Κάνατε τον κόπο να σκεφθείτε ότι από εσάς, τους μικρούς και άσημους αρθρογράφους περιμένει ο κόσμος να διαμορφώσει αντίληψη και άποψη, μιας και κατά βάθος δεν εμπιστεύεται πλέον τους πολιτικούς; Πως, έτσι ξαφνικά αποχωρείτε από τη σκηνή και κλείνεστε στο καβούκι σας; Δεν το βλέπετε ότι αφήνετε πίσω σας ένα μεγάλο κενό, το κενό του μικρού και άσημου αρθρογράφου;
Ο Θωμάς είχε πάρει φόρα, δεν υπήρχε περίπτωση να σταματήσει.
– Από που να πιαστεί ο αναγνώστης σας, ο αναγνώστης της τοπικής εφημερίδας αν κι εσείς σιωπήσετε, αν εξαφανισθείτε μέσα στο πνευματικό σκότος που θα ακολουθήσει μοιραία το σκότος το οικονομικό; Μήπως φοβάστε να μιλήσετε; Μα αφού έχομε δημοκρατία και ελευθερία του λόγου κατοχυρωμένη από το σύνταγμα!
– Όχι, …όχι δεν …φοβάμαι, μάσησα τα λόγια μου με αμηχανία. Δεν πρόκειται γι αυτό. Να σου …εξηγήσω.
– Μίλησε λοιπόν και πες μου: Που είναι τα «ανεπίτρεπτα και αναπότρεπτα»; Που είναι οι «δύσκολοι καιροί για ποιητές»; Πως έτσι απλά τραβάτε μια γραμμή και βάζετε «τέλος»; Κι όλος αυτός ο κόσμος που μάταια ψάχνει στην εφημερίδα για να βρει την στήλη τη γνωστή;
Ο Θωμάς με κοίταζε με τα ατελείωτα μάτια του, ώσπου στο τέλος με λυπήθηκε και κηρύσσοντας ανακωχή έφερε το καραφάκι με ρακή, μαζί κι ελιές και παξιμάδι, έκοψε και τη ντομάτα σε μικρές φέτες και κάθισε δίπλα μου.
– Το παξιμάδι το ζυμώνω αμοναχός μου με τον τρόπο τον παλιό, τον παραδοσιακό, μου τον έμαθε ο πατέρας μου, είπε μαλακά καλοπιάνοντάς με. Ο πατέρας μου ήταν ένας απλός και γνωστικός κρητικός αγρότης που σεβόταν την παράδοση. Ήξερε να ζυμώνει κι από κείνον έμαθα κι εγώ.
– Δεν έχω όρεξη. Άστο.
– Δοκίμασε, με πρόσταξε ο Θωμάς.
Το παξιμάδι ήταν γλυκό σαν Ανάσταση. Οι ελιές με την ντομάτα συνθέτανε το τέλειο ζευγάρι. Οι απλές μονοσήμαντες γεύσεις του χωριού ήταν δεμένες με τις παιδικές μας αναμνήσεις. Σε λίγο οι αντιρρήσεις μου είχαν καμφθεί και το καραφάκι με τη ρακή κόντευε ν’ αδειάσει.
Ο Θωμάς τελικά αποφάσισε να φύγει κι εγώ απόμεινα μόνος. Ο αναστεναγμός της ανακούφισης δεν με ανακούφιζε πραγματικά. Είχα μείνει ολομόναχος απέναντι από τον εαυτό μου που εκείνος με τη σειρά του μου ετοίμαζε τώρα επίθεση, εφ’ όλης της ύλης καθώς λένε.
– Λάκισες, δείλιασες, κουράστηκες. Κρίμα τις ιδεολογίες, τα ρητά, τ’ αποφθέγματα… Όλα κορώνες ήταν και φανφάρες;
– Φτάνει βρε παιδιά, μην βαράτε άλλο, παραδίδομαι! Υποχωρώ, υποτάσσομαι, θα επανέλθω στην αρθρογραφία. Δεν θα φυγομαχήσω στο εξής.
Υποτάχθηκα στη μοίρα μου και κάθισα να γράψω. Το θέμα; Ποιο άλλο; Η Κύπρος και η θύελλα με το «κούρεμα» των καταθέσεων που προσπαθούν να της επιβάλλουν, κι εκείνη προσπαθεί μόνη – κατάμονη να το αντιπαλέψει για να σώσει ότι μπορέσει από την οικονομία της.
Εγώ όμως -που δεν μ’ αρέσουν οι κραυγές και οι κορώνες- λέω να προβάλλω κάτι άλλο, που ίσως σε κάποιους να φανεί «κουφό»: Καλά με το «κούρεμα» των καταθέσεων. Το κούρεμα της «μνήμης» στο οποίο συνεχόμενα μας υποβάλλουν εδώ στην Ελλάδα ποιος το σκέφτεται; Το κούρεμα της μνήμης, και της γλώσσας μας ποιος το μετράει; Μήπως η μνήμη και η γλώσσα δεν είναι οι μεγαλύτερες περιουσίες μας, μεγαλύτερες κι από …καταθέσεις προθεσμιακές ακόμη; Κι όμως τη μνήμη την Ελληνική την «κουρεύουν» συνεχώς και συστηματικότατα! Ποιος νοιάζεται;
– Ωραίο θέμα το κούρεμα της μνήμης, ρεαλιστικό και σοκαριστικό! Πρέπει να το αναπτύξεις σε πλήρες άρθρο. Θέλω να ξαναδώ την αρθρογραφία σου στην εφημερίδα. Θέλω τα «ανεπίτρεπτα κι αναπότρεπτα» πάλι ξανά! Χωρίς αναβολή. Τώρα αμέσως!
Οι ανεμογεννήτριες του Γκλέτσου και τα οφέλη του debate του ΣΥΡΙΖΑ
Αν κάτι μείνει στην ιστορία από το debate του ΣΥΡΙΖΑ αυτό θα είναι σχεδόν σίγουρα το κορυφαίο πολιτικό meme της...