Του ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΚΠΙΝΗ*
Δώρο Θεού είναι η ζωή εις τον άνθρωπο που είχε και που έχει υποχρέωση να την υπηρετήσει με διάφορους τρόπους για να την διατηρήσει. Συνάντησε όμως πολλές δυσκολίες για να το κατορθώσει. Χρησιμοποιούσε για κάθε περίπτωση τον τρόπο και το μέσον που θα έφερνε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ήθελε να φύγει από τη μάστιγα των δυσκολιών και τα κατάφερε από τα αυτοσχέδια μέσα που ο ίδιος κατασκεύαζε. Με αυτόν τον τρόπο η πρόοδός του έκανε άλματα ανόδου προς το καλύτερο. Μόνο ελάχιστα μπορούσε να πάρει από την πόλη αλλά δεν τα προτιμούσε γιατί τη δική του κατασκευή την θεωρούσε καλύτερη ή δεν υπήρχανε.
Μέσα σε αυτά τα αυτοσχέδια μέσα ήτανε και ο τρόπος της αφής, πως θα άναβε την φλόγα (φωτιά) που του ήτανε χρήσιμη για τη διαβίωσή του, καθότι τα σπίρτα δεν υπήρχανε και συναντούσε πολλές δυσκολίες.
Έτσι, με ένα πολύ δύσκολο τρόπο έφερε το αποτέλεσμα που επιθυμούσε με δυο σκούρες σκληρές πέτρες και με την ίσκα από τα δέντρα που τα είχε ο υπαίθριος χώρος της φύσης. Τις πέτρες τις βρίσκανε σε ορισμένες τοποθεσίες της περιοχής τους. Είχανε διάφορα σκούρα χρώματα και είναι όμοιες με αυτές που βάζανε στον αυτοσχέδιο βολόσυρο που χρησιμοποιούσανε στο αλώνι για τα σπαρτά τους.
Η ίσκα είναι σοβαρή ασθένεια για πολλά δέντρα που παρουσιάζεται συνήθως στο κάτω μέρος του κορμού ορισμένων δέντρων όπως στη χαρουπιά, στον πλάτανο, στη βελανιδιά, στην αμυγδαλιά κ.λπ. Στην αρχή είχε μικρό μέγεθος και στη συνέχεια μεγάλωνε και έπαιρνε το μέγεθος και την ομοιότητα ενός μεγάλου μανιταριού σε χρώμα σκούρο κόκκινο.
Έπαιρνε ο άνθρωπος από τον κορμό του δέντρου το κομμάτι της ίσκας και αφαιρούσε το εξωτερικό του περίβλημα κρατώντας το εσωτερικό περιεχόμενο όπου το ξήραινε και ήτανε έτοιμο για τις ανάγκες του. Ορισμένοι το βράζανε για να φύγουν τυχόν ακαθαρσίες που θα περιείχε.
Όταν ήτανε απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί η φλόγα για τις οικογενειακές ανάγκες, τότε με την ίσκα και με τις δυο πέτρες μεσαίου μεγέθους το επιτύγχανε ως εξής. Πλησίον της ίσκας εκτελούσε συρόμενη σύγκρουση των δύο τεμαχίων της πέτρας και προξενούσανε σπινθήρα όπου αμέσως η ίσκα άναβε. Μετά μεταφερότανε εκεί όπου ήθελε να την επωφεληθεί στο μαγείρεμα – στο τζάκι για τη θέρμανση και στον λύχνο για τον φωτισμό.
Εκτός από τις ανάγκες του σπιτιού παίρνανε μαζί τους οι βοσκοί και οι γεωργοί μέσα σε μικρό σακούλι ένα κομμάτι ίσκα – δύο πέτρες για να ανάβουν φωτιά να ζεσταθούν ή να καπνίσουν ένα τσιγάρο. Προσέχανε όμως να μην πάρει υγρασία η ίσκα γιατί τότε δεν θα άναβε.
Ο Βασίλης Ματθαίου που έζησε αυτή την εποχή μαζί με τους γονείς του στο χωριό Καπεδιανά μας είπε ότι μια μέρα είχανε ίσκα αλλά δεν είχανε τις πέτρες για να ανάψουν το τζάκι να ζεσταθούν. Αμέσως ο πατέρας του Κυριάκος πήγε και έβγαλε δυο από το βολόσυρό τους που ήτανε όμοιες και το ανάψανε. Ακόμα πρόσθεσε: Αυτός ήτανε ο πρώτος αναπτήρας της εποχής μας και ότι ο πατέρας του τον γνώριζε από την Μικρά Ασία.
Ακόμα και οι μελισσοκόμοι χρησιμοποιούσανε την ίσκα προκειμένου να κάνουν την περισυλλογή του μελιού για να μην δεχθεί τσιμπήματα στο σώμα τους που τότε δεν υπήρχανε φόρμες προστασίας όπως σήμερα. Όταν άνοιγε το κιβώτιο είχε ανάψει κομμάτι ίσκας και ο καπνός της απωθούσε να απομακρυνθούν οι μέλισσες για να εκτελέσει την εργασία του.
Μετά από χρόνια έγινε η κατασκευή ενός καλύτερου αναπτήρα που είχε στον ένα χώρο την πέτρα και στον άλλο φυτίλι από ουσία της ίσκας.
Στο επάνω μέρος η πέτρα είχε οδοντωτό μηχανισμό όπου με μια μικρή κίνηση από την παλάμη του χεριού μας πετούσε σπινθήρα στο φυτίλι και αμέσως άναβε. Από εκεί η φλόγα μεταφερότανε σε όλες τις ανάγκες τους.
Περίπου το 1960 φθάσανε στη χώρα μας τα σπίρτα που τα πουλούσε το μονοπώλιο που είχε και το αλάτι. Ορισμένες φορές η οικογένεια δεν είχε ίσκα. Τότε αναγκαζότανε να βάλει πολλά και χοντρά ξύλα στο τζάκι για να διατηρηθεί η φλόγα περισσότερο. Όταν αργούσε να γυρίσει στο σπίτι η φωτιά είχε σβήσει. Τότε αναγκαζότανε να πάει στη γειτονιά να πάρει με το φτυάρι (παλάμη) λίγα κάρβουνα αναμμένα να ανάψει το δικό της. Το λύχνο την ημέρα που απουσίαζαν και τη νύχτα τον σβήνανε μήπως πάρει φωτιά το σπίτι.
Οι Μικρασιάτες τον αναπτήρα τον ονομάζανε τσακμάκι. Έλεγε ο πατέρας στη γυναίκα του: «Να με φέρεις το τσακμάκ’ να ‘νάψω το τζάκ’». Εννοούσε την ίσκα και τις πέτρες.
Οι κάτοχοι των δέντρων εάν δεν εντοπίζανε ενωρίς τον μύκητα αυτόν που τα προσβάλλει μετά από ένα χρονικό διάστημα παρουσιαζότανε η μειωμένη τους καρποφορία ή ξεραινότανε.
Ο εντοπισμός της ασθένειας ήτανε εύκολη καθότι το πράσινο φύλλωμά τους το διαδεχότανε το κίτρινο και από το εξόγκωμα που είχε ο κορμός τους.
Περισσότερο για τις ανάγκες τους προτιμούσανε την ίσκα της χαρουπιάς και του πλατάνου. Την θεωρούσανε ως την καλύτερη ποιότητα καθότι άναβε και με ελάχιστο σπινθήρα. Όσο περνούσανε τα χρόνια η αυτοσχέδια κατασκευή άρχισε να περιορίζεται αφού άρχισε να κάνει την εμφάνισή της η τεχνική τεχνολογία.
Η μια βελτίωση διαδεχότανε την άλλη με επιτυχία και απάλλαξε τον άνθρωπο από τους κόπους που διέθετε σε όλα τα επαγγέλματα επί πολλά χρόνια.
Οι ηλικιωμένοι σήμερα που ζήσανε την παλιά τεχνολογία ευγνωμονούν αυτούς που φέρανε την αλλαγή και τους απάλλαξε από την σκληρή καθημερινή ταλαιπωρία.
Εύχονται στους νέους να γνωρίσουν ακόμα καλύτερες εποχές αλλά και έχουν την υποχρέωση να ενημερωθούν για τα βιώματα των προγόνων τους που δώσανε μάχη με τη ζωή τους και να τους αποδίδουν τον ανάλογο σεβασμό που δικαιούνται.
* Ο Γιάννης Τσακπίνης, είναι απόστρατος αξιωματικός