Φρουκάζεστε να σασε πω, π’ ο νους σας δε ν-τα βάνει,
είντά ‘καμεν’ ο Γανωτζής πού ‘ρθε στον Άϊ Γιάννη.
Μια ν-ταχινή με το δροσιό, τ’ Αγούστου μιαν ημέρα,
τα ζάλα ν-του το Γανωτζή στον Άϊ Γιάννη ‘φέρα.
Ένας κοντός, μαυριδερός φωνιάζει πως γανώνει,
καινούργια κάνει τα παλιά και τα στραβά ισιώνει.
Την πρώτη στάση ν-του ‘καμε, στη Βρύση στη Πλατέα,
την τέχνη ν-του διαλαλεί κι ούλα τα σάζ’ ωραία.
Τα σύνεργα τση μαστοργιάς ‘κινά να κατεβάζει
κι όποιος θωρεί τα δε μπορεί παρά να τα θαμάζει.
Πρώτος γλακά για την πρωθιά, άλλος να μην την πάρει,
γιατί την ελογάργιαζε πολύ μεγάλη χάρη.
Φέρνει ‘να σίντερο παλιό για να του το γανώσει,
Καμιναδίτης στ’ όνομα κι ας τ’ ακριβοπλερώσει.
Αυτός του λέει : «πέντε ευρώ μόνο θα σου κοστίσει»
και παίρνει το κοιμήλιο να πάει οθέ ν-τη Βρύση.
Σάμε να φέρεις παγωτά, κρασί με τσι μεζέδες,
το σίντερο θα γανωθεί, θα βγάνει και λεκέδες.
Με μια σακούλα γιάγυρε χωρίς να την ανοίξει,
και λέει του: « ως την ταχινή κιανείς να μην τσ’ αγγίξει.»
Κι η γι Ιωάννα τ’ άκουσε πού ΄χε παλιό τηγάνι,
να το γανώσει κι αυτηνής καινούργιο να το κάνει.
Εγλάκανε το Γανωτζή πριν φύγει, να προφτάξει,
για τσ’ ομελέτες λέει του : « πιτήδιο να το σάξει.»
Λέει τση : «μην τονε θωρεί, να μην τονε μαθιάσει,
γιατ’ έτσιδα το γάνωμα μόνο καλά θα πιάσει.»
Χατηρικά, τριάντα ευρώ κι εκείνης το γανώνει,
στο πι και φι, εις τα χωστά, το αποτελειώνει.
Σε μπλε σακούλα βάνει το και διπλοπαραγγέρνει,
να την ανοίξει ταχινά κι απόκιας αλαργέρνει.
Για τσι βαφές του Γανωτζή χαρά ΄χανε μεγάλη,
μα το μαντάτο μάθανε και τσί ‘πιασενε ζάλη.
Ο Μανωλιός επέρασε και στσ’ Ιωάννας στέκει,
το πάθημά του μολογά, επά και μη παρέκει.
Λέει πως : «γύφτος τού ‘βαψε με σπρέϊ δυο τηγάνια»,
ωσά ν-το ξίγγι πού ‘τριβαν αλλότες τα στιβάνια.
Ε! κακομοίρη Νικολή, του λέει η γι Ιωάννα,
στον ίδιο λάκκο πέσανε, σίντερο και τηγάνα.
Ε! την παντέρμη αθρωπιά, εψεύτισεν ο κόσμος,
οι μυρωδιές χαθήκανε, ξεράθηκε κι ο δυόσμος.
Αύγουστος 2017