο σε παντοειδείς κινδύνους το ίδιο το μνημείο και τον αρχαιολογικό χώρο.
Δρ. Κυριάκος Ψαρουδάκης, Διευθυντής Ανασκαφής Ονιθές