Από μια τέτοια ερευνητική του αποστολή προήλθε, στο παρελθόν, άλλο σημαντικό του έργο, που είχαμε την ευκαιρία να μελετήσουμε και παρουσιάσουμε από τον Τύπο με ανάλογο σημείωμά μας [«Λαογραφικές καταγραφές στο Βαλτεσινίκο Γορτυνίας», Αθήνα 2009, σελ. 256, έκδοση Ακαδημίας Αθηνών, Κέντρο Ερεύνης τής Ελληνικής Λαογραφίας (στην Κρητική Επιθεώρηση, Ρεθύμνου, της 12/11/2009)].
Ο ίδιος ερευνητής επανέρχεται σήμερα με ένα νέο πόνημά του, καρπός και αυτό πολύχρονης επιτόπιας έρευνας σε έναν νέο και άκρως ενδιαφέροντα χώρο τής Ελληνικής γης, τα Κοπατσαροχώρια των Γρεβενών. Της τελευταίας αυτής έρευνάς του τα αποτελέσματα δημοσιεύονται στο παρουσιαζόμενο με το σημείωμά μας αυτό βιβλίο του, με τίτλο: «Οργάνωση τού χώρου, τεχνικές και τοπική ταυτότητα στα Κοπατσαροχώρια των Γρεβενών», έκδοση και αυτό τού Κέντρου Ελληνικής Λαογραφίας, της Ακαδημίας Αθηνών (με αύξοντα αριθμό 25), ενώ το πρωτογενές υλικό τής επιτόπιας έρευνας (χειρόγραφα, φωτογραφικό και ηχητικό υλικό, προερχόμενο από δεκάδες συνεντεύξεις με πληροφορητές και συνομιλητές του από την ως άνω περιοχή των Γρεβενών, τους οποίους ο συγγραφέας ευχαριστιακά αναφέρει κατά χώραν, στα οικεία κεφάλαια τού βιβλίου) έχει κατατεθεί στο Αρχείο τού Κέντρου Λαογραφίας τής Ακαδημίας Αθηνών.
Ο κ. Καραμανές, προκειμένου να φέρει σε πέρας την έρευνά του αυτήν, χρειάστηκε να διαμείνει και ουσιαστικά να ενταχθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα στα ως άνω Κοπατσάρικα χωριά, να περισυλλέξει πληροφορίες, να μελετήσει και αιτιολογήσει πρόσωπα, πράγματα, σχέσεις και καταστάσεις και να δημοσιοποιήσει και εκτυπώσει, στη συνέχεια, την παρούσα πρωτότυπη λαογραφική του μελέτη των τετρακοσίων τριάντα (430) εξαιρετικά πυκνογραμμένων σελίδων.
Στην έρευνά του αυτήν ακολούθησε τη λαογραφική αρχή, σύμφωνα με την οποία η Λαογραφία θα πρέπει να στραφεί, ακριβώς, στη μελέτη τής μέσης κλίμακας, της κλίμακας τής επαρχίας, σε ευρύτερες από την τοπική κοινότητα ενότητες, όπως είναι τα Άγραφα, τα Ζαγοροχώρια, τα Βλαχοχώρια, τα όρια των οποίων είναι πολύ συγκεκριμένα και η σχετική βιβλιογραφία, οπωσδήποτε, πιο προσεγγίσιμη και προσβάσιμη (Α. Κυριακίδου). Πάνω σε αυτήν την λαογραφική αρχή εδράζεται και η παρούσα έρευνα τού κ. Καραμανέ, αφού και τα Κοπατσαροχώρια (Δοτσικό, Μέγαρο, Καλλονή, Κυπαρίσσι και Άγιος Κοσμάς, καθώς και τα εγκαταλειμμένα χωριά Τζέρος και Κιάφα, που ανήκουν, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, στον χώρο που καταλαμβάνει ο νομός Γρεβενών) αποτελούν μιαν τέτοια, μέσης κλίμακας, ερευνητική περιοχή.
Το κύριο, πάντως, ερευνητικό ενδιαφέρον, σε αναφορά, πάντοτε, με το προδιαγραφέν ευρύτερο γεωγραφικό και ιστορικό πλαίσιο, στράφηκε σε δύο κοινότητες με όλως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. το Δοτσικό και το Μέγαρο. Η πρώτη κοινότητα, το Δοτσικό, παρουσιάζεται ως μια τυπική περίπτωση Κοπατσάρικου χωριού χτισμένου σε μεγάλο υψόμετρο, με μεγάλα κοπάδια, που ξεχείμαζαν, κατά παράδοση, στις πεδιάδες τής Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Το Μέγαρο, αντίθετα, που είναι χτισμένο χαμηλότερα, είχε, ανέκαθεν, τη γεωργία ως βασική απασχόληση των κατοίκων του. Αυτή, λοιπόν, η συγκριτική μελέτη των διαφορών ανάμεσα σε έναν ορεινό και έναν ημιορεινό οικισμό αποτελεί το ενδιαφέρον τμήμα τής μελέτης τού κ. Καραμανέ.
Ο ερευνητής, ειδικότερα, μελετά τον χώρο διοίκησης και προσεγγίζει πολλαπλώς τις τοπικές ταυτότητες. Στο 1ο κεφάλαιο αξιοποιούνται δεόντως οι πηγές, οι πληροφορίες, δηλαδή, της περιοχής που παρέχονται από ξένους και Έλληνες περιηγητές, αλλά και λοιπούς επιστήμονες, τοπικούς ιστοριοδίφες και λόγιους. Στο 2ο κεφάλαιο μελετάται η γεωμορφολογία τής περιοχής, το φυσικό περιβάλλον (φυσικό ανάγλυφο, υδρογραφία, κλίμα, βροχοπτώσεις, χλωρίδα), και η κοινωνική ταυτότητα τού χώρου (διοικητική διαίρεση και οι προσβάσεις στην περιοχή). Ο συγγραφέας, στη συνέχεια, προχωρεί σε μιαν άκρως ενδιαφέρουσα ιστορική ανασκόπηση σχετικά με τον μετασχηματισμό των αγροτοκτηνοτροφικών δραστηριοτήτων στη βόρεια Πίνδο, μελετώντας, ειδικότερα, το καθεστώς τής γαιοκτησίας, τις μορφές οργάνωσης τής παραγωγής και την εξέλιξη των αγροτοκτηνοτροφικών δραστηριοτήτων. Ιδιαίτερα εκτενή το 4ο και το 5ο κεφάλαιο μελετούν το τεχνικό σύστημα τής γεωργοκτηνοτροφίας με ειδικότερες αναφορές στο βασίλειο των ζώων και τη διατροφή τους, στις ποιμενικές διαδρομές και μετακινήσεις των ημινομάδων κτηνοτρόφων, στα κτηνοτροφικά προϊόντα αναλυτικά (όπως τυριά, βούτυρο, μυζήθρα, τυρόγαλο, μανούρι, φέτα κ.λπ.), στους τρόπους παρασκευής τους και, τέλος, στον χώρο γενικά [δομημένο (οικισμός και οικία) και κοινοτικό (όπου εντάσσονται και τα τοπωνύμια και παρώνυμα τής κοινότητας), καθώς και οι ακτίνες δράσης με τους περίφημους κυρατζήδες, τους οικοδόμους και τους αγροτικούς εργάτες, τους τεχνίτες, αλλά και τη ληστεία και μετανάστευση και την οργάνωση, γενικά, τής τοπικής κοινωνίας.
Το βιβλίο κοσμείται από ένα πλουσιότατο φωτογραφικό υλικό, που διευκολύνει μεγάλως την ανάγνωσή του, προλογίζεται δεόντως από την Υπεύθυνη τής έκδοσης, ακάματη ερευνήτρια, δρα Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, Διευθύντρια τού Κέντρου Λαογραφίας τής Ακαδημίας Αθηνών, ενώ έχει επιμεληθεί από τον έμπειρο ερευνητή τού Κέντρου κ. Παν. Καμηλάκη, ο οποίος, περιπλέον, διέθεσε στον κ. Καραμανέ και το πλουσιότατο υλικό των δικών του λαογραφικών αποστολών στην περιοχή, επίσης, των Γρεβενών.
Πρόκειται για μιαν άκρως ενδιαφέρουσα και εξαιρετικά πυκνογραμμένη επιστημονική έρευνα πρωτογενούς λαογραφικού υλικού, που εδράζεται σε μιαν εξίσου εκτεταμένη ελληνική και ξένη βιβλιογραφική στήριξη. Τα θερμά μας συγχαρητήρια στον κ. Καραμανέ, τον οποίο βεβαιώνουμε ότι: «ὂντως καλόν ἒργον εἰργάσατο, ἐπειδάν καί ἐτελείωσεν αὐτό». Τέτοιες προσπάθειες μάς ενθαρρύνουν και μας κάνουν να πιστεύουμε ότι όσο ενδιαφερόμαστε και σκύβουμε πάνω από τις αιώνιες αξίες τού λαϊκού μας πολιτισμού δεν χάθηκαν ακόμα όλα κάτω από τον αδυσώπητο οδοστρωτήρα τού σύγχρονου τεχνοκρατούμενου πολιτισμού και την ισοπεδωτική λαίλαπα τής παγκοσμιοποίησης και του συγκρητισμού.